Выбрать главу

Η Αράινα ήταν η νεότερη από τις τρεις κι είχε σταθερό γαλάζιο βλέμμα, πρόσωπο μελανιασμένο, και σε καμία περίπτωση δεν καταγόταν από την Γκεάλνταν. Αυτό φαινόταν και μόνο από τα ρούχα της, ένα κοντό σκούρο σακάκι και φαρδύ παντελόνι, που δεν διέφεραν πολύ από της Μπιργκίτε. Αυτό ήταν όλο της το βιος. Δεν έλεγε από πού ακριβώς καταγόταν, όμως μίλησε ειλικρινά για τη διαδρομή που την είχε φέρει στο Ριβερσέρπεντ. Για ένα μέρος της· τα υπόλοιπα η Νυνάβε έπρεπε να τα συνάγει απ’ όσα είχε αφήσει να εννοούνται. Η Αράινα είχε πάει στο Ίλιαν θέλοντας να φέρει σπίτι τον μικρότερο αδελφό της, προτού αυτός έδινε τον όρκο ως Κυνηγός του Κέρατος. Όμως η πόλη είχε χιλιάδες κόσμο και δεν τον είχε βρει, αλλά με κάποιον τρόπο κατέληξε να δώσει η ίδια τον όρκο, και ξεκίνησε να δει τον κόσμο χωρίς να πολυπιστεύει ότι υπήρχε το Κέρας του Βαλίρ, μισοελπίζοντας ότι κάποιος θα έβρισκε τον Γκουίλ να τον πάει σπίτι. Η κατάσταση είχε... δυσκολέψει... έκτοτε. Η Αράινα δεν αρνιόταν ακριβώς να μιλήσει, αλλά προσπαθούσε τόσο πολύ να εξωραΐσει τα πράγματα... Την είχαν διώξει από αρκετά χωριά, την είχαν κλέψει κάποια φορά και την είχαν δείρει αρκετές. Ακόμα κι έτσι, δεν είχε πρόθεση να τα παρατήσει, να ζητήσει καταφύγιο ή ένα ειρηνικό χωριό. Ο κόσμος ήταν ακόμα εκεί έξω και η Αράινα ήθελε να τον δαμάσει. Όχι ότι το έθετε έτσι, αλλά η Νυνάβε ήξερε ότι αυτό εννοούσε.

Η Νυνάβε ήξερε πολύ καλά γιατί την είχαν συγκινήσει περισσότερο. Κάθε ιστορία θα μπορούσε να ήταν το καθρέφτισμα ενός νήματος της δικής της ζωής. Αυτό που δεν καταλάβαινε ήταν γιατί συμπαθούσε περισσότερο την Αράινα. Κατά τη γνώμη της, όταν τα είχε συνταιριάξει όλα, τα περισσότερα προβλήματα της Αράινα οφείλονταν στο ότι δεν έβαζε χαλινάρι στη γλώσσα της κι έλεγε στον κόσμο ωμά τη γνώμη της. Δεν μπορεί να ήταν σύμπτωση που από ένα χωριό την είχαν διώξει με τις κλωτσιές αμέσως μόλις είχε πει στον Δήμαρχο ότι ήταν ένας παλαβός με χοντρή μούρη και σε μερικές γυναίκες του χωριού ότι οι καθαρίστριες της κουζίνας δεν είχαν δικαίωμα να ρωτούν τι γύρευε και ταξίδευε μόνη της. Αυτά τα παραδεχόταν και μόνη της. Η Νυνάβε σκέφτηκε ότι μερικές μέρες με την ίδια σαν παράδειγμα θα βοηθούσαν πάρα πολύ την Αράινα. Και σίγουρα θα υπήρχε κάτι να κάνει για τις άλλες δύο. Καταλάβαινε πολύ καλά την ανάγκη για ασφάλεια και ειρήνη.

Είχε υπάρξει μια παράξενη συνομιλία το πρωί της δεύτερης μέρας, τότε που τα νεύρα ήταν ακόμα τεντωμένα και οι γλώσσες —κάποιων ανθρώπων οι γλώσσες!― ακόμα τσουχτερές. Η Νυνάβε είχε πει κάτι, με ήπιο τρόπο, ότι η Ηλαίην δεν ήταν στο παλάτι της μητέρας της κι έτσι κακώς νόμιζε ότι η Νυνάβε θα κοιμόταν κολλημένη στον τοίχο κάθε βράδυ. Η Ηλαίην είχε υψώσει το πηγούνι της, αλλά προτού προλάβει να ανοίξει το στόμα, η Μπιργκίτε είπε, «Είσαι η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ;» Ούτε που κοίταξε γύρω για να βεβαιωθεί ότι δεν τις άκουγε κανείς.

«Ναι». Η Ηλαίην είχε μιλήσει με περισσότερη αξιοπρέπεια απ’ όσο τη θυμόταν το τελευταίο διάστημα η Νυνάβε, αλλά υπήρχε μια χροιά ― μήπως ήταν ικανοποίηση;

Με το πρόσωπο εντελώς ανέκφραστο, η Μπιργκίτε απλώς έφυγε, κι ανέβηκε στην πλώρη, όπου κάθισε σε μια κουλούρα σχοινί, ατενίζοντας το ποτάμι μπροστά τους. Η Ηλαίην την κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια, και τελικά πήγε να καθίσει πλάι της. Κάθισαν μιλώντας χαμηλόφωνα αρκετή ώρα. Η Νυνάβε δεν θα πήγαινε να κάτσει παρέα τους, ακόμα κι αν της το είχαν ζητήσει! Ό,τι κι αν ήταν αυτό που συζήτησαν, η Ηλαίην έμοιαζε κάπως αποθαρρυμένη, σαν να περίμενε κάποια άλλη έκβαση, όμως από κει και μετά δεν ακούστηκε καμία βαριά κουβέντα μεταξύ τους.

Η Μπιργκίτε ξαναπήρε το πραγματικό της όνομα αργότερα την ίδια μέρα, αν και γι’ αυτό έφταιγε μια τελευταία αναλαμπή θυμού. Τώρα που ήταν ασφαλείς, έχοντας αφήσει τη Μογκέντιεν πίσω τους, η Νυνάβε και η Ηλαίην ξέπλυναν το μαύρο από τα μαλλιά τους με πόκλιφ, και ο Νέρες, βλέποντας τη μια με χρυσοκόκκινες μπούκλες στους ώμους, την άλλη με χρυσοκίτρινα μαλλιά σε μια περίπλοκη πλεξούδα, την τρίτη με τόξο και φαρέτρα, μουρμούρισε καυστικά κάτι για την «Μπιργκίτε που ξεφύτρωσε από κείνα τα καμένα τα παραμύθια». Για κακή του τύχη, εκείνη τον άκουσε. Αυτό ήταν το όνομά της, του είπε κοφτά, και, αν δεν του άρεσε, ας διάλεγε σε ποιο κατάρτι ήθελε να του καρφώσει τα αυτιά που θα του έκοβε. Με δεμένα τα μάτια. Εκείνος έφυγε με πρόσωπο κατακόκκινο και φώναξε στους ναύτες να τεντώσουν κάτι σχοινιά που, αν τα τέντωνες κι άλλο, θα έσπαζαν.