Выбрать главу

Τη Νυνάβε δεν την ενδιέφερε αν η Μπιργκίτε θα πραγματοποιούσε την απειλή της. Το πόκλιφ μπορεί να είχε αφήσει μια αμυδρή κοκκινωπή απόχρωση στα μαλλιά της, αλλά ήταν τόσο κοντά στο φυσικό της χρώμα, που παραλίγο θα έκλαιγε από χαρά. Και της είχε περισσέψει αρκετό πόκλιφ, εκτός αν όλους στο καράβι τούς έπιαναν πόνοι στα ούλα και τα δόντια. Και αρκετό φένελ για να ηρεμήσει τα στομάχι της. Άθελά της αναστέναξε από ικανοποίηση όταν στέγνωσαν τα μαλλιά της, και τα χτένισε πάλι σε πλεξούδα όπως ήταν πρέπον.

Φυσικά, με την Ηλαίην να διαβιβάζει ούριο άνεμο, και τον Νέρες να ταξιδεύει μέρα-νύχτα, τα αγροκτήματα και τα χωριά με τις καλαμοσκεπές περνούσαν σαν αστραπή από τις όχθες, με ανθρώπους να ανεμίζουν τα χέρια τη μέρα και φωτισμένα παράθυρα τη νύχτα, χωρίς να φαίνεται ίχνος από την αναταραχή πιο πίσω. Παρ’ όλο που το σκάφος με το λάθος όνομα ήταν φαρδύ, ταξίδευε γοργά κατάντη.

Ο Νέρες βρισκόταν σε δίλημμα· από τη μια χαιρόταν την καλοτυχία του που είχε τέτοιους ανέμους, από την άλλη ανησυχούσε που ταξίδευε μέρα. Αρκετές φορές το βλέμμα του έπεφτε σε κολπίσκους, ποταμάκια σκεπασμένα από δένδρα ή λιμνούλες σκαμμένες βαθιά στην όχθη όπου το Ριβερσέρπεντ θα μπορούσε να δέσει και να κρυφτεί. Μερικές φορές η Νυνάβε ανέφερε κοντά του, για να την ακούσει, ότι σίγουρα ο Νέρες θα χαιρόταν που σύντομα θα εγκατέλειπαν ίο πλοίο του οι άνθρωποι από τη Σαμάρα, και πετούσε κάποιο σχόλιο για το πόσο πιο καλά φαινόταν η τάδε γυναίκα τώρα που είχε αναπαυτεί, και πόσο ζωηρά ήταν τα παιδιά της δείνα. Αυτό αρκούσε για να διώξει από το μυαλό του κάθε ιδέα περί αγκυροβολήματος. Μπορεί να ήταν ευκολότερο, αν τον απειλούσε με τους Σιναρανούς ή με τον Θομ και τον Τζούιλιν, όμως αυτοί είχαν αποκτήσει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Επίσης, η Νυνάβε δεν είχε καμία πρόθεση να λογομαχήσει με κάποιον που ούτε την κοίταζε ούτε της μιλούσε.

Η γκρίζα χαραυγή της τρίτης μέρας βρήκε το πλήρωμα να πιάνει πάλι τα κουπιά για να δέσουν στο μώλο του Μποάντα. Ήταν μια αρκετά μεγάλη πόλη, μεγαλύτερη από τη Σαμάρα, σ’ ένα σημείο της στεριάς όπου ο γοργός ποταμός Μπόερν, όπως ερχόταν από την Τζεχάνα, ενωνόταν με τον Έλνταρ, που ήταν πιο αργός. Υπήρχαν μάλιστα τρεις πύργοι εντός των ψηλών γκρίζων τειχών κι ένα κτήριο που άστραφτε κατάλευκο κάτω από μια στέγη με κόκκινα κεραμίδια, το οποίο σίγουρα θα το θεωρούσε κανείς παλάτι, έστω και μικρό. Καθώς έδεναν γερά το Ριβερσέρπεντ στους βαριούς πασσάλους στην άκρη μιας αποβάθρας —η οποία είχε το μισό μήκος του καραβιού, πάνω από την ξεραμένη λάσπη― η Νυνάβε αναρωτήθηκε γιατί ο Νέρες είχε κάνει όλο το δρόμο μέχρι τη Σαμάρα αφού μπορούσε να ’χει ξεφορτώσει τα φορτίο του εδώ.

Η Ηλαίην ένευσε προς ένα γεροδεμένο άνδρα στην αποβάθρα που φορούσε μια αλυσίδα με κάποιο θυρεό να κρέμεται στο στήθος του. Υπήρχαν κι άλλοι σαν κι αυτόν, όλοι με ίδιες αλυσίδες και γαλάζια σακάκια, οι οποίοι παρακολουθούσαν με προσοχή δύο ακόμα φαρδιά σκάφη να ξεφορτώνουν σε άλλες αποβάθρες. «Είναι οι τελωνειακοί της Βασίλισσας Αλιάντρε, νομίζω». Ο Νέρες ταμπούρλιζε τα δάχτυλά του στην κουπαστή και απέφευγε να τους κοιτάξει με την ίδια προσοχή που αυτοί κοίταζαν τα άλλα σκάφη. «Ίσως να είχε κάποια συμφωνία με τους άλλους στη Σαμάρα. Κάτι μου λέει ότι δεν θέλει να μιλήσει σ’ αυτούς εδώ».

Οι άνδρες και οι γυναίκες από τη Σαμάρα πέρασαν απρόθυμα τη σανιδόσκαλα και οι τελωνειακοί δεν τους έδωσαν σημασία. Δεν υπήρχαν δασμοί για τους ανθρώπους. Για τους Σαμαρανούς, ήταν η αρχή της αβεβαιότητας. Η ζωή ανοιγόταν μπροστά τους και, για να τα πάρουν όλα πάλι από την αρχή, είχαν ό,τι φορούσαν και ό,τι τους είχαν δώσει η Νυνάβε και η Ηλαίην. Προτού καν κατέβουν στην αποβάθρα, μερικές γυναίκες πήραν αποθαρρυμένο ύφος σαν τους άνδρες. Κάποιες έβαλαν τα κλάματα. Στο πρόσωπο της Ηλαίην ζωγραφίστηκε ο πόνος. Πάντα ήθελε να τους φροντίζει όλους. Η Νυνάβε είχε βάλει κρυφά στο χέρι κάποιων γυναικών μερικά ασημένια νομίσματα ακόμα κι ευχήθηκε να μην την ανακάλυπτε η Ηλαίην.

Δεν κατέβηκαν όλοι από το πλοίο. Η Αράινα έμεινε, και η Νίκολα, όπως και η Μάριγκαν, σφιχταγκαλιάζοντας τους γιους της που ατένιζαν σιωπηλά και ανήσυχα τα άλλα παιδιά ενώ χάνονταν στην πόλη. Η Νυνάβε δεν είχε ακούσει τα δύο παλικαράκια να λένε ούτε λέξη μετά τη Σαμάρα.

«Θέλω να έρθω μαζί σου», είπε η Νίκολα στη Νυνάβε, τρίβοντας ασυναίσθητα τα χέρια της. «Νιώθω ασφαλής κοντά σου». Η Μάριγκαν ένευσε σθεναρά. Η Αράινα δεν είπε τίποτα, όμως πλησίασε τις δύο άλλες γυναίκες, μπαίνοντας στην ομάδα τους, ενώ την ίδια στιγμή κοίταζε με έμφαση τη Νυνάβε και την προκαλούσε να τη διώξει.