Ο Θομ κούνησε ελαφρά το κεφάλι, και ο Τζούιλιν έκανε μια γκριμάτσα, όμως η Νυνάβε κοίταξε την Ηλαίην και την Μπιργκίτε. Η Ηλαίην δεν δίστασε να νεύσει, και η άλλη γυναίκα άργησε μονάχα μια στιγμή να κάνει το ίδιο. Η Νυνάβε μάζεψε τα φουστάνια της και πλησίασε τον Νέρες, που στεκόταν στην πρύμνη.
«Μάλλον τώρα θα ξαναπάρω πίσω το πλοίο μου», είπε αυτός απευθυνόμενος στον αέρα, κάπου ανάμεσα στο πλοίο και στην αποβάθρα. «Καιρός ήταν. Τούτο το ταξίδι είναι το χειρότερο που έκανα ποτέ».
Η Νυνάβε χαμογέλασε πλατιά. Αυτή τη φορά, ο Νέρες την κοίταξε προτού σταματήσει να του μιλά. Δηλαδή, σχεδόν.
Όχι ότι ο Νέρες είχε πολλές επιλογές. Δεν μπορούσε να προσφύγει στις αρχές του Μποάντα. Κι αν δεν έβρισκε του γούστου του το ποσόν που του είχε προσφέρει η Νυνάβε, ε, ούτως ή άλλως θα έπρεπε να ταξιδέψει κατάντη. Έτσι το Ριβερσέρπεντ ξεκίνησε πάλι, κατευθυνόμενο προς το Έμπου Νταρ, με μια στάση, για την οποία ο Νέρες δεν ενημερώθηκε προτού χαθεί πίσω τους το Μποάντα.
«Στο Σαλιντάρ!» μούγκρισε, κοιτώντας πάνω από το κεφάλι της Νυνάβε. «Το Σαλιντάρ είναι εγκαταλελειμμένο από τους Πόλεμο των Λευκομανδιτών. Μόνο μια χαζή θα ήθελε να αποβιβαστεί στο Σαλιντάρ».
Παρ’ όλο που χαμογελούσε, η Νυνάβε ήταν αρκετά θυμωμένη για να αγκαλιάσει την Πηγή. Ο Νέρες ούρλιαξε και χτύπησε ταυτοχρόνως το σβέρκο και το γοφό του. «Έχει πολλές αλογόμυγες αυτήν την εποχή», είπε εκείνη συμπονετικά. Η Μπιργκίτε γέλασε τρανταχτά, καθώς απομακρύνονταν στο κατάστρωμα.
Η Νυνάβε στάθηκε στα πανιά και ανάσανε βαθιά, ενώ η Ηλαίην διαβίβαζε για να δυναμώσει πάλι τον άνεμο, και το Ριβερσέρπεντ προχώρησε στο δυνατό ρεύμα που κυλούσε μετά τον Μπόερν. Μόνο που δεν έτρωγε κόκκινο φένελ για φαγητό, αλλά ακόμα και αν της τελείωνε πριν από το Σαλιντάρ, δεν πείραζε. Το ταξίδι κόντευε να τελειώσει. Άξιζαν τόσα βάσανα που είχαν περάσει για το βρουν. Βέβαια, δεν είχε πάντα αυτή τη γνώμη, και γι’ αυτό δεν έφταιγε μόνο η τσουχτερή γλώσσα της Ηλαίην και της Μπιργκίτε.
Την πρώτη εκείνη νύχτα, καθώς ξάπλωνε στο κρεβάτι του καπετάνιου με την καμιζόλα της, ενώ η Ηλαίην χασμουριόταν ξαπλωμένη στην καρέκλα και η Μπιργκίτε έγερνε στην πόρτα με το κεφάλι να αγγίζει τα δοκάρια από πάνω, η Νυνάβε είχε χρησιμοποιήσει το συστρεμμένο πέτρινο δαχτυλίδι. Μια σκουριασμένη λάμπα σ’ ένα στήριγμα στον τοίχο έριχνε το φως της, και, κατά παράξενο τρόπο, μια αχνή ευωδιά από το λάδι που έκαιγε· ίσως ούτε του Νέρες του άρεσε η μυρωδιά της μούχλας και της σαπίλας. Είχε βάλει βέβαια επιδεικτικά το δαχτυλίδι ανάμεσα στα στήθη της —και είχε φροντίσει να δουν οι άλλες ότι άγγιζε σάρκα― αλλά είχε λόγο γι’ αυτό. Δεν είχε χάσει την επιφυλακτικότητα της επειδή οι άλλες επιφανειακά είχαν δείξει λογική συμπεριφορά για μερικές ώρες.
Η Καρδιά της Πέτρας ήταν ακριβώς όπως και κάθε άλλη φορά, με το χλωμό φως να έρχεται από παντού και από πουθενά, το λαμπυριστό κρυστάλλινο σπαθί, το Καλαντόρ, χωμένο στις πλάκες κάτω από το μεγάλο θόλο, τις σειρές που σχημάτιζαν οι πελώριες κολόνες από γυαλισμένο κοκκινόλιθο, καθώς χάνονταν στο σκοτάδι. Υπήρχε επίσης εκείνη η αίσθηση ότι την παρακολουθούσαν, που ήταν τόσο συχνή στον Τελ’αράν’ριοντ. Η Νυνάβε με δυσκολία κρατήθηκε για να μην το βάλει στα πόδια, να μην αρχίσει να ψάχνει έξαλλα ανάμεσα στις κολόνες. Πίεσε τον εαυτό της να σταθεί σε ένα μέρος πλάι στο Καλαντόρ, μετρώντας αργά ως το χίλια, σταματώντας ανά εκατό για να φωνάξει το όνομα της Εγκουέν.
Στ’ αλήθεια, αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει. Ο αυτοέλεγχός της για τον οποίο ήταν τόσο περήφανη, χάθηκε. Τα ρούχα της πετάρισαν με την ανησυχία που ένιωθε, για την ίδια, για τη Μογκέντιεν, για την Εγκουέν και τον Ραντ και τον Λαν. Τη μια στιγμή φορούσε γερό μαλλί των Δύο Ποταμών, την άλλη βαρύ μανδύα με βαθιά κουκούλα, που έγινε Λευκομανδίτικη πανοπλία, η οποία μετατράπηκε σε κόκκινο μεταξωτό φόρεμα —διάφανο όμως!— και ακολούθησε ένας ακόμα πιο χοντρός μανδύας που έγινε... Της φάνηκε ότι άλλαζε και το πρόσωπό της. Κάποια στιγμή είδε τα χέρια της, με επιδερμίδα πιο σκούρα κι από του Τζούιλιν. Ίσως, αν η Μογκέντιεν δεν την αναγνώριζε...
«Εγκουέν!» Η τελευταία βραχνή κραυγή αντήχησε στις κολόνες, και η Νυνάβε βίασε τον εαυτό της να σταθεί εκεί τρέμοντας, ενώ μετρούσε άλλη μια φορά ως το εκατό. Ο μεγάλος θάλαμος έμεινε άδειος και μόνο αυτή ήταν εκεί. Ευχήθηκε να ένιωθε λύπη και όχι βιασύνη, και βγήκε από το όνειρο...
...κι έμεινε να αγγίζει το πέτρινο δαχτυλίδι με το κορδόνι του, κοιτώντας το χοντρό δοκάρι πάνω από το κρεβάτι, ακούγοντας τους χίλιους τριγμούς του πλοίου που έσχιζε το ποτάμι μέσα στο σκοτάδι.
«Ήταν εκεί;» ζήτησε να μάθει η Ηλαίην. «Δεν άργησες να έρθεις, αλλά—»
«Βαρέθηκα να φοβάμαι», είπε η Νυνάβε, χωρίς να τραβήξει το βλέμμα από τα δοκάρια. «Βαρέθηκα τ-τόσο πολύ να είμαι δ-δειλή». Οι τελευταίες λέξεις πνίγηκαν στα δάκρυα, τα οποία δεν μπορούσε ούτε να τα σταματήσει ούτε να τα κρύψει, όσο κι αν έτριβε τα μάτια της.