Ο Ραντ απέφυγε να ρωτήσει αν θα μπορούσαν να βρουν κάποιον με πιο εύκαμπτη τιμή. Η αίσθηση χιούμορ που είχαν οι Αελίτες ήταν παράξενο πράγμα, συχνά έδειχνε ασπλαχνία, αλλά σε μερικά ζητήματα ήταν εντελώς ανύπαρκτη.
Για να αλλάξει θέμα, ρώτησε, «Έχουμε καθόλου νέα από την άλλη μεριά του Δρακοτείχους;» Ήξερε την απάντηση· αυτά τα νέα διαδίδονταν γρήγορα, ακόμα και σε τέτοιο πλήθος Αελιτών που ήταν συγκεντρωμένο γύρω από το Ρουίντιαν.
«Τίποτα που να αξίζει να ειπωθεί», απάντησε ο Ρούαρκ. «Με τους μπελάδες που έχουν οι δενδροφονιάδες, ελάχιστοι πραματευτές έρχονται στην Τρίπτυχη Γη». Έτσι ονόμαζαν οι Αελίτες την Ερημιά· ήταν τιμωρία για την αμαρτία τους, τόπος δοκιμασίας για το κουράγιο τους και αμόνι της σφυρηλάτησης τους. Δενδροφονιάδες έλεγαν τους Καιρχινούς. «Το λάβαρο του Δράκοντα κυματίζει ακόμα πάνω από την Πέτρα του Δακρύου. Οι Δακρυνοί έχουν πάει βόρεια στην Καιρχίν, όπως διέταξες, για να διανείμουν τρόφιμα στους Δενδροφονιάδες. Τίποτα παραπάνω».
«Έπρεπε να αφήσεις τους Δενδροφονιάδες να πεινάσουν», μουρμούρισε ο Μπάελ, και ο Τζέραν έκλεισε απότομα το στόμα του. Ο Ραντ υποπτεύθηκε ότι ήταν έτοιμος να πει το ίδιο πράγμα.
«Οι Δενδροφονιάδες δεν είναι άξιοι, παρά μόνο για να τους σκοτώσεις ή να τους πουλήσεις σαν ζώα στο Σάρα», είπε βλοσυρά ο Έριμ. Αυτό έκαναν οι Αελίτες σ’ όσους έρχονταν απρόσκλητοι στην Ερημιά· μόνο βάρδοι, πραματευτές και Μάστορες είχαν το ελεύθερο να έρχονται, αν και οι Αελίτες απέφευγαν τους Μάστορες σαν να ήταν μολυσμένοι. Το Σάρα ήταν το όνομα των χωρών πέρα από την Ερημιά· ακόμα και οι Αελίτες δεν ήξεραν τίποτα γι’ αυτές.
Με την άκρη του ματιού του ο Ραντ είδε δυο γυναίκες να στέκονται περιμένοντας λίγο πιο μέσα από την ψηλή, αψιδωτή είσοδο. Κάποιος είχε κρεμάσει εκεί σπάγκους με χρωματιστές χάντρες, μπλε και κόκκινες, για να αντικαταστήσει τις πόρτες που έλειπαν. Η μια από τις δύο ήταν η Μουαραίν. Για μια στιγμή, σκέφτηκε να τις αφήσει να περιμένουν· η Μουαραίν είχε εκείνο το ενοχλητικά προστακτικό ύφος και ήταν φανερό πως περίμενε να διακόψουν ό,τι κι αν έκαναν για να τη δεχθούν. Μόνο που δεν υπήρχε τίποτα άλλο να συζητήσουν και στα μάτια των ανδρών έβλεπε ότι δεν είχαν όρεξη για κουβεντούλα. Όχι τόσο σύντομα, ύστερα απ’ όσα είχαν πει για τη μελαγχολία και το Σάιντο.
Αναστενάζοντας, σηκώθηκε και οι αρχηγοί φατρίας τον μιμήθηκαν. Όλοι εκτός από τον Χαν τον έφταναν στο ύψος ή τον ξεπερνούσαν. Εκεί που είχε μεγαλώσει ο Ραντ, θα θεωρούσαν τον Χαν μέσου ύψους ή και παραπάνω· εδώ τον λογάριαζαν κοντό. «Ξέρετε τι πρέπει να γίνει. Φέρτε τις υπόλοιπες φατρίες κι έχετε το νου σας στο Σάιντο». Κοντοστάθηκε μια στιγμή και μετά πρόσθεσε, «Η κατάληξη θα είναι καλή. Όσο καλύτερη μπορώ για τους Αελίτες».
«Η προφητεία έλεγε ότι θα μας καταστρέψεις», είπε ξινά ο Χαν, «κι έκανες καλή αρχή. Αλλά θα σε ακολουθήσουμε. Μέχρι να μην υπάρχει πια απόσκιο», είπε, απαγγέλοντας το ρητό, «μέχρι να μην υπάρχει πια νερό, στη Σκιά με τα δόντια γυμνωμένα, ουρλιάζοντας αδάμαστοι με την τελευταία ανάσα, για να φτύσουμε στο μάτι του Τυφλωτή την Τελευταία Μέρα». Τυφλωτής ήταν ένα από τα ονόματα που έδιναν οι Αελίτες στον Σκοτεινό.
Για τον Ραντ δεν έμενε παρά να αποκριθεί με τον αρμόζοντα τρόπο. Κάποτε δεν τον γνώριζε. «Στην τιμή μου και στο Φως, η ζωή μου θα είναι μαχαίρι για την καρδιά του Τυφλωτή».
Οι αρχηγοί έφυγαν περνώντας δίπλα από τις δύο γυναίκες, κοιτώντας τη Μουαραίν με σέβας. Δεν έδειχναν τον παραμικρό φόβο. Ο Ραντ ευχήθηκε να ήταν κι αυτός τόσο σίγουρος για τον εαυτό του. Η Μουαραίν είχε τόσα σχέδια γι’ αυτόν, τόσους τρόπους να κινεί νήματα, που ο Ραντ δεν ήξερε ότι βρίσκονταν δεμένα πάνω του.
Οι δύο γυναίκες μπήκαν αμέσως μόλις έφυγαν οι αρχηγοί, με τη Μουαραίν ψύχραιμη και κομψή όπως πάντα. Ήταν μια μικρόσωμη γυναίκα, που θα έδειχνε όμορφη ακόμα και χωρίς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των Άες Σεντάι, τα οποία τον έκαναν να μην μπορεί να κρίνει την ηλικία της, και είχε βγάλει το υγρό πανί που δρόσιζε τους κροτάφους της. Στη θέση του ήταν μια μικρή γαλάζια πέτρα που κρεμόταν στο μέτωπό της με μια μικρή χρυσή αλυσίδα γύρω από τα μελαχρινά μαλλιά της. Δεν θα άλλαζε τίποτα, αν φορούσε ακόμα το πανί· τίποτα δεν μπορούσε να επισκιάσει το βασιλικό παράστημά της. Συνήθως έμοιαζε τριάντα πόντους ψηλότερη από το κανονικό ύψος της και τα μάτια της έδειχναν αυτοπεποίθηση και εξουσία.
Η άλλη γυναίκα ήταν ψηλότερη, αν και δεν έφτανε παρά μόνο στον ώμο του Ραντ, και φαινόταν νέα, όχι αγέραστη. Η Εγκουέν, που είχαν μεγαλώσει μαζί. Τώρα, αν εξαιρούσες τα μεγάλα μαύρα μάτια της, σχεδόν την περνούσες για Αελίτισσα, κι όχι μόνο επειδή είχε ηλιοκαμένα χέρια και πρόσωπο. Φορούσε κανονική Αελίτικη φούστα, από καφέ μαλλί, και φαρδιά λευκή μπλούζα, φτιαγμένη από τις ίνες ενός φυτού που λεγόταν αλγκόντ. Το αλγκόντ ήταν πιο μαλακό κι από το πιο καλοϋφασμένο μαλλί: θα ήταν ιδανικό για να το εμπορευτούν, αν ο Ραντ κατόρθωνε ποτέ να πείσει τους Αελίτες. Ένα γκρίζο σάλι τύλιγε τους ώμους της Εγκουέν κι ένα διπλωμένο γκρίζο μαντήλι έζωνε και συγκρατούσε τα μελαχρινά μαλλιά που έπεφταν ως κάτω από τους ώμους της. Αντίθετα από τις περισσότερες Αελίτισσες, φορούσε μόνο ένα βραχιόλι, από φίλντισι που ήταν σμιλεμένο να μοιάζει κύκλος από φλόγες, κι ένα μόνο περιδέραιο από χρυσές και φιλντισένιες χάντρες. Και κάτι ακόμα. Το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού στο αριστερό χέρι.