Η Ηλαίην βρέθηκε αμέσως κοντά της, κρατώντας την, σιάζοντας τα μαλλιά της, κι έπειτα από μια στιγμή η Μπιργκίτε της ακούμπησε ένα βρεγμένο πανί στο σβέρκο. Η Νυνάβε έμεινε να κλαίει, ενώ οι άλλες της έλεγαν ότι δεν ήταν δειλή.
«Αν πίστευα ότι με κυνηγά η Μογκέντιεν», είπε τελικά η Μπιργκίτε, «θα το έβαζα στα πόδια. Αν δεν είχα άλλο μέρος να κρυφτώ παρά μόνο την τρύπα ενός ασβού, θα σερνόμουν εκεί και θα κουλουριαζόμουν και θα ίδρωνα μέχρι να φύγει. Ούτε επίσης θα στεκόμουν μπροστά σε ένα σ’ρέντιτ της Σεράντιν, αν μου ορμούσε· τίποτα από τα δύο δεν είναι δειλία. Πρέπει να διαλέξεις τον τόπο και τη στιγμή, και να της επιτεθείς με τρόπο που να μην το περιμένει. Θα την εκδικηθώ, αν ποτέ μπορέσω, αλλά μόνο έτσι όπως είπα θα το κάνω. Αλλιώς θα ήταν ανόητο».
Δεν ήταν αυτό που ήθελε να ακούσει η Νυνάβε, αλλά τα δάκρυά της και η παρηγοριά που της πρόσφεραν οι άλλες δύο γκρέμισαν άλλο ένα κομμάτι του αγκαθωτού φράχτη που είχε απλωθεί ανάμεσά τους.
«Θα σου αποδείξω ότι δεν είσαι δειλή». Η Ηλαίην πήρε το σκούρο ξύλινο κουτί από το ράφι που το είχε ακουμπήσει κι έβγαλε το σιδερένιο δίσκο με τη σπειροειδή γραμμή. «Θα ξαναπάμε μαζί».
Αυτό ήταν κάτι που η Νυνάβε ήθελε να ακούσει ακόμα λιγότερο. Αλλά δεν υπήρχε τρόπος να το αποφύγει, αφού της είχαν πει ότι δεν ήταν δειλή. Κι έτσι ξαναγύρισαν.
Στην Πέτρα του Δακρύου, όπου κοίταξαν το Καλαντόρ —προτιμότερο από το να κοιτάς πάνω από τον ώμο σου και να αναρωτιέσαι αν θα εμφανιζόταν η Μογκέντιεν― και μετά στο Βασιλικό Παλάτι του Κάεμλυν με την Ηλαίην να οδηγεί, και στο Πεδίο του Έμοντ υπό την καθοδήγηση της Νυνάβε. Η Νυνάβε είχε ξαναδεί παλάτια, με τις πελώριες αίθουσες τους και τα μεγάλα ζωγραφισμένα ταβάνια και τα μαρμάρινα πατώματα, με τα χρυσά στολίδια και τα φίνα χαλιά και τις περίτεχνες ταπισερί, όμως εδώ ήταν το μέρος που είχε μεγαλώσει η Ηλαίην. Ξέροντάς το αυτό και βλέποντας το παλάτι, η Νυνάβε κατάλαβε κάπως καλύτερα την Ηλαίην. Φυσικά, και η Ηλαίην περίμενε τον κόσμο να υποταχθεί στις επιθυμίες της· αυτό τη δίδασκαν όπως μεγάλωνε, σε ένα μέρος όπου ήταν αλήθεια.
Η Ηλαίην, χλωμό είδωλο του εαυτού της εξαιτίας του τερ’ανγκριάλ που χρησιμοποιούσε, ήταν παράξενα βουβή όση ώρα πέρασαν εκεί. Αλά βέβαια, η Νυνάβε ήταν βουβή στο Πεδίο του Έμοντ. Κατ’ αρχάς, το χωριό ήταν μεγαλύτερο απ’ όσο θυμόταν, είχε περισσότερα σπίτια με καλαμοσκεπές και αρκετούς μισοτελειωμένους ξύλινους σκελετούς για άλλα. Κάποιος κατασκεύαζε ένα πολύ μεγάλο σπίτι λίγο έξω από το χωριό, με δύο ορόφους, ενώ είχαν ανεγείρει στο Δημόσιο Λιβάδι ένα πέτρινο μνημείο ύψους πέντε βημάτων, όλο σκαλισμένα ονόματα. Πολλά τα αναγνώριζε· τα περισσότερα ήταν ονόματα ανθρώπων από τους Δύο Ποταμούς. Δύο ιστοί πλαισίωναν το μνημείο, ο ένας με ένα λάβαρο που έδειχνε μια κόκκινη λυκοκεφαλή, ο άλλος με λάβαρο με τον κόκκινο αετό. Τα πάντα έδειχναν ευμάρεια και χαρά —απ’ όσο μπορούσε να δει χωρίς τους ανθρώπους εκεί― όμως δεν έβγαινε νόημα. Τι στο καλό ήταν αυτά τα λάβαρα; Και ποιος, άραγε, έχτιζε τέτοιο σπίτι;
Επανεμφανίστηκαν στο Λευκό Πύργο, στο γραφείο της Ελάιντα. Εκεί τίποτα δεν είχε αλλάξει, με εξαίρεση το ότι μόνο έξι σκαμνιά απέμεναν σε ημικύκλιο μπροστά στο τραπέζι της Ελάιντα. Επίσης, είχε χαθεί το τρίπτυχο της Μπόνχουιν, Η ζωγραφιά του Ραντ παρέμενε εκεί, μ’ ένα κακοδιορθωμένο σχίσιμο στον καμβά, οριζόντια στο πρόσωπο του Ραντ, σαν κάποιος να του είχε πετάξει κάτι.
Έψαξαν τα χαρτιά στο λακαρισμένο κουτί με τα χρυσά γεράκια, και τα άλλα, που ήταν στο τραπέζι της Τηρήτριας στον προθάλαμο. Τα έγγραφα και τα γράμματα άλλαζαν μπροστά στο βλέμμα τους, όμως οι δυο τους έμαθαν μερικά πράγματα. Η Ελάιντα ήξερε ότι ο Ραντ είχε περάσει το Δρακότειχος και είχε μπει στην Καιρχίν, όμως δεν υπήρχε τίποτα που να δείχνει τις προθέσεις της. Υπήρχε μια θυμωμένη εντολή να επιστρέψουν αμέσως στον Πύργο όλες οι Άες Σεντάι, εκτός από εκείνες που είχαν σαφείς διαταγές περί του αντιθέτου από την ίδια. Η Ελάιντα φαινόταν θυμωμένη για πολλά πράγματα· επειδή ήταν τόσο λίγες οι αδελφές οι οποίες είχαν επιστρέψει με την προσφορά αμνηστίας, επειδή οι περισσότεροι πληροφοριοδότες στο Τάραμπον διατηρούσαν τη σιωπή τους, επειδή ο Πέντρον Νάιαλ ακόμα καλούσε Λευκομανδίτες στην Αμαδισία, ενώ η ίδια δεν ήξερε το λόγο, που ο Ντάβραμ Μπασίρε ήταν ακόμα άφαντος, παρ’ όλο που είχε ολόκληρο στρατό μαζί του. Οργή γέμιζε κάθε έγγραφο πάνω από τη σφραγίδα της. Τίποτα δεν έμοιαζε να είναι ιδιαίτερου ενδιαφέροντος ή αξίας, με εξαίρεση ίσως εκείνο για τους Λευκομανδίτες. Όχι ότι αυτό θα τους δημιουργούσε πρόβλημα όσο βρίσκονταν στο Ριβερσέρπεντ.