Όταν επέστρεψαν στα κορμιά τους στο πλοίο, η Ηλαίην έμεινε σιωπηλή ενώ σηκωνόταν από την καρέκλα και ξανάβαζε το δίσκο στο κουτί. Χωρίς να το σκεφτεί, η Νυνάβε σηκώθηκε να τη βοηθήσει να βγάλει το φόρεμά της. Η Μπιργκίτε άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα, καθώς αυτές ξάπλωναν μαζί στο κρεβάτι φορώντας τα μισοφόρια τους· ήθελε να κοιμηθεί στην κορυφή της σκάλας, είπε.
Η Ηλαίην διαβίβασε για να σβήσει τη λάμπα. Ύστερα από λίγη ώρα που είχαν ξαπλώσει στο σκοτάδι, είπε, «Το παλάτι έμοιαζε τόσο... άδειο, Νυνάβε. Το ένιωθα τόσο άδειο».
Η Νυνάβε δεν ήξερε πώς αλλιώς μπορούσε να είναι ένα μέρος στον Τελ’αράν’ριοντ. «Έφταιγε το τερ’ανγκριάλ που χρησιμοποίησες. Μου φαινόσουν σαν ομίχλη».
«Εγώ με έβλεπα μια χαρά». Όμως ήταν ασήμαντος ο εκνευρισμός στη φωνή της Ηλαίην και βολεύτηκαν για να κοιμηθούν.
Η θύμηση της Νυνάβε δεν την είχε γελάσει για τους αγκώνες της Ηλαίην, όμως αυτό δεν μείωνε την καλή της διάθεση, όπως δεν τη μείωνε και το διαρκές μουρμουρητό της Ηλαίην ότι η Νυνάβε είχε κρύα πόδια. Τα είχε καταφέρει. Ίσως το να ξεχάσεις να φοβηθείς ήταν διαφορετικό από το να μην φοβάσαι, όμως τουλάχιστον είχε ξαναγυρίσει στον Κόσμο των Ονείρων. Ίσως κάποια μέρα ξανάβρισκε αρκετό θάρρος για να μην φοβάται.
Από τη στιγμή που άρχισαν, ήταν πιο εύκολο να συνεχίσουν παρά να σταματήσουν. Κάθε βράδυ από κει και ύστερα, έμπαιναν στον Τελ’αράν’ριοντ μαζί, πάντα με μια επίσκεψη στον Πύργο, για να δουν τι μπορούσαν να μάθουν. Δεν ήταν πολλά αυτά, πέρα από μια διαταγή για να πάει μια απεσταλμένη στο Σαλιντάρ και να προσκαλέσει τις Άες Σεντάι που ήταν εκεί να επιστρέψουν στον Πύργο. Μόνο που η πρόσκληση —απ’ όσο μπόρεσε να διαβάσει η Νυνάβε, προτού το έγγραφο μεταβληθεί σε μια αναφορά για την επιλογή των πιθανών μαθητευομένων με βάση την κατάλληλη νοοτροπία, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό― ήταν μάλλον μια απαίτηση προς εκείνες τις Άες Σεντάι, που έλεγε ότι έπρεπε να υποταχθούν αμέσως στην Ελάιντα και μάλιστα να χαίρονται που τους επιτρεπόταν αυτό. Πάντως, ήταν μια επιβεβαίωση ότι δεν κυνηγούσαν σκιές. Το άσχημο με τα υπόλοιπα από αυτά που έβλεπαν αποσπασματικά ήταν ότι δεν ήξεραν αρκετά ώστε να τα συνδέσουν μεταξύ τους. Ποιος ήταν αυτός ο Ντάβραμ Μπασίρε και γιατί η Ελάιντα καιγόταν να τον βρει; Γιατί άραγε η Ελάιντα είχε απαγορεύσει σε όλους να αναφέρουν το όνομα του Μάζριμ Τάιμ, του ψεύτικου Δράκοντα, απειλώντας με αυστηρές τιμωρίες; Γιατί άραγε η Βασίλισσα Τενόμπια της Σαλδαίας και ο Βασιλιάς Ήζαρ του Σίναρ είχαν γράψει και οι δύο επιστολές, με τις οποίες, ευγενικά αλλά κατηγορηματικά, αντιτίθονταν στην ανάμιξη του Λευκού Πύργου στις υποθέσεις τους; Όλα αυτά έκαναν την Ηλαίην να μουρμουρίσει ένα ρητό της Λίνι: «“Για να καταλάβεις το δύο, πρέπει πρώτα να καταλάβεις το ένα”». Η Νυνάβε δεν μπορούσε παρά να συμφωνήσει ότι έτσι έμοιαζε να είναι.
Εκτός από τα ταξίδια στο γραφείο της Ελάιντα, εξασκήθηκαν στο να ελέγχουν τον εαυτό τους και το περιβάλλον τους στον Κόσμο των Ονείρων. Η Νυνάβε δεν σκόπευε να την ξαναπιάσουν, όπως της είχε κάνει η Εγκουέν και οι Σοφές. Προσπάθησε να μην σκέφτεται τη Μογκέντιεν. Ήταν προτιμότερο να στρέψει την προσοχή της στις Σοφές.
Έψαξαν, αλλά δεν βρήκαν άκρη με το κόλπο της Εγκουέν που είχε εμφανιστεί στα όνειρά τους· καλώντας την, δεν κατάφερναν τίποτα παρά να χειροτερέψουν την ανησυχητική αίσθηση ότι παρακολουθούνταν, και η Εγκουέν δεν επανεμφανίστηκε. Ήταν απίστευτα δύσκολο το να κρατήσεις κάποιον άλλο στον Τελ’αράν’ριοντ, ακόμα κι όταν η Ηλαίην βρήκε το κόλπο, που ήταν να τον βλέπεις σαν άλλο ένα μέρος του ονείρου. Η Ηλαίην τελικά το κατόρθωσε —και η Νυνάβε τη συνεχάρη όσο αξιοπρεπέστερα μπορούσε― αλλά επί πολλές μέρες η Νυνάβε δεν το είχε καταφέρει. Λες και η Ηλαίην όχι μόνο έμοιαζε, αλλά ήταν πραγματική ομίχλη και χανόταν μ’ ένα χαμογελάκι όποτε ήθελε. Όταν επιτέλους η Νυνάβε κατάφερε να σταθεροποιήσει την Ηλαίην εκεί, ένιωσε τέτοια ένταση, που ήταν σαν να σήκωνε ένα βαρύ βράχο.
Ήταν πιο διασκεδαστικό το να δημιουργεί φανταστικά λουλούδια ή σχήματα με τη σκέψη. Ο μόχθος έμοιαζε ανάλογος με το μέγεθος και με το αν πραγματικά υπήρχε το αντικείμενο. Της ήταν πιο δύσκολο να φτιάξει δένδρα καλυμμένα με χρυσοκόκκινα μπουμπούκια σε μια ποικιλία μορφών, παρά έναν καθρέφτη με βάση, για να δει πώς είχε γίνει το φόρεμά της ή πώς της το είχε κάνει η άλλη. Ένα λαμπερό κρυστάλλινο παλάτι, που υψωνόταν από το έδαφος, ήταν ακόμα πιο δύσκολο, και, παρ’ όλο που ήταν στερεό στην αφή, άλλαζε κάθε φορά που τρεμούλιαζε η εικόνα στο μυαλό σου, και χανόταν μόλις χανόταν και η εικόνα. Αποφάσισαν χωρίς πολλά-πολλά να αφήσουν τα ζώα στην ησυχία τους, όταν ένα παράδοξο πλάσμα —σαν άλογο με κέρατο στη μύτη!― τις κυνήγησε σ’ ένα λόφο προτού κατορθώσουν να το εξαφανίσουν. Αυτό παραλίγο θα έδινε το έναυσμα για έναν καινούριο καυγά, με την καθεμιά να κατηγορεί την άλλη ότι εκείνη το είχε προκαλέσει, όμως η Ηλαίην είχε ξαναβρεί τον παλιό της εαυτό και είχε αρχίσει να χαχανίζει για το πώς έμοιαζαν, έτσι που ανηφόριζαν, τρέχοντας το λόφο με τα φουστάνια μαζεμένα και φωνάζοντας στο πλάσμα να φύγει. Ακόμα και η πεισματάρικη άρνηση της Ηλαίην να παραδεχτεί ότι ήταν δικό της το λάθος, δεν εμπόδισε τη Νυνάβε να αρχίσει κι αυτή τα χαχανητά.