Выбрать главу

Η Ηλαίην πότε έπαιρνε το σιδερένιο δίσκο και πότε την πλάκα που έμοιαζε κεχριμπαρένια και είχε το γλυπτό της κοιμώμενης γυναίκας, όμως δεν της άρεσε να χρησιμοποιεί κανένα από αυτά τα τερ’ανγκριάλ. Όσο σκληρά κι αν δούλευε μ’ αυτά, δεν ένιωθε να βρίσκεται πλήρως στον Τελ’αράν’ριοντ, όπως γινόταν με το δαχτυλίδι. Και ήθελαν δουλειά· δεν μπορούσες να δέσεις τη ροή του Πνεύματος, αλλιώς πετιόσουν αμέσως έξω από τον Κόσμο των Ονείρων. Ήταν σχεδόν αδύνατο να διαβιβάσεις κάτι άλλο την ίδια στιγμή, όμως η Ηλαίην δεν καταλάβαινε γιατί. Περισσότερο έμοιαζε να την ενδιαφέρει ο τρόπος κατασκευής τους, και απογοητεύτηκε που δεν φανέρωναν τα μυστικά τους τόσο εύκολα όσο το α’ντάμ. Το να μην ξέρει το «γιατί» ήταν σαν γαϊδουράγκαθο στην κάλτσα της.

Κάποια στιγμή, η Νυνάβε δοκίμασε το ένα τερ’ανγκριάλ, συμπτωματικά τη βραδιά που θα συναντούσαν την Εγκουέν, την πρώτη βραδιά αφότου είχαν φύγει από το Μποάντα. Δεν θα ήταν θυμωμένη αρκετά, ώστε να διαβιβάσει, αν δεν υπήρχε κάτι που την τσάτιζε τόσο συχνά τον τελευταίο καιρό. Οι άνδρες.

Την αρχή την είχε κάνει ο Νέρες, που τριγυρνούσε στο κατάστρωμα καθώς ο ήλιος βασίλευε, μουρμουρίζοντας ότι του είχαν κλέψει το φορτίο. Η Νυνάβε φυσικά τον αγνόησε. Και μετά ο Θομ, που έφτιαχνε το κρεβάτι του στη βάση του πίσω καταρτιού, είχε πει χαμηλόφωνα, «Έχει κάποιο δίκιο».

Ήταν φανερό ότι δεν την είχε δει στο σύθαμπο, ούτε και ο Τζούιλιν που καθόταν δίπλα του. «Είναι λαθρέμπορος, αλλά τα πλήρωσε εκείνα τα πράγματα. Η Νυνάβε δεν είχε δικαίωμα να τα κατάσχει».

«Που να καεί, οι γυναίκες έχουν ό,τι δικαιώματα λένε ότι έχουν». Ο Ούνο γέλασε. «Τουλάχιστον, έτσι λένε οι γυναίκες στο Σίναρ».

Τότε την είδαν και βουβάθηκαν, φρονιμεύοντας πολύ αργά, ως συνήθως. Ο Ούνο έτριψε το μάγουλό του, εκείνο που δεν είχε ουλή. Είχε βγάλει τους επιδέσμους εκείνη τη μέρα και τώρα ήξερε πώς είχε γίνει. Της φάνηκε ότι το πρόσωπό του έδειξε κάποια ντροπή. Ήταν δύσκολο να το διακρίνει κανείς στις σκιές που έπαιζαν, όμως οι δύο άλλοι άνδρες δεν είχαν καμία έκφραση.

Δεν τους έκανε τίποτα, φυσικά, απλώς έφυγε με αγέρωχο βήμα, σφίγγοντας γερά την πλεξούδα της. Κατόρθωσε μάλιστα να κατέβει αγέρωχα τη σκάλα. Η Ηλαίην ήδη είχε το σιδερένιο δίσκο στο χέρι· το σκούρο ξύλινο κουτί ήταν ανοιχτό στο τραπέζι. Η Νυνάβε έπιασε την κιτρινωπή πλάκα που είχε μέσα σμιλεμένη την κοιμώμενη γυναίκα· είχε μια γλιστερή, μαλακή αίσθηση, δεν έμοιαζε με κάτι που μπορούσε να χαράξει μέταλλο. Με το θυμό να σιγοκαίει μέσα της, το σαϊντάρ ήταν μια ζεστή λάμψη λίγο πέρα από τον ώμο της, που δεν φαινόταν. «Ίσως μου έρθει καμία ιδέα γιατί άραγε αυτό το μαραφέτι δεν σε αφήνει να διαβιβάσεις παρά μόνο μερικές σταγόνες».

Κι έτσι ακριβώς βρέθηκε στην Καρδιά της Πέτρας, διαβιβάζοντας μια ροή Πνεύματος στην πλάκα, που στον Τελ’αράν’ριοντ ήταν χωμένη στο πουγκί της ζώνης της. Όπως έκανε συχνά στον Κόσμο των Ονείρων, η Ηλαίην φορούσε εσθήτα κατάλληλη για την αυλή της μητέρας της, πράσινο μετάξι χρυσοκέντητο ολόγυρα στο λαιμό, με περιδέραιο και βραχιόλια από χρυσούς κρίκους και φεγγαρόπετρες, όμως η Νυνάβε ξαφνιάστηκε διαπιστώνοντας ότι και η ίδια φορούσε κάτι παρόμοιο, αν και τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα σε πλεξούδα —και είχαν το κανονικό της χρώμα― αντί να απλώνονται λυτά στους ώμους της. Η εσθήτα της ήταν ανοιχτογάλανη και ασημένια, και παρ’ όλο που το ντεκολτέ δεν ήταν τόσο βαθύ όσο στα φορέματα του Λούκα, ήταν πιο βαθύ απ’ όσο θα διάλεγε η ίδια. Πάντως της άρεσε η μία φλογόσταλα που κρεμόταν στην ασημένια αλυσίδα και λαμπύριζε ανάμεσα στα στήθη της. Η Εγκουέν δεν θα εκφόβιζε εύκολα μια γυναίκα που ήταν ντυμένη έτσι. Όχι ότι ήταν αυτός ο λόγος που το είχε φορέσει, έστω και ασυνείδητα.

Ευθύς αμέσως είδε τι εννοούσε η Ηλαίην, όταν είχε πει ότι φαινόταν μια χαρά· στα δικά της μάτια, έμοιαζε ίδια με την Ηλαίην, η οποία είχε το συστρεμμένο πέτρινο δαχτυλίδι πλεγμένο με κάποιον τρόπο στο περιδέραιό της. Η Ηλαίην όμως είπε ότι η Νυνάβε φαινόταν... ομιχλώδης. Κι έτσι ακριβώς ομιχλώδες τής φαινόταν το σαϊντάρ, με εξαίρεση τη ροή του Πνεύματος που είχε αρχίσει να υφαίνει όσο ήταν ξύπνια. Τα υπόλοιπα ήταν αραιά, ακόμα και η πάντα αθέατη ζέστη της Αληθινής Πηγής φαινόταν πνιγμένη. Ο θυμός της ήταν ακόμα αρκετά δυνατός ώστε να διαβιβάζει. Μολονότι η ενόχληση που ένιωθε για τους άνδρες χάθηκε μπροστά σ’ αυτόν το γρίφο, ο γρίφος ήταν από μόνος του ενόχληση· δεν έπαιζε ρόλο το ότι προετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει την Εγκουέν· δεν προετοιμαζόταν καθόλου, και δεν υπήρχε λόγος να έχει αυτή την αμυδρή γεύση από βρασμένο γατόχορτο και κοπανισμένη πικρόριζα στη γλώσσα της! Όμως το να πλάσει μία φλόγα που να χορεύει στον αέρα, ένα από τα πρώτα πράγματα που διδασκόταν κάθε μαθητευόμενη, ήταν εξίσου δύσκολο με το αναποδογυρίσει τον Λαν πάνω από τον ώμο της. Ακόμα και η ίδια έβλεπε ότι η φλόγα έμοιαζε ασθενική, και μόλις έδεσε την ύφανση, η φλόγα άρχισε να ξεθωριάζει. Σε λίγα δευτερόλεπτα, χάθηκε.