«Ο καλύτερος τρόπος για να φυλάξεις ένα μυστικό είναι να μην το πεις σε κανέναν», της είπε η Ηλαίην, κερδίζοντας για τον κόπο της μια άγρια ματιά από την Άμυς. Η Σοφή ήξερε καλά, σαν την Μπάιρ, να σε κοιτάζει με βλέμμα που σου έφερνε αμηχανία.
«Δεν θα το λύσουμε εδώ πέρα αυτό το ζήτημα», είπε η Νυνάβε, στυλώνοντας το βλέμμα στην Εγκουέν. Η άλλη γυναίκα φαινόταν ταραγμένη. Αν υπήρχε κατάλληλη ώρα για να επαναφέρει την ισορροπία ανάμεσά τους, ίσως να ήταν τώρα. «Αυτό που θέλω να μάθω―»
«Έχεις δίκιο», την διέκοψε η Εγκουέν. «Δεν είμαστε στο γραφείο της Σέριαμ, που θα μπορούσαμε να καθίσουμε αναπαυτικά και να πιάσουμε ψιλή κουβέντα. Τι έχεις να μας πεις; Είστε ακόμα στο θηριοτροφείο του αφέντη Λούκα;»
Η ανάσα της Νυνάβε σκάλωσε στο λαιμό της και οι ερωτήσεις άρχισαν να στριφογυρίζουν στο κεφάλι της. Είχε τόσα να πει. Και τόσα που δεν έπρεπε να πει. Όχι ότι δεν ήθελε να πει πώς την είχε κάνει παιχνιδάκι της η Μογκέντιεν —δεν ήταν αυτό· κάθε άλλο― όμως η Μπιργκίτε δεν την είχε αποδεσμεύσει από τον όρκο της μυστικότητας. Φυσικά, αυτό σήμαινε ότι δεν μπορούσε να πει τίποτα για την Μπιργκίτε. Ήταν παράξενο: από τη μια, η Νυνάβε γνώριζε ότι η Εγκουέν ήξερε ότι η Μπιργκίτε τις βοηθούσε, αν και δεν ήξερε τίποτα παραπάνω, κι από την άλλη, έπρεπε να προσποιείται ότι η Εγκουέν δεν ήξερε απολύτως τίποτα· όμως η Νυνάβε τα κατάφερε, παρ’ όλο που άρχισε να ψελλίζει όταν η Εγκουέν σήκωσε τα φρύδια της. Δόξα στο Φως, η Ηλαίην τη βοήθησε να παρουσιάσει τη Σαμάρα ως σφάλμα του Γκάλαντ και του Μασέμα. Κάτι που ήταν αλήθεια, βεβαίως. Αν απλώς της είχαν στείλει μήνυμα για το πλοίο, δεν θα είχαν υπάρξει αυτές οι συνέπειες.
Όταν τελείωσε —λέγοντας για το Σαλιντάρ― η Άμυς είπε χαμηλόφωνα, «Είσαι σίγουρη ότι θα υποστηρίξουν τον Καρ’α’κάρν;»
«Σίγουρα ξέρουν τις Προφητείες του Δράκοντα όσο καλά τις ξέρει και η Ελάιντα», είπε η Ηλαίην. «Ο καλύτερος τρόπος για να της αντιταχθούν είναι να προσκολληθούν στον Ραντ και να ξεκαθαρίσουν σ’ όλο τον κόσμο ότι σκοπεύουν να τον υποστηρίξουν ως την Τάρμον Γκάι’ντον». Δεν υπήρχε στη φωνή της το παραμικρό τρέμουλο που να προδίδει ότι δεν μιλούσε για κάποιον που της ήταν ολότελα ξένος. «Αλλιώς, είναι απλές αντάρτισσες, δίχως νομιμότητα. Τον χρειάζονται τουλάχιστον όσο τις χρειάζεται κι αυτός».
Η Άμυς ένευσε, αλλά όχι σαν να ήταν έτοιμη να συμφωνήσει ακόμα.
«Μου φαίνεται ότι θυμάμαι τον Μασέμα», είπε η Εγκουέν. «Βαθουλωμένα μάτια και γλώσσα φαρμάκι;» Η Νυνάβε ένευσε. «Δεν μπορώ να τον φανταστώ ως προφήτη, αλλά τον βλέπω να ξεκινά ταραχές ή πόλεμο. Είμαι σίγουρη ότι ο Γκάλαντ έκανε αυτό που νόμιζε ότι ήταν το πιο σωστό». Τα μάγουλα της Εγκουέν ρόδισαν λιγάκι· ακόμα και η μνήμη του προσώπου του Γκάλαντ μπορούσε να της το προκαλέσει. «Ο Ραντ θα θέλει να μάθει για τον Μασέμα. Και για το Σαλιντάρ. Αν τον καταφέρω να κάτσει να τ’ ακούσει».
«Θέλω να μάθω πώς γίνεται να είστε και οι δύο εδώ», είπε η Άμυς. Ακουσε την εξήγηση τους και στριφογύρισε την πλάκα στο χέρι της, όταν η Νυνάβε την ψάρεψε από το πουγκί της. Η επιδερμίδα της Νυνάβε ανατρίχιασε, μόλις η άλλη άγγιξε το τερ’ανγκριάλ ενώ το χρησιμοποιούσε η ίδια. «Πιστεύω ότι υπάρχεις λιγότερο εδώ απ’ όσο η Ηλαίην», είπε τελικά η Σοφή. «Όταν μια Ονειροβάτισσα μπαίνει στον Κόσμο των Ονείρων στον ύπνο της, μόνο ένα μικρό μέρος του εαυτού της μένει με το σώμα της, μόνο όσο χρειάζεται για να διατηρηθεί το σώμα στη ζωή. Αν ο ύπνος είναι επιφανειακός, και μπορεί να είναι κι εδώ κι επίσης να μιλά σε όσους είναι κοντά της στον ξυπνητό κόσμο, τότε εσένα θα σου φαίνεται όπως φαίνεσαι εσύ σε κάποια που είναι πλήρως εδώ. Ίσως να είναι το ίδιο. Δεν ξέρω αν μου αρέσει αυτό, να μπορεί να μπαίνει στον Τελ’αράν’ριοντ όποια γυναίκα μπορεί να διαβιβάσει, ακόμα και σε τέτοια κατάσταση». Επέστρεψε το τερ’ανγκριάλ στη Νυνάβε.
Η Νυνάβε άφησε ένα στεναγμό ανακούφισης κι έκρυψε πάλι το τερ’ανγκριάλ. Ακόμα ένιωθε ναυτία στο στομάχι.
«Αν μας τα είπατε όλα...» Η Άμυς κοντοστάθηκε, καθώς η Νυνάβε και η Ηλαίην έλεγαν βιαστικά ότι τα είχαν πει. Τα γαλάζια μάτια της είχαν ένα τρομερά διαπεραστικό βλέμμα. «Τότε πρέπει να φύγουμε. Παραδέχομαι ότι έχουμε περισσότερο όφελος απ’ αυτές τις συναντήσεις απ’ όσο υπολόγιζα αρχικά, όμως έχω πολλά ακόμα να κάνω απόψε». Έριξε μια ματιά στην Εγκουέν, κι εξαφανίστηκαν σαν μία.