Выбрать главу

Η Νυνάβε και η Ηλαίην δεν δίστασαν. Ολόγυρά τους, οι μεγάλες κολόνες από κοκκινόλιθο μέσα σε μια στιγμή άλλαξαν κι έγιναν ένα δωματιάκι με σκούρα επένδυση στους τοίχους, με λιγοστά έπιπλα, απλά και γερά. Ο θυμός της Νυνάβε εξασθένιζε, και μαζί της το αγκάλιασμα του σαϊντάρ, όμως το γραφείο της Κυράς των Μαθητευομένων δυνάμωσε και τα δύο. Πεισματάρα και προκλητική, αν ήταν δυνατόν! Ευχήθηκε η Σέριαμ να βρισκόταν στο Σαλιντάρ· θα χαιρόταν να την αντιμετωπίσει ως ίση προς ίση. Πάντως, μπορούσε να ελπίζει να ήταν η Σέριαμ κάπου αλλού. Η Ηλαίην κοίταζε στον καθρέφτη με τη φθαρμένη επιχρυσωμένη κορνίζα, στρώνοντας ανέμελα τα μαλλιά με τα χέρια. Μόνο που εδώ δεν χρειαζόταν να χρησιμοποιεί τα χέρια της. Ούτε κι αυτής δεν της άρεσε να βρίσκεται σ’ αυτό το δωμάτιο. Γιατί άραγε η Εγκουέν είχε προτείνει να συναντηθούν εδώ; Το γραφείο της Ελάιντα μπορεί να μην ήταν το πιο βολικό μέρος, όμως ήταν καλύτερο απ’ αυτό.

Έπειτα από μια στιγμή, η Εγκουέν βρέθηκε εκεί, στην άλλη μεριά του πλατιού τραπεζιού, με τα μάτια παγωμένα και τα χέρια στους γοφούς, λες και ήταν δικό της το δωμάτιο.

Προτού προλάβει η Νυνάβε να ανοίξει το στόμα της, η Εγκουέν είπε, «Χάσατε τελείως τα λογικά σας, ε, φλύαρες καρακάξες; Αν σας ζητήσω να κρατήσετε κάτι κρυφό, θα τρέξετε να το πείτε στον πρώτο που θα δείτε; Δεν σας πέρασε από το μυαλό ότι δεν χρειάζεται να λέτε στους πάντες τα πάντα; Νόμιζα ότι ξέρετε πώς να φυλάτε μυστικά». Η Νυνάβε ένιωσε τα μάγουλά της να καίνε· αποκλείεται πάντως να ήταν πιο κόκκινα από τα μάγουλα της Ηλαίην. Η Εγκουέν ακόμα δεν είχε τελειώσει. «Όσο για τον τρόπο που το έκανα, δεν μπορώ να σας διδάξω. Πρέπει να είσαι Ονειροβάτισσα. Δεν ξέρω αν μπορείς να αγγίξεις τα όνειρα κάποιου με το δαχτυλίδι. Και αμφιβάλλω αν γίνεται με το άλλο πραγματάκι. Να έχετε το νου σας σ’ αυτό που κάνετε. Το Σαλιντάρ μπορεί να μην μοιάζει καθόλου μ’ αυτό που περιμένετε. Τώρα, έχω κι εγώ δουλειές να κάνω απόψε». Χάθηκε τόσο ξαφνικά, ώστε η τελευταία λέξη ήταν σαν να ερχόταν από τον άδειο αέρα.

Η ντροπή πολέμησε με το θυμό της Νυνάβε. Λίγο ακόμα, και θα το είχε ξεφουρνίσει, παρ’ όλο που η Εγκουέν της είχε ζητήσει να μην το πει. Κι όσο για την Μπιργκίτε· πώς μπορούσες να κρατήσεις ένα μυστικό όταν η άλλη το ήξερε; Η ντροπή νίκησε και το σαϊντάρ γλίστρησε σαν άμμος στα δάχτυλά της.

Η Νυνάβε ξύπνησε μ’ ένα τίναγμα, με το βαθυκίτρινο τερ’ανγκριάλ γερά σφιγμένο στο χέρι της. Η λάμπα στο στήριγμα της ήταν χαμηλωμένη ν’ αφήνει ένα αμυδρό φως. Η Ηλαίην ξάπλωνε κολλημένη πάνω της, ακόμα κοιμισμένη· το δαχτυλίδι με το κορδόνι του είχε μπει στο λακκάκι του λαιμού της.

Η Νυνάβε, μουρμουρίζοντας, πέρασε πάνω από την άλλη, για να βάλει στην άκρη την πλάκα, και μετά έβαλε λίγο νερό στο νιπτήρα, για να πλύνει το πρόσωπο και το λαιμό της. Το νερό ήταν χλιαρό, όμως τη δρόσισε. Στο μισοσκόταδο, της φάνηκε ότι ο καθρέφτης έλεγε πως τα μάγουλά της ήταν ακόμα κόκκινα. Ωραία είχε επαναφέρει την ισορροπία. Μακάρι να είχαν συναντηθεί κάπου αλλού. Μακάρι να μην είχε αρχίσει να φλυαρεί σαν άμυαλο κοριτσόπουλο. Θα ήταν καλύτερα, αν είχε χρησιμοποιήσει το δαχτυλίδι αντί να εμφανιστεί μπροστά στην άλλη σαν στοιχειό. Το σφάλμα ήταν του Θομ και του Τζούιλιν. Και του Ούνο. Αν δεν την είχαν θυμώσει... Όχι, ήταν του Νέρες. Την... Η Νυνάβε έπιασε την κανάτα και με τα δύο χέρια και ξέπλυνε το στόμα της. Προσπαθούσε απλώς να διώξει τη γεύση του ύπνου. Δεν είχε καμία σχέση με βρασμένο γατόχορτο και κοπανισμένη πικρόριζα, Καμία απολύτως.

Όταν γύρισε από το νιπτήρα, η Ηλαίην ανακάθιζε, λύνοντας το δερμάτινο κορδόνι με το δαχτυλίδι. «Σε είδα να χάνεις το σαϊντάρ, γι’ αυτό πήγα στο γραφείο της Ελάιντα, αλλά σκέφτηκα να μην μείνω πολύ, μήπως κι ανησυχούσες. Δεν έμαθα τίποτα, εκτός του ότι η Σέμεριν θα φυλακιστεί και να υποβιβαστεί σε Αποδεχθείσα». Σηκώθηκε και έχωσε το δαχτυλίδι στο κουτί.

«Μπορούν να κάνουν τέτοιο πράγμα; Να υποβιβάσουν μια Άες Σεντάι;»

«Δεν ξέρω. Νομίζω ότι η Ελάιντα κάνει ό,τι θέλει. Η Εγκουέν κακώς φοράει τούτα τα Αελίτικα ρούχα. Δεν της πάνε».

Η Νυνάβε άφησε την ανάσα της να βγει. Προφανώς η Ηλαίην ήθελε να αγνοήσει αυτό που είχε πει η Εγκουέν. Η Νυνάβε ήταν πρόθυμη να της το επιτρέψει. «Όχι, καθόλου». Μπήκε στο κρεβάτι, έγειρε στον τοίχο· οι δυο τους κοιμούνταν εναλλάξ στην έξω και στη μέσα μεριά του κρεβατιού.

«Δεν πρόφτασα ούτε να στείλω μήνυμα στον Ραντ». Η Ηλαίην ξάπλωσε κι αυτή και η λάμπα έσβησε. Τα μικρά παράθυρα άφηναν μικρά ποταμάκια από σεληνόφως. «Και στην Αβιέντα. Αν τον προσέχει για χάρη μου, τότε πρέπει να τον προσέχει».

«Δεν είναι άλογο ο Ραντ, Ηλαίην. Δεν είναι ιδιοκτησία σου».

«Ποτέ δεν είπα τέτοιο πράγμα. Πώς θα ένιωθες, αν ο Λαν έβρισκε καμιά Καιρχινή;»