«Μην είσαι χαζή. Κοιμήσου τώρα». Η Νυνάβε χώθηκε βιαστικά στο μικρό της μαξιλάρι. Ίσως έπρεπε να στείλει κάποιο μήνυμα στον Λαν. Υπήρχαν τόσες αριστοκράτισσες εκεί, και Δακρυνές και Καιρχινές. Μπορεί να τον τάιζαν μέλι αντί να του πουν την αλήθεια. Ο Λαν δεν έπρεπε να ξεχάσει σε ποιαν ανήκε.
Πιο κάτω από το Μποάντα, τα δάση πλησίαζαν και από τις δύο όχθες του ποταμού, ένα αδιαπέραστο φράγμα από δένδρα και κληματσίδες. Τα χωριά και οι φάρμες εξαφανίστηκαν. Ο Έλνταρ ήταν σαν να περνούσε μέσα από μια ερημιά χίλια μίλια μακριά από ανθρώπινη παρουσία. Πέντε μέρες έξω από τη Σαμάρα, το δειλινό βρήκε το Ριβερσέρπεντ αγκυροβολημένο στη μέση μιας καμπής του ποταμού, ενώ η μία και μοναδική βάρκα του πλοίου μετέφερε τους εναπομείναντες επιβάτες σε μια ακροποταμιά γεμάτη σκασμένη ξερή λάσπη, που παραπέρα είχε χαμηλούς, δασώδεις λόφους. Ακόμα και οι ψηλές ιτιές και οι βαθύρριζες βελανιδιές είχαν μερικά ξεραμένα φύλλα.
«Κακώς του έδωσες το περιδέραιο», είπε η Νυνάβε εκεί στην ακτή, όπως παρακολουθούσε τη βάρκα να πλησιάζει, γεμάτη με τέσσερις κωπηλάτες, τον Τζούιλιν, και τους πέντε τελευταίους Σιναρανούς. Ευχήθηκε να μην είχε φανεί εύπιστη· ο Νέρες της είχε δείξει το χάρτη αυτού του μέρους του ποταμού και είχε δείξει εκεί που ήταν σημειωμένο το Σαλιντάρ, δύο μίλια προς τα ενδότερα. Το τείχος του δάσους δεν άφηνε κανένα άνοιγμα. «Όσα τον πλήρωσα ήταν αρκετά».
«Δεν κάλυπταν το φορτίο του», απάντησε η Ηλαίην. «Μπορεί να είναι λαθρέμπορος, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι εμείς έχουμε δικαίωμα να του πάρουμε το φορτίο». Η Νυνάβε αναρωτήθηκε μήπως η Ηλαίην το είχε συζητήσει με τον Τζούιλιν. Μάλλον όχι. Θα ’ταν πάλι ζήτημα νόμου. «Εκτός αυτού, τα κίτρινα οπάλια παραείναι φανταχτερά, ειδικά σε τέτοιο περιβάλλον. Εν πάση περιπτώσει, άξιζε και μόνο για την έκφραση του». Η Ηλαίην ξαφνικά χαχάνισε. «Αυτή τη φορά με κοίταξε». Η Νυνάβε προσπάθησε να κρατηθεί, αλλά δεν άντεξε και χαχάνισε κι αυτή.
Ο Θομ ήταν κοντά στα δένδρα και προσπαθούσε να διασκεδάσει τα δύο αγόρια της Μάριγκαν κάνοντας ταχυδακτυλουργικά με χρωματιστά μπαλάκια που έβγαζε από τα μανίκια του. Ο Τζάριλ και ο Σιβ τον κοίταζαν σιωπηλά, χωρίς να τραβούν το βλέμμα, πιασμένοι ο ένας από τον άλλο. Η Νυνάβε δεν είχε ξαφνιαστεί όταν η Μάριγκαν και η Νίκολα είχαν ζητήσει να τη συνοδεύσουν. Η Νίκολα μπορεί τώρα να κοίταζε τον Θομ και να γελούσε με αγαλλίαση, αλλά δεν θα ξεκολλούσε στιγμή από το πλάι της Νυνάβε, αν εκείνη της το επέτρεπε. Την είχε εκπλήξει όμως το ότι ήθελε να έρθει η Αράινα. Καθόταν μόνη της σ’ έναν πεσμένο κορμό, κοιτώντας την Μπιργκίτε, που έβαζε τη χορδή στο τόξο της. Και οι τρεις γυναίκες μάλλον θα δοκίμαζαν ένα σοκ όταν ανακάλυπταν τι υπήρχε στο Σαλιντάρ. Τουλάχιστον, η Νίκολα θα έβρισκε καταφύγιο, και η Μάριγκαν ίσως είχε την ευκαιρία να μοιράζει βότανα, αν δεν υπήρχαν πολλές Κίτρινες εκεί.
«Νυνάβε, μήπως σκέφτηκες... πώς θα μας δεχθούν;»
Η Νυνάβε κοίταξε την Ηλαίην κατάπληκτη. Είχαν διασχίσει το μισό κόσμο, πάνω-κάτω, και είχαν νικήσει δυο φορές το Μαύρο Άτζα. Εντάξει, στο Δάκρυ είχαν βοήθεια, όμως το Τάντσικο ήταν δική τους δουλειά. Είχαν φέρει νέα για την Ελάιντα και τον Πύργο, που θα έβαζε στοίχημα ότι δεν τα είχε μάθει καμία στο Σαλιντάρ. Και, το πιο σημαντικό, μπορούσαν να βοηθήσουν αυτές τις αδελφές να έρθουν σε επαφή με τον Ραντ. «Ηλαίην, δεν λέω ότι θα μας χαιρετήσουν ως ηρωίδες, αλλά δεν θα ξαφνιαζόμουν, αν μας φιλούσαν προτού τελειώσει η μέρα». Και μόνο τα νέα για τον Ραντ θα άξιζαν κάτι τέτοιο.
Δύο ξυπόλητοι ναύτες πήδηξαν έξω για να κρατήσουν τη βάρκα κόντρα στο ρεύμα, και ο Τζούιλιν και οι Σιναρανοί βγήκαν πλατσουρίζοντας στην όχθη, ενώ οι ναύτες ξανανέβαιναν στη βάρκα. Στο Ριβερσέρπεντ, το πλήρωμα μάζευε κιόλας την άγκυρα.
«Άνοιξε δρόμο, Ούνο», είπε η Νυνάβε. «Θέλω να φτάσουμε προτού σκοτεινιάσει». Κρίνοντας από την όψη του δάσους, που ήταν όλο κληματσίδες και σκονισμένα χαμόδεντρα και θάμνους, μπορεί να χρειάζονταν τόση ώρα για να κάνουν τα δύο μίλια. Αν δεν την είχε πιάσει κορόιδο ο Νέρες. Αυτό την ανησυχούσε περισσότερο από κάθε τι άλλο.
50
Να Διδάσκεις και να Μαθαίνεις
Τέσσερις ώρες αργότερα, ο ιδρώτας που κυλούσε στο πρόσωπο της Νυνάβε δεν είχε για κύρια αιτία την ασυνήθιστη για την εποχή ζέστη, και μέσα της αναρωτιόταν μήπως θα ήταν καλύτερο αν τους είχε παραπλανήσει ο Νέρες. Ή αν είχε αρνηθεί να τους μεταφέρει μετά το Μποάντα. Το απογευματινό φως έγερνε χαμηλά μέσα από παράθυρα που τα περισσότερα πλαίσιά τους ήταν σπασμένα. Έσφιγγε τα φουστάνια της με ενόχληση ανάμικτη με ανησυχία και προσπαθούσε να μην κοιτάζει τις έξι Άες Σεντάι που ήταν μαζεμένες γύρω από ένα γερό τραπέζι κοντά στον τοίχο. Τα στόματά τους ανοιγόκλειναν σιωπηλά, καθώς συσκέπτονταν πίσω από ένα τοίχο από σαϊντάρ. Η Ηλαίην είχε το πηγούνι της υψωμένο, τα χέρια σταυρωμένα γαλήνια στη μέση της, όμως ένα σφίξιμο στα μάτια και στις άκρες του στόματός της χαλούσε αυτή τη βασιλική πόζα. Η Νυνάβε δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να μάθει τι έλεγαν οι Άες Σεντάι· τα πλήγματα που είχε δεχθεί το ένα μετά το άλλο, είχαν κάνει σκόνη τις προσδοκίες της. Ένα σοκ ακόμα και θα έβαζε τις τσιρίδες, και δεν ήξερε αν θα το έκανε από οργή ή από καθαρή υστερία.