Выбрать главу

Σχεδόν όλα τα πράγματά τους εκτός από τα ρούχα τους ήταν απλωμένα στο τραπέζι, από το ασημένιο τόξο της Μπιργκίτε μπροστά στη γεροδεμένη Μόρβριν ως τα τρια τερ’ανγκριάλ μπροστά στη Σέριαμ και τα τρία επίχρυσα κουτιά μπροστά στη μαυρομάτα Μυρέλ. Καμία από κείνες τις γυναίκες δεν φαινόταν ευχαριστημένη. Το πρόσωπο της Καρλίνυα έμοιαζε να είναι σκαλισμένο από χιόνι, η Ανάγια, που συνήθως είχε μητρικό ύφος, τώρα είχε πάρει μια αυστηρή έκφραση, και η Μπεόνιν, που πάντα είχε τα μάτια διάπλατα σαν από έκπληξη, τώρα έδειχνε ενόχληση. Ενόχληση και κάτι παραπάνω. Μερικές φορές η Μπεόνιν έκανε να αγγίξει το άσπρο πανί που ήταν απλωμένο προσεκτικά πάνω από τη σφραγίδα από κουεντιγιάρ, αλλά το χέρι της σταματούσε και απομακρυνόταν.

Τα μάτια της Νυνάβε πετάχτηκαν μακριά από το πανί. Ήξερε ακριβώς πού είχε στραβώσει η κατάσταση. Οι Πρόμαχοι που τους είχαν περικυκλώσει στα δάση ήταν κόσμιοι, αν και παγεροί· τουλάχιστον από τη στιγμή που είχε βάλει τον Ούνο και τους Σιναρανούς να θηκαρώσουν τα σπαθιά τους. Και το θερμό καλωσόρισμα της Μιν ήταν όλο γέλιο και αγκαλιές. Όμως οι Άες Σεντάι και οι άλλοι στους δρόμους, που πηγαινοέρχονταν στις δουλειές τους, είχαν συνεχίσει να τρέχουν χωρίς να ρίξουν πάνω από μια ματιά στην ομάδα που ερχόταν συνοδευόμενη. Το Σαλιντάρ έβριθε από κόσμο κι ένοπλοι έκαναν ασκήσεις σχεδόν σε κάθε ανοιχτό χώρο. Το πρώτο πρόσωπο εκτός των Πρόμαχων και της Μιν που τους έδωσε κάποια σημασία ήταν η λεπτή Καφέ αδελφή στην οποία τους είχαν πάει, στο δωμάτιο που κάποτε ήταν η κοινή αίθουσα αυτού του πανδοχείου. Η Νυνάβε και η Ηλαίην είχαν πει στη Φεντρίνε Σεντάι την ιστορία που είχαν συμφωνήσει από πριν, ή τουλάχιστον αυτό προσπάθησαν. Πέντε λεπτά μετά απ’ όταν άρχισαν, τις άφησε να στέκονται εκεί με αυστηρές διαταγές να μη σαλέψουν ρούπι και να μη βγάλουν άχνα, ακόμα και η μία στην άλλη. Πέρασαν ακόμα δέκα λεπτά, ενώ αυτές κοιτάζονταν μεταξύ τους μπερδεμένες, και γύρω τους Αποδεχθείσες και λευκοντυμένες μαθητευόμενες, Πρόμαχοι και υπηρέτες και στρατιώτες πηγαινοέρχονταν στα τραπέζια, όπου Άες Σεντάι διάβαζαν με προσοχή έγγραφα κι έδιναν διαταγές· και μετά, τις έσυραν μπροστά στη Σέριαμ και στις άλλες, τόσο γρήγορα, που της Νυνάβε της φάνηκε ότι τα παπούτσια της δεν είχαν ακουμπήσει το πάτωμα πάνω από δύο φορές. Τότε άρχισε η ανάκριση, που περισσότερο ταίριαζε σε φυλακισμένους παρά σε ηρωίδες που επέστρεφαν. Η Νυνάβε σκούπισε τον ιδρώτα του προσώπου της, όμως μόλις έβαλε το μαντήλι στο μανίκι της, τα χέρια της ξανάπιασαν τα φουστάνια της.

Η Νυνάβε και η Ηλαίην δεν ήταν οι μόνες που στέκονταν στο πολύχρωμο μεταξωτό χαλί. Η Σιουάν, που φορούσε ένα απλό φόρεμα από φίνο γαλάζιο μαλλί έμοιαζε να είναι εκεί από επιλογή της, αν και η Νυνάβε ήξερε ότι δεν ήταν έτσι, και το πρόσωπό της έδειχνε ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση. Έμοιαζε να είναι βυθισμένη στις γαλήνιες σκέψεις της. Η Ληάνε τουλάχιστον κοίταζε τις Άες Σεντάι, όμως έδειχνε κι αυτή αυτοπεποίθηση. Για κάποιο λόγο μάλιστα έδειχνε περισσότερη αυτοπεποίθηση απ’ όσο θυμόταν η Νυνάβε. Η γυναίκα με τη μπρουντζόχρωμη επιδερμίδα φαινόταν πιο αιθέρια, πιο λυγερή, κατά κάποιον τρόπο. Ίσως να ήταν το σκανδαλιστικό φόρεμα. Εκείνο το ανοιχτοπράσινο μεταξωτό φόρεμα είχε ψηλό γιακά σαν της Σιουάν, όμως αγκάλιαζε κάθε καμπύλη του κορμιού της και μόνο παρά τρίχα δεν ήταν διάφανο. Αυτό όμως που είχε αποσβολώσει την Νυνάβε ήταν χα πρόσωπά τους. Δεν περίμενε να τις βρει ζωντανές, και σίγουρα όχι τόσο νέες ― το πολύ μερικά χρόνια μεγαλύτερες από την ίδια. Ούτε που κοιτάζονταν η μια με την άλλη. Μάλιστα, η Νυνάβε ένιωσε μια σαφή παγωνιά ανάμεσά τους.

Υπήρχε κι άλλη μια διαφορά πάνω τους, την οποία η Νυνάβε μόλις είχε αρχίσει να αναγνωρίζει. Αν και όλες ήταν διακριτικές, συμπεριλαμβανομένης της Μιν, καμία δεν έκρυβε το γεγονός ότι είχαν σιγανευθεί. Η Νυνάβε ένιωθε αυτή την έλλειψη. Ίσως να έφταιγε το ότι βρισκόταν σε ένα δωμάτιο όπου όλες οι γυναίκες μπορούσαν να διαβιβάσουν, ίσως το ότι ήξερε ότι είχαν σιγανευθεί, αλλά για πρώτη φορά είχε πραγματική επίγνωση αυτού του γεγονότος για την Ηλαίην και τις άλλες. Και της απουσίας του στη Σιουάν και στη Ληάνε. Τους είχαν πάρει κάτι, τους το είχαν αφαιρέσει. Ήταν σαν πληγή. Ίσως η χειρότερη πληγή που μπορούσε να έχει μια γυναίκα.