Выбрать главу

Την κατέλαβε περιέργεια. Τι είδους πληγή θα ήταν; Τι είχε κοπεί; Θα μπορούσε να αξιοποιήσει αυτό το διάστημα της αναμονής και την ενόχληση που την κέντριζε μέσα στη νευρικότητά της. Άπλωσε στο σαϊντάρ...

«Σου έδωσε κανείς άδεια να διαβιβάσεις εδώ, Αποδεχθείσα;» ρώτησε η Σέριαμ, και η Νυνάβε τινάχτηκε, αφήνοντας βιαστικά την Αληθινή Πηγή.

Η πρασινομάτα Άες Σεντάι οδήγησε τις άλλες στις αταίριαστες καρέκλες τους, παραταγμένες στο χαλί σε ημικύκλιο που είχε στην εστία του τις τέσσερις γυναίκες που στέκονταν όρθιες. Μερικές μετέφεραν πράγματα από το τραπέζι. Κάθισαν ατενίζοντας τη Νυνάβε, με τα προηγούμενα συναισθήματά τους να έχουν πνιγεί μέσα στη γαλήνη των Άες Σεντάι. Τα αγέραστα εκείνα πρόσωπα δεν καταλάβαιναν τη ζέστη, ούτε καν με μια στάλα ιδρώτα. Στο τέλος η Ανάγια είπε, μαλώνοντάς την καλοσυνάτα, «Έχεις μείνει πολύ καιρό μακριά μας, παιδί μου. Ό,τι κι αν έμαθες στο μεσοδιάστημα, προφανώς έχεις ξεχάσει πολλά».

Η Νυνάβε κοκκίνισε και έκλινε το γόνυ. «Με συγχωρείτε, Άες Σεντάι, δεν ήθελα να παρεκτραπώ». Έλπισε να θεωρούσαν ότι το κοκκίνισμα στα μάγουλά της οφειλόταν στη ντροπή. Πραγματικά, είχε λείψει πολύ καιρό. Μόλις πριν από μια μέρα, αυτή έδινε τις διαταγές και οι άλλοι έτρεχαν να κάνουν το θέλημά της. Τώρα, περίμεναν να τρέχει η ίδια. Αυτό την πείραζε.

«Μας είπατε μια ενδιαφέρουσα... ιστορία». Η Καρλίνυα προφανώς δεν την πολυπίστευε. Η Λευκή αδελφή στριφογύριζε συνεχώς το ασημένιο τόξο της Μπιργκίτε στα μακριά, λεπτά χέρια της. «Και αποκτήσατε μερικά ενδιαφέροντα αντικείμενα».

«Η Πανάρχουσα Αμάθιρα μας έκανε πολλά δώρα, Άες Σεντάι», είπε η Ηλαίην. «Πίστευε ότι της σώσαμε το θρόνο». Παρ’ όλο που είχε μιλήσει με εξαιρετικά ήρεμη φωνή, αυτό που είπε ήταν σαν να πατούσε σε επικίνδυνο έδαφος. Η Νυνάβε δεν ήταν η μόνη που την ενοχλούσε η απώλεια της ελευθερίας τους. Το λείο πρόσωπο της Καρλίνυα έδειξε ένταση.

«Ήρθατε με ανησυχητικά νέα», είπε η Σέριαμ. «Και μερικά ανησυχητικά... πράγματα». Τα κάπως γερτά μάτια της πλανήθηκαν στο τραπέζι, στο ασημί α’ντάμ, και ξαναγύρισαν σταθερά στην Ηλαίην και τη Νυνάβε. Από τη στιγμή που είχαν μάθει τι ήταν, τι σκοπό εξυπηρετούσε, οι περισσότερες Άες Σεντάι το αντιμετώπιζαν σαν ζωντανή κόκκινη οχιά. Οι περισσότερες.

«Αν κάνει ό,τι ισχυρίζονται αυτά τα παιδιά», είπε αφηρημένα η Μόρβριν, «πρέπει να το μελετήσουμε. Και, αν η Ηλαίην πιστεύει στ’

αλήθεια ότι μπορεί να φτιάξει τερ’ανγκριάλ...» Η Καφέ αδελφή κούνησε το κεφάλι. Την προσοχή της είχε αιχμαλωτίσει το συστρεμμένο πέτρινο δαχτυλίδι, με τα ψήγματα και τις φλέβες από κόκκινο και γαλάζιο και καφέ, που κρατούσε στο χέρι της. Τα άλλα δυο τερ’ανγκριάλ ήταν στα γόνατά της. «Είπατε ότι αυτό το έδωσε η Βέριν Σεντάι; Πώς και δεν μας έχει αναφερθεί;» Η ερώτηση δεν απευθυνόταν στη Νυνάβε ή την Ηλαίην, αλλά στη Σιουάν.

Η Σιουάν έσμιξε τα φρύδια, αλλά δεν ήταν το όλο αγριάδα συνοφρύωμα που θυμόταν η Νυνάβε. Είχε έναν τόνο σεβασμού, σαν να ήξερε ότι μιλούσε στους ανώτερούς της, και το ίδιο συνέβαινε και με τη φωνή της. Ήταν άλλη μια αλλαγή την οποία η Νυνάβε δυσκολευόταν να πιστέψει. «Η Βέριν δεν μου είπε τίποτα γι’ αυτό. Θα ήθελα να της κάνω μερικές ερωτήσεις».

«Κι εγώ έχω ερωτήσεις γι’ αυτό». Το μελαψό πρόσωπο της Μυρέλ σκοτείνιασε καθώς ξεδίπλωνε ένα γνώριμο χαρτί —τι ήθελαν και το είχαν κρατήσει;― και το διάβαζε μεγαλόφωνα. «“Η κομίζουσα ενεργεί κατ’ εντολήν μου και υπό τη δική μου εξουσία. Υπάκουσε και σιώπησε, κατά τη διαταγή μου. Σιουάν Σάντσε, Φύλακας των Σφραγίδων, Φλόγα της Ταρ Βάλον, Έδρα της Άμερλιν”». Τσαλάκωσε το χαρτί και τη σφραγίδα του στη γροθιά της. «Δεν είναι κάτι που δίνεται έτσι εύκολα σε μια Αποδεχθείσα».

«Τον καιρό εκείνο, δεν ήξερα ποια μπορούσα να εμπιστευτώ», είπε ήρεμα η Σιουάν. Οι έξι Άες Σεντάι την κοίταζαν. «Τότε είχα την εξουσία γι’ αυτό». Η φωνή της πήρε μια χροιά απελπισμένη, ικετευτική. «Δεν μπορείτε να μου ζητήσετε να λογοδοτήσω για κάτι που έπρεπε να κάνω και είχα κάθε δικαίωμα να το κάνω. Όταν βουλιάζει η βάρκα, βουλώνεις την τρύπα μ’ ό,τι βρεις».

«Και γιατί δεν μας το είπες;» ρώτησε η Σέριαμ, με φωνή σιγανή που έκρυβε ατσάλι. Ως Κυρά των Μαθητευομένων ποτέ δεν ύψωνε τη φωνή της, αν και καμιά φορά ευχόσουν να το έκανε. «Τρεις Αποδεχθείσες —Αποδεχθείσες!― που στάλθηκαν από τον Πύργο για να κυνηγήσουν δεκατρείς πλήρεις αδελφές του Μαύρου Άτζα. Θα ’βαζες μωρά για να βουλώσεις την τρύπα στη βάρκα σου, Σιουάν;»

«Δεν είμαστε καθόλου μωρά», ξεσηκώθηκε η Νυνάβε. «Αρκετές απ’ αυτές τις δεκατρείς είναι νεκρές και δυο φορές ανατρέψαμε τα σχέδιά τους. Στο Δάκρυ, το―»

Η Καρλίνυα της έκοψε τα λόγια σαν να κρατούσε παγωμένο μαχαίρι. «Μας τα είπες για το Δάκρυ, παιδί μου. Και για το Τάντσικο. Και που νίκησες τη Μογκέντιεν». Το στόμα της στράβωσε ειρωνικά. Είχε ήδη πει ότι η Νυνάβε ήταν ανόητη που είχε πλησιάσει την Αποδιωγμένη, ότι ήταν τυχερή που είχε μείνει ζωντανή. Η Καρλίνυα δεν ήξερε πόσο δίκιο είχε —δεν τα είχαν πει όλα, φυσικά― και αυτό έκανε το στομάχι της Νυνάβε να σφιχτεί. «Είστε παιδιά, και θα είστε τυχερές, αν αποφασίσουμε να μην σας δείρουμε. Μείνε σιωπηλή μέχρι να σου ζητήσουμε να μιλήσεις». Η Νυνάβε κοκκίνισε, ελπίζοντας ότι θα το έπαιρναν για ντροπή, και σιώπησε.