Η Σέριαμ δεν είχε τραβήξει το βλέμμα από τη Σιουάν. «Λοιπόν; Γιατί δεν ανέφερες ποτέ ότι έστειλες τρία παιδιά να κυνηγήσουν λιοντάρια;»
Η Σιουάν πήρε μια βαθιά ανάσα, αλλά σταύρωσε τα χέρια κι έσκυψε το κεφάλι μεταμελημένη. «Φαινόταν άσκοπο, Άες Σεντάι, με τόσα άλλα σημαντικά που συνέβαιναν. Δεν απέκρυψα τίποτα, όταν υπήρχε έστω και ο παραμικρός λόγος για να το πω. Κάθε τι που ήξερα για το Μαύρο Άτζα, το είπα. Εδώ και πολύ καιρό δεν ήξερα πού είναι και τι κάνουν αυτές οι δύο. Το σημαντικό είναι ότι τώρα βρίσκονται εδώ, μαζί μ’ αυτά τα τρία τερ’ανγκριάλ. Σίγουρα καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι ότι μπορούμε να μπαίνουμε στο γραφείο της Ελάιντα, να βλέπουμε τα έγγραφά της, έστω και αποσπασματικά. Αν δεν ήταν αυτό, δεν θα ξέρατε ότι ξέρει πού είστε παρά μόνο όταν θα ήταν πολύ αργά».
«Το καταλαβαίνουμε», είπε η Ανάγια, κοιτάζοντας την Μόρβριν, η οποία ακόμα χάζευε με σμιγμένα τα φρύδια το δαχτυλίδι. «Απλώς μας εξέπληξε το μέσον».
«Ο Τελ’αράν’ριοντ», είπε με απαλή φωνή η Μυρέλ. «Στον Πύργο είχε γίνει απλώς αντικείμενο ακαδημαϊκών συζητήσεων, σχεδόν θρύλος. Και οι Αελίτισσες Ονειροβάτισσες. Ποιος θα φανταζόταν ότι οι Αελίτισσες Σοφές μπορούν να διαβιβάζουν, πόσο μάλλον αυτό;»
Η Νυνάβε ευχήθηκε να μπορούσαν να το κρατήσουν αυτό το μυστικό —όπως την αληθινή ταυτότητα της Μπιργκίτε και μερικά ακόμα που είχαν κατορθώσει να κρύψουν― αλλά ήταν δύσκολο να μην σου ξεφύγουν πράγματα, όταν σε ανέκριναν γυναίκες που μπορούσαν να ανοίξουν τρύπες στην πέτρα με το βλέμμα, όταν ήθελαν. Ας χαίρονταν τουλάχιστον για ό,τι είχαν κατορθώσει να κρύψουν. Από τη στιγμή που είχαν αναφέρει ότι υπήρχε ο Τελ’αράν’ριοντ και ότι μπορούσαν να μπουν εκεί, πιθανότερο ήταν ότι τα ποντίκια θα κυνηγούσαν γάτες παρά ότι αυτές οι γυναίκες θα σταματούσαν τις ερωτήσεις.
Η Ληάνε έκανε μισό βήμα μπροστά, χωρίς να κοιτάζει τη Σιουάν. «Το σημαντικό είναι ότι μ’ αυτά τα τερ’ανγκριάλ μπορείτε να μιλήσετε στην Εγκουέν, και μέσω αυτής στη Μουαραίν. Μ’ αυτές τις δύο, όχι μόνο μπορείτε να παρακολουθείτε τον Ραντ αλ’Θόρ, αλλά θα πρέπει να μπορέσετε να τον επηρεάσετε ακόμα και στην Καιρχίν».
«Όπου πήγε από την Ερημιά του Άελ», είπε η Σιουάν, «όπου πρόβλεψα ότι θα πάει». Μολονότι το βλέμμα και τα λόγια της απευθύνονταν στις Άες Σεντάι, ο οξύς τόνος της προφανώς είχε αποδέκτη τη Ληάνε, η οποία γρύλισε.
«Πολύ μας βοήθησε αυτό. Δυο Άες Σεντάι που στάλθηκαν στην Ερημιά να κυνηγήσουν πάπιες».
Ω, ναι, σίγουρα είχε πέσει μια ψύχρα εκεί.
«Φτάνει, παιδιά μου», είπε η Ανάγια, σχεδόν σαν να ήταν πραγματικά παιδιά κι αυτή η μητέρα τους που είχε συνηθίσει τους μικροτσακωμούς. Κοίταξε με νόημα τις άλλες Άες Σεντάι. «Είναι πολύ καλό που θα μπορούμε να μιλάμε με την Εγκουέν».
«Αν αυτά εδώ λειτουργούν όπως ισχυρίζονται», είπε η Μόρβριν, παίζοντας το δαχτυλίδι στη μία παλάμη και αγγίζοντας τα άλλα τερ’ανγκριάλ στα γόνατά της. Η γυναίκα δεν θα πίστευε ούτε ότι ο ουρανός είναι γαλανός χωρίς αποδείξεις.
Η Σέριαμ ένευσε. «Ναι. Αυτό θα είναι το πρώτο καθήκον σας, Ηλαίην, Νυνάβε. Θα έχετε την ευκαιρία να διδάξετε Άες Σεντάι, δείχνοντάς μας πώς να τα χρησιμοποιούμε».
Η Νυνάβε έκλινε το γόνυ, δείχνοντας τα δόντια της. Αν ήθελαν, ας το θεωρούσαν χαμόγελο. Να τις διδάξει; Ναι, και μετά δεν θα ξαναπλησίαζε ποτέ το δαχτυλίδι ή τα άλλα τερ’ανγκριάλ. Η γονυκλισία της Ηλαίην ήταν ακόμα πιο μουδιασμένη, το πρόσωπό της ανέκφραστο. Το βλέμμα της στράφηκε σε κείνο το χαζο-α’ντάμ σχεδόν με λαχτάρα.
«Τα πληρεξούσια θα φανούν χρήσιμα», είπε η Καρλίνυα. Παρά την απάθεια και τη λογική του Λευκού Άτζα, ακόμα φαινόταν ένταση στον τρόπο που ξεστόμιζε τις λέξεις. «Ο Γκάρεθ Μπράυν πάντα θέλει περισσότερο χρυσάφι απ’ όσο έχουμε, αλλά μ’ αυτά ίσως μπορέσουμε να τον ικανοποιήσουμε».
«Ναι», είπε η Σέριαμ. «Και πρέπει να πάρουμε επίσης τα περισσότερα νομίσματα. Κάθε μέρα έχουμε ολοένα και περισσότερα στόματα να ταΐσουμε και κορμιά να ντύσουμε, εδώ και αλλού».
Η Ηλαίην ένευσε με αξιοπρέπεια, λες και δεν θα έπαιρναν τα χρήματα, ό,τι κι αν έλεγε, όμως η Νυνάβε απλώς στάθηκε περιμένοντας. Το χρυσάφι και τα πληρεξούσια, ακόμα και τα τερ’ανγκριάλ, ήταν μόνο η αρχή.