Η Εγκουέν μαθήτευε στις Σοφές των Αελιτών ― ο Ραντ δεν ήξερε τι μάθαινε, αν και υποψιαζόταν ότι κάτι είχε να κάνει με τα όνειρα· η Εγκουέν και οι Αελίτισσες ήταν εχέμυθες― αλλά είχε μαθητεύσει και στο Λευκό Πύργο. Ήταν Αποδεχθείσα και επρόκειτο να γίνει Άες Σεντάι. Και προσποιούταν ότι ήταν ολοκληρωμένη Άες Σεντάι, τουλάχιστον εδώ και στο Δάκρυ. Μερικές φορές ο Ραντ την πείραζε γι’ αυτό· εκείνη όμως δεν καλοδεχόταν τα αστειάκια του.
«Οι άμαξες σε λίγο θα είναι έτοιμες να ξεκινήσουν για την Ταρ Βάλον», είπε η Μουαραίν. Η φωνή της ήταν μελωδική, κρυστάλλινη.
«Στείλε δυνατή φρουρά», είπε ο Ραντ, «αλλιώς ο Καντίρ μπορεί να μην τις πάει εκεί που θες». Ξαναστράφηκε προς τα παράθυρα, θέλοντας να κοιτάξει και να σκεφτεί για τον Καντίρ. «Άλλοτε δεν με χρειαζόσουν για να σου κρατώ το χέρι ή να σου δίνω την άδεια».
Ξαφνικά, κάτι φάνηκε να τον χτυπά στους ώμους, κάτι που έμοιαζε, αν ήταν δυνατόν, με χοντρή βέργα από λευκή καρυδιά· μόνο μια απροσδιόριστη αίσθηση ανατριχίλας στο δέρμα του, κάτι απίθανο σε τέτοια ζέστη, του έδωσε να καταλάβει ότι μια από τις γυναίκες είχε διαβιβάσει.
Γύρισε για να τις αντικρίσει, απλώθηκε στο σαϊντίν, γέμισε τον εαυτό του με τη Μία Δύναμη. Ένιωσε τη Δύναμη σαν η ίδια η ζωή να ξεχείλιζε από μέσα του, σαν να ήταν δέκα φορές, εκατό φορές πιο ζωντανός· τον γέμισε επίσης και το μόλυσμα του Σκοτεινού, ο θάνατος και η σαπίλα, σαν να σέρνονταν σκουλήκια στο στόμα του. Ήταν ένας χείμαρρος που κόντευε να τον παρασύρει, μια μανιασμένη πλημμύρα που έπρεπε να της αντιστέκεται κάθε στιγμή. Του ήταν κάτι σχεδόν συνηθισμένο τώρα πια και συνάμα δεν θα μπορούσε να το συνηθίσει ποτέ. Ήθελε να κρατήσει για πάντα τη γλύκα του σαϊντίν και ήθελε να κάνει εμετό. Και όλη αυτή την ώρα, ο κατακλυσμός απειλούσε να τον διαπεράσει μέχρι τα σωθικά του και να του κάνει τα κόκαλα στάχτες.
Το μόλυσμα τελικά θα τον οδηγούσε στην τρέλα, αν δεν τον σκότωνε πρώτα η Δύναμη· υπήρχε μια μάχη ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο. Η τρέλα ήταν το —πεπρωμένο όλων των ανδρών που μπορούσαν να διαβιβάζουν από τότε που είχε αρχίσει το Τσάκισμα του Κόσμου, από τη μέρα που ο Λουζ Θέριν Τέλαμον, ο Δράκοντας, μαζί με τους Εκατό Συντρόφους του, είχαν σφραγίσει τη φυλακή του Σκοτεινού στο Σάγιολ Γκουλ. Το τελευταίο αντιχτύπημα στο σφράγισμα είχε μολύνει το αρσενικό μισό της Αληθινής Πηγής και οι άνδρες που μπορούσαν να διαβιβάζουν, τρελοί που μπορούσαν να διαβιβάζουν, είχαν συντρίψει τον κόσμο.
Γέμισε τον εαυτό του με τη Δύναμη... Και δεν μπορούσε να καταλάβει ποια το είχε κάνει. Και οι δύο τον κοίταζαν αθώα, υψώνοντας το φρύδι με πανομοιότυπο τρόπο, με μια έκφραση ελαφράς θυμηδίας και απορίας. Μπορεί εκείνη τη στιγμή κάποια από τις δύο ή και οι δύο να αγκάλιαζαν το θηλυκό μισό της Πηγής και ο Ραντ δεν μπορούσε να το καταλάβει.
Φυσικά, ένα ράβδισμα στους ώμους δεν ήταν κάτι που ταίριαζε στη Μουαραίν· αυτή έβρισκε άλλους τρόπους να τον επιπλήξει, πιο διακριτικούς, που συνήθως αποδεικνύονταν πιο οδυνηροί. Αλλά ο Ραντ, παρ’ όλο που ήταν βέβαιος ότι το είχε κάνει η Εγκουέν, δεν αντέδρασε. Απόδειξη. Οι σκέψεις γλίστρησαν στο εξωτερικό του Κενού· αυτός αιωρείτο εντός του, στην αδειανοσύνη, ενώ οι σκέψεις και τα συναισθήματα, ακόμα και ο θυμός, ήταν μακρινά. Δεν θα κάνω τίποτα δίχως απόδειξη. Αυτή τη φορά δεν θα με παρασύρουν. Δεν ήταν αυτή η Εγκουέν που είχαν μεγαλώσει μαζί· είχε γίνει μέρος του Πύργου από τότε που την είχε στείλει εκεί η Μουαραίν. Πάλι η Μουαραίν. Πάντα η Μουαραίν. Μερικές φορές ευχόταν να μπορούσε να ξεφορτωθεί τη Μουαραίν. Μόνο μερικές;
Έστρεψε την προσοχή του σ’ αυτήν. «Τι θέλεις από μένα;» Του φάνηκε ότι η φωνή του ήταν συγκρατημένη, ψυχρή. Η Δύναμη λυσσομανούσε μέσα του. Η Εγκουέν του είχε πει ότι για μια γυναίκα το να αγγίζει το σαϊντάρ, το θηλυκό μισό της Πηγής, ήταν ένα αγκάλιασμα· για έναν άνδρα, πάντα, ήταν πόλεμος ανελέητος. «Και μην ξαναπείς για άμαξες, αδελφούλα. Συνήθως μαθαίνω τι θέλεις πολύ καιρό μετά».