Выбрать главу

«Όσο για τα υπόλοιπα», συνέχισε η Σέριαμ, «συμφωνήσαμε ότι φύγατε από τον Πύργο κατόπιν διαταγών, όσο λανθασμένες κι αν ήταν αυτές, κι επομένως δεν μπορείτε να λογοδοτήσετε εσείς γι’ αυτό. Τώρα, που επιστρέψατε σώες σε μας, θα συνεχίσετε τις σπουδές σας».

Η Νυνάβε άφησε την ανάσα της να βγει αργά. Από τη στιγμή που είχαν αρχίσει οι ερωτήσεις, δεν περίμενε τίποτα καλύτερο. Όχι ότι της άρεσε, αλλά καμία δεν θα την κατηγορούσε για τα νευράκια της. Αφού πιθανότατα δεν θα ωφελούσαν.

Η Ηλαίην όμως ξέσπασε μ’ ένα κοφτό «Μα-!» Μόνο αυτό, προτού τη διακόψει εξίσου έντονα η Σέριαμ.

«Θα συνεχίσετε τις σπουδές σας. Είστε πολύ δυνατές και οι δύο, όμως ακόμα δεν είστε Άες Σεντάι». Τα πράσινα μάτια της έμειναν καρφωμένα πάνω τους μέχρι που βεβαιώθηκε ότι το είχαν καταλάβει, και τότε ξαναμίλησε, με πιο ήπιο τόνο. Ήπιο, αλλά σταθερό. «Επιστρέψατε σε μας, και, αν το Σαλιντάρ δεν είναι ο Λευκός Πύργος, έτσι να το θεωρείτε. Κρίνοντας απ’ όσα μας είπατε το τελευταίο ημίωρο, φαίνεται να υπάρχουν πολύ περισσότερα που δεν μας έχετε πει». Η ανάσα της Νυνάβε σκάλωσε στο λαιμό της, όμως το βλέμμα της Σέριαμ στράφηκε πάλι στο α’ντάμ. «Κρίμα που δεν φέρατε μαζί σας τη Σωντσάν. Κακώς δεν το πράξατε». Για κάποιο λόγο, η Ηλαίην κοκκίνισε και ταυτοχρόνως έδειξε θυμό. Η Νυνάβε προσωπικά ανακουφίστηκε που η Άες Σεντάι εννοούσε μόνο τη Σωντσάν. «Όμως οι Αποδεχθείσες δεν καλούνται να σκεφτούν σαν Άες Σεντάι». Η Σέριαμ συνέχισε. «Η Σιουάν και η Ληάνε θα έχουν να σας κάνουν πολλές ερωτήσεις. Θα συνεργαστείτε μαζί τους και θα καταβάλετε κάθε προσπάθεια να απαντήσετε. Περιττό να σας υπενθυμίσω ότι δεν πρέπει να επωφεληθείτε από την παρούσα κατάσταση τους. Κάποιες Αποδεχθείσες, ακόμα και κάποιες μαθητευόμενες, σκέφτηκαν να αποδώσουν ευθύνες για τα γεγονότα, ακόμα και να επιβάλουν τιμωρία αυτές οι ίδιες». Ο ήπιος τόνος έγινε ψυχρό ατσάλι. «Αυτές οι νεαρές τώρα λυπούνται βαθύτατα. Χρειάζεται να πω περισσότερα;»

Η Νυνάβε έσπευσε εξίσου βιαστικά με την Ηλαίην να της πει ότι δεν χρειαζόταν, ψελλίζοντας, καθώς και οι δύο προσπαθούσαν να αρθρώσουν τις λέξεις. Η Νυνάβε δεν είχε σκεφτεί να ρίξει σε καμία το φταίξιμο —κατά τη γνώμη της, έφταιγαν όλες οι Άες Σεντάι― αλλά δεν ήθελε να θυμώσει η Σέριαμ μαζί της. Όταν το συνειδητοποίησε αυτό, ένιωσε μέσα της την πικρή αλήθεια· οι μέρες της ελευθερίας σίγουρα είχαν περάσει.

«Ωραία. Τώρα μπορείτε να πάρετε τα κοσμήματα που σας έδωσε η Πανάρχουσα, και το βέλος —όταν θα έχουμε χρόνο, πρέπει να μου πείτε γιατί σας έκανε τέτοιο δώρο― και να φύγετε. Κάποια Αποδεχθείσα θα σας βρει μέρος να κοιμηθείτε. Μπορεί να είναι πιο δύσκολο να βρεθούν τα κατάλληλα φορέματα, αλλά θα βρεθούν. Περιμένω να... ξεπεράσετε... τις περιπέτειές σας και να ενταχθείτε ομαλά στις θέσεις που σας αρμόζουν». Ήταν ολοφάνερη, αν και βουβή, η υπόσχεση ότι, αν δεν εντάσσονταν ομαλά, θα εξομάλυναν την ένταξή τους οι Άες Σεντάι. Η Σέριαμ ένευσε ικανοποιημένη όταν είδε ότι είχε γίνει κατανοητή.

Η Μπεόνιν δεν είχε πει λέξη από τη στιγμή που είχε κατέβει η ασπίδα από σαϊντάρ, αλλά, καθώς η Νυνάβε και Ηλαίην έκλιναν το γόνυ, η Γκρίζα αδελφή σηκώθηκε και πλησίασε το τραπέζι όπου ήταν απλωμένα τα πράγματά τους. «Τι θα γίνει λοιπόν μ’ αυτό;» ρώτησε επιτακτικά με βαριά Ταραμπονέζικη προφορά, παραμερίζοντας απότομα το άσπρο πανί που σκέπαζε τη σφραγίδα της φυλακής του Σκοτεινού. Αυτή τη φορά, τα μεγάλα γκριζογάλανα μάτια της έδειχναν περισσότερο θυμό παρά έκπληξη. «Τελείωσαν οι ερωτήσεις; Θέλετε όλες να το αγνοήσουμε;» Ο ασπρόμαυρος δίσκος κειτόταν εκεί, πλάι στο δερμάτινο πουγκί, σε δώδεκα ή περισσότερα θραύσματα, που τα είχαν συνταιριάσει όσο καλύτερα μπορούσαν.

«Ήταν ολόκληρη όταν τη βάλαμε στο πουγκί». Η Νυνάβε κοντοστάθηκε, ενώ το στόμα της είχε ξεραθεί. Παρ’ όλο που πριν τα μάτια της απέφευγαν το πανί που τη σκέπαζε, τώρα δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν από τη σφραγίδα. Η Ληάνε είχε χαμογελάσει περιφρονητικά βλέποντας το κόκκινο φόρεμα να ξεδιπλώνεται, για να φανερώσει το φορτίο του, και είχε πει... Όχι, η Νυνάβε δεν θα το απέφευγε, ούτε και στο μυαλό της! «Γιατί έπρεπε να του δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή; Είναι κουεντιγιάρ!»

«Δεν το κοιτάζαμε», είπε η Ηλαίην ξέπνοα, «ούτε το αγγίζαμε, αν δεν ήταν ανάγκη. Είχε μια αίσθηση ρυπαρή, μοχθηρή». Δεν είχε πια αυτή την αίσθηση. Η Καρλίνυα τις είχε αναγκάσει να κρατήσουν ένα κομμάτι, και είχε απαιτήσει να της πουν για ποια μοχθηρή αίσθηση έλεγαν.

Είχαν ξαναπεί τα ίδια πράγματα, κι όχι μόνο μια φορά, και τώρα καμία δεν τις πρόσεχε.

Η Σέριαμ σηκώθηκε και πήγε να σταθεί πλάι στην Γκρίζα με τα μελόχρωμα μαλλιά. «Δεν αγνοούμε τίποτα, Μπεόνιν. Άδίκως θα κάναμε κι άλλες ερωτήσεις σ’ αυτές τις κοπέλες. Μας είπαν ό,τι ξέρουν».