Выбрать главу

«Είναι πάντα καλό να κάνεις ερωτήσεις», είπε η Μόρβριν, αλλά είχε πάψει να παίζει με το τερ’ανγκριάλ και κοίταζε τη σπασμένη σφραγίδα έντονα όσο και οι άλλες αδελφές. Μπορεί να ήταν κουεντιγιάρ —η ίδια και η Μπεόνιν το είχαν δοκιμάσει και είχαν πει ότι αυτό ήταν― όμως είχε σπάσει ένα θραύσμα με το χέρι της.

«Πόσες από τις επτά κρατούν ακόμα;» ρώτησε μαλακά η Μυρέλ, λες και μονολογούσε. «Πόσο ακόμα μέχρι να απελευθερωθεί ο Σκοτεινός και να έρθει η Τελευταία Μάχη;» Όλες οι Άες Σεντάι ασχολούνταν με διάφορους σκοπούς και εργασίες, ανάλογα με τα ταλέντα και τις κλίσεις τους, όμως κάθε Άτζα είχε το δικό το λόγο ύπαρξης. Οι Πράσινες —που αυτοαποκαλούνταν Μαχόμενο Άτζα― προετοιμάζονταν για να αντιμετωπίσουν τους νέους Άρχοντες τους Δέους στην Τελευταία Μάχη. Η φωνή της Μυρέλ είχε σχεδόν ένα τόνο ανυπομονησίας.

«Τρεις», είπε τρεμάμενα η Ανάγια. «Τρεις κρατούν ακόμα. Αν ξέρουμε τα πάντα. Ας προσευχηθούμε να είναι έτσι. Ας προσευχηθούμε να φτάνουν οι τρεις».

«Ας προσευχηθούμε εκείνες οι τρεις να είναι πιο γερές απ’ αυτήν εδώ», μουρμούρισε η Μόρβριν. «Το κουεντιγιάρ δεν μπορεί να σπάει μ’ αυτόν τον τρόπο και να είναι κουεντιγιάρ. Δεν μπορεί».

«Θα το συζητήσουμε εν καιρώ», είπε η Σέριαμ. «Ύστερα από πιο άμεσα πράγματα, για τα οποία μπορούμε να κάνουμε κάτι». Πήρε το πανί από την Μπεόνιν και ξανασκέπασε τη σπασμένη σφραγίδα. «Σιουάν, Ληάνε, καταλήξαμε σε μια απόφαση όσον αφορά―» Σταμάτησε να μιλά, όταν, γυρνώντας, αντίκρισε την Ηλαίην και τη Νυνάβε. «Δεν σας είπαμε να φύγετε;» Παρά την εξωτερική ηρεμία της, το ότι είχε ξεχάσει την παρουσία τους έδειχνε τον αναβρασμό μέσα της.

Η Νυνάβε ήταν έτοιμη κι έκλινε άλλη μια φορά το γόνυ, ξεστόμισε βιαστικά ένα «Με την άδειά σου, Άες Σεντάι» κι έτρεξε στην πόρτα. Εντελώς ασάλευτες, οι Άες Σεντάι —και η Σιουάν και η Ληάνε — κοίταξαν τη Νυνάβε και την Ηλαίην να φεύγουν. Η Νυνάβε ένιωθε τα βλέμματά τους σαν να την έσπρωχναν. Η Εγκουέν την ακολούθησε εξίσου βιαστικά, ρίχνοντας και μια ματιά στο α’ντάμ.

Όταν η Νυνάβε έκλεισε την πόρτα και μπόρεσε να γείρει πάνω στο άβαφο ξύλο της, σφίγγοντας το επίχρυσο κουτάκι στα στήθη της, πήρε την πρώτη ανάσα ανακούφισης, όπως της φαινόταν, από τη στιγμή που είχε μπει στο παλιό πέτρινο πανδοχείο. Δεν ήθελε να σκεφτεί για τη σπασμένη σφραγίδα. Για άλλη μια σπασμένη σφραγίδα. Δεν θα το σκεφτόταν. Αυτές οι γυναίκες είχαν τόσο κοφτερό βλέμμα, που μπορούσαν να κουρέψουν πρόβατα. Σχεδόν ανυπομονούσε να δει την πρώτη συνάντησή τους με τις Σοφές· αν και ήταν πιθανόν να βρισκόταν η ίδια στη μέση. Ήταν κάτι παραπάνω από δύσκολο όταν είχε πρωτοπάει στον Πύργο, και είχε μάθει να κάνει ό,τι της έλεγαν άλλοι, να σκύβει το κεφάλι. Ύστερα από τόσους μήνες που έδινε η ίδια διαταγές —καλά, κάποτε είχε συμβουλευθεί και την Ηλαίην· αρκετές φορές― δεν ήξερε πώς θα υποτασσόταν πάλι.

Η κοινή αίθουσα, με το κακοδιορθωμένο γύψινο ταβάνι και με τα κρύα πέτρινα τζάκια, έτοιμα να γκρεμιστούν, ήταν το ίδιο μελίσσι, όπως κι όταν είχε μπει. Τώρα της έριξαν μόνο μερικές ματιές και η ίδια σχεδόν τις αγνόησε. Ένα μικρό πλήθος περίμενε την ίδια και την Ηλαίην.

Ο Θομ και ο Τζούιλιν κάθονταν σε ένα σκληρό πάγκο κολλητά στον φθαρμένο τοίχο με τη γύψινη επίστρωση και είχαν βάλει κοντά τα κεφάλια με τον Ούνο, που καθόταν μισογονατιστός μπροστά τους, με τη μακριά λαβή του σπαθιού να πετιέται πάνω από τον ώμο του. Η Αράινα και η Νίκολα, κοιτάζοντας έκθαμβες τα πάντα και προσπαθώντας να μην το δείξουν, κάθονταν σ’ έναν άλλο πάγκο με τη Μάριγκαν, η οποία παρακολουθούσε την Μπιργκίτε, που προσπαθούσε να διασκεδάσει τον Τζάριλ και τον Σιβ κάνοντας αδέξια ταχυδακτυλουργικά κόλπα με τρία πολύχρωμα ξύλινα μπαλάκια του Θομ. Η Μιν είχε γονατίσει πλάι στα αγόρια και τα γαργαλούσε, ψιθυρίζοντας στ’ αυτιά τους, όμως αυτά ήταν σφιγμένα το ένα από το άλλο και κοίταζαν σιωπηλά με μεγάλα μάτια.

Μόνο δύο άλλοι σ’ ολόκληρη την αίθουσα δεν έτρεχαν πέρα-δώθε. Δύο από τους τρεις Προμάχους της Μυρέλ είχε τύχει να γείρουν στον τοίχο συζητώντας λίγα βήματα πέρα από τους πάγκους, κοντά στην πόρτα που οδηγούσε στο διάδρομο της κουζίνας. Ήταν ο Κρόι Μάκιν, ένας κατάξανθος σκληροτράχηλος Αντορίτης, νεαρός, με ωραίο προφίλ, και ο Άβαρ Χατσάμι, με γερακίσια μύτη και τετράγωνο πηγούνι με χοντρό γκρίζο μουστάκι, όμοιο με κέρατα στραμμένα προς τα κάτω. Κανένας δεν θα έλεγε όμορφο τον Χατσάμι, ακόμα κι αν δεν είχε δει το βλέμμα των μαύρων ματιών του που σε έκανε να ξεροκαταπιείς. Φυσικά, δεν κοίταζαν τον Ούνο ή τον Θομ ή κάποιον άλλο. Κατά τύχη και μόνο ήταν εκείνοι που δεν είχαν τι να κάνουν και είχαν διαλέξει εκείνο το σημείο για να το μην το κάνουν. Φυσικά.