Η Μπιργκίτε έριξε ένα μπαλάκι όταν είδε τη Νυνάβε και την Ηλαίην. «Τι τους είπατε;» ρώτησε χαμηλόφωνα, ρίχνοντας μόνο μια φευγαλέα ματιά στο ασημένιο βέλος στο χέρι της Ηλαίην. Η φαρέτρα κρεμόταν στη ζώνη της, όμως το τόξο της ήταν ακουμπισμένο στον τοίχο.
Η Νυνάβε την πλησίασε, προσέχοντας να μην κοιτάξει τον Μάκιν και τον Χατσάμι. Εξίσου προσεκτικά, χαμήλωσε τη φωνή και μίλησε χωρίς να δώσει έμφαση. «Απαντήσαμε σε ό,τι μας ρώτησαν».
Η Ηλαίην άγγιξε το μπράτσο της Μπιργκίτε. «Ξέρουν ότι είσαι μια καλή φίλη που μας βοήθησε. Είσαι ευπρόσδεκτη να μείνεις εδώ, όπως και η Αράινα και η Νίκολα και η Μάριγκαν».
Όταν καταλάγιασε ένα μέρος της νευρικότητας της Μπιργκίτε, μόνο τότε κατάλαβε η Νυνάβε πόσο νευρική ένιωθε η φίλη της. Η γαλανομάτα έπιασε το κίτρινο μπαλάκι που είχε πέσει κάτω και πέταξε και τα τρία με μια κομψή κίνηση στον Θομ, ο οποίος τα έπιασε με το ένα χέρι και τα εξαφάνισε την ίδια στιγμή. Η Μπιργκίτε είχε ένα αμυδρότατο χαμόγελο ανακούφισης.
«Δεν ξέρετε πόσο χαίρομαι που σας βλέπω», είπε η Μιν, τουλάχιστον για τέταρτη ή πέμπτη φορά. Τα μαλλιά της ήταν μακρύτερα από παλιά, αν και ακόμα σχημάτιζαν ένα μελαχρινό καπέλο στο κεφάλι της, κι επίσης έδειχνε αλλιώτικη, με τρόπο που η Νυνάβε δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Προς έκπληξη της, πρόσφατα κεντημένα λουλούδια ανηφόριζαν το γιακά του σακακιού της Μιν· παλαιότερα φορούσε πάντα απλά ρούχα. «Σπανίζουν τα φιλικά πρόσωπα εδώ γύρω». Τα μάτια της πετάρισαν για μια απειροελάχιστη στιγμή προς τους δύο Προμάχους. «Πρέπει να κάτσουμε κάπου μόνες μας και να τα πούμε ώρα πολλή. Ανυπομονώ να ακούσω τι κάνατε από τότε που φύγατε από την Ταρ Βάλον». Ή μάλλον να πει τι είχε κάνει κι αυτή, αν την καταλάβαινε καλά η Νυνάβε.
«Θέλω πολύ κι εγώ να σου μιλήσω», είπε η Ηλαίην, αρκετά σοβαρά. Η Μιν την κοίταξε και ένευσε, με λιγότερο ενθουσιασμό από πριν.
Ο Θομ και ο Τζούιλιν και ο Ούνο πλησίασαν από πίσω την Μπιργκίτε και τη Μιν, με μια έκφραση στα πρόσωπα σαν εκείνη που παίρνει ο άνδρας όταν έχει να πει κάτι που μπορεί να μην αρέσει σε μια γυναίκα. Προτού προλάβουν όμως ν’ ανοίξουν το στόμα, μια κατσαρομάλλα με φόρεμα Αποδεχθείσας πέρασε ανάμεσα από τον Τζούιλιν και τον Θομ, αγριοκοιτάζοντάς τους, και στήθηκε μπροστά στη Νυνάβε.
Το φόρεμα της Φαολάιν, με επτά ρίγες χρώματος στον ποδόγυρο, που συμβόλιζαν τα Άτζα, δεν ήταν όσο λευκό έπρεπε, και το μελαψό πρόσωπό της ήταν συννεφιασμένο. «Ξαφνιάζομαι που σε βλέπω εδώ, αδέσποτη. Νόμιζα ότι είχες γυρίσει τρέχοντας στο χωριό σου και η ωραία μας Κόρη-Διάδοχος στη μανούλα της».
«Ακόμα τρομάζουν τα μωρά όταν βλέπουν το πρόσωπό σου, Φαολάιν;» ρώτησε η Ηλαίην.
Η Νυνάβε δεν έχασε την ευχάριστη έκφρασή της. Μετά βίας. Δυο φορές στον Πύργο είχαν βάλει τη Φαολάιν να της διδάξει κάτι. Κατά τη γνώμη της, το είχαν κάνει για να τη βάλουν στη θέση της. Ακόμα κι όταν η δασκάλα και η μαθήτρια ήταν και οι δύο Αποδεχθείσες, η δασκάλα είχε εξουσίες Άες Σεντάι, όσο διαρκούσε το μάθημα, και αυτό η Φαολάιν το είχε εκμεταλλευτεί πλήρως. Η κατσαρομάλλα είχε περάσει οκτώ χρόνια ως μαθητευόμενη και πέντε ακόμα ως Αποδεχθείσα· δεν χάρηκε που η Νυνάβε δεν είχε γίνει καθόλου μαθητευόμενη και που η Ηλαίην είχε φορέσει τα κατάλευκα εκείνα ρούχα για λιγότερο από χρόνο. Είχε κάνει δύο μαθήματα με τη Φαολάιν και είχε πάει δύο φορές στο γραφείο της Σέριαμ, για πείσμα, νεύρα, έναν ολόκληρο μακρύ κατάλογο. Η Νυνάβε μίλησε με πρόσχαρη φωνή. «Άκουσα ότι κάποια κακομεταχειρίστηκε τη Σιουάν και τη Ληάνε. Νομίζω ότι η Σέριαμ θα της δώσει ένα μάθημα ώστε να πάψουν αυτά δια παντός». Το βλέμμα της έμεινε καρφωμένο στα μάτια της Φαολάιν, τα οποία πλάτυναν με ανησυχία.
«Δεν έκανα τίποτα από τότε που η Σέριαμ―» Το στόμα της Φαολάιν έκλεισε απότομα και το πρόσωπό της σκοτείνιασε. Η Μιν έκρυψε το στόμα της με το χέρι και η Φαολάιν τίναξε το κεφάλι, μελετώντας τις άλλες γυναίκες, από τη Μπιργκίτε ως τη Μάριγκαν. «Εσείς οι δύο μου κάνετε. Ελάτε μαζί μου. Αμέσως. Μην χασομεράτε». Σηκώθηκαν αργά· η Αράινα την κοίταζε επιφυλακτικά και τα δάχτυλα της Νίκολα έπαιζαν νευρικά με τη μέση του φορέματός της.
Η Ηλαίην μπήκε ανάμεσα στις δύο γυναίκες και στη Φαολάιν, προτού προλάβει να το κάνει η Νυνάβε, με το πηγούνι υψωμένο και τα μάτια αγέρωχα, σαν γαλάζιος πάγος. «Τι τις θέλεις;»
«Υπακούω τις διαταγές της Σέριαμ Σεντάι», αποκρίθηκε η Φαολάιν. «Εγώ προσωπικά νομίζω ότι παραείναι μεγάλες για την πρώτη δοκιμασία, αλλά έχω διαταγές. Μια αδελφή συνοδεύει τις ομάδες στρατολόγησης του Άρχοντα Μπράυν και δοκιμάζει ακόμα και τις γυναίκες στην ηλικία της Νυνάβε». Το ξαφνικό χαμόγελό της θύμιζε οχιά. «Να πληροφορήσω τη Σέριαμ Σεντάι ότι διαφωνείς, Ηλαίην; Να της πω ότι δεν θα αφήσεις τις ακόλουθές σου να δοκιμαστούν;» Το πηγούνι της Ηλαίην χαμήλωσε λιγάκι μ’ αυτά τα λόγια, όμως φυσικά δεν μπορούσε να υποχωρήσει. Χρειαζόταν αντιπερισπασμό. Η Νυνάβε άγγιξε τον ώμο της Φαολάιν. «Βρήκαν πολλές;» Άθελά της, η άλλη γύρισε το κεφάλι, και, όταν ξανακοίταξε, η Ηλαίην καθησύχαζε την Αράινα και τη Νίκολα, εξηγώντας ότι δεν θα πάθαιναν τίποτα, ότι δεν θα τις εξανάγκαζαν να κάνουν κάτι. Η Νυνάβε δεν θα το έλεγε αυτό. Όταν οι Άες Σεντάι έβρισκαν κάποια με τη σπίθα μέσα της, όπως την Ηλαίην ή την Εγκουέν, κάποια που τελικά θα μπορούσε να διαβιβάσει είτε το ήθελε είτε όχι, δεν έκρυβαν ότι θα την ανάγκαζαν να εκπαιδευτεί, ό,τι κι αν ήθελε η ίδια. Έδειχναν μεγαλύτερη επιείκεια σε κείνες που μπορούσαν να εκπαιδευθούν, αλλά δεν θα είχαν αγγίξει το σαϊντάρ χωρίς εκπαίδευση, όπως επίσης και στις αδέσποτες, εκείνες που είχαν επιζήσει έχοντας μία πιθανότητα στις τέσσερις, διδάσκοντας τον εαυτό τους, συνήθως χωρίς να ξέρουν τι είχαν κάνει, συχνά μπλοκαρισμένες με κάποιον τρόπο, όπως συνέβαινε με τη Νυνάβε. Αυτές υποτίθεται ότι μπορούσαν να επιλέξουν αν θα πήγαιναν ή όχι. Η Νυνάβε είχε επιλέξει να μπει στον Πύργο, υποψιαζόταν όμως ότι, αν δεν το είχε κάνει, πάλι εκεί θα είχε καταλήξει, ίσως δεμένη χειροπόδαρα. Οι Άες Σεντάι στις γυναίκες που είχαν και την παραμικρή πιθανότητα να γίνουν μέλη τους έδιναν όσες επιλογές είχε κι ένα αρνί σε μέρα γλεντιού.