Όλα αυτά της πέρασαν από το νου στο διάστημα που χρειάστηκε για να κοιτάξει την Ηλαίην και να ξαναγυρίσει το βλέμμα της στους άνδρες. «Θα μείνουμε εδώ. Ούνο, αν εσύ και οι άλλοι θέλετε να πάτε στον Ραντ, είστε ελεύθεροι, από τη δική μου πλευρά. Φοβάμαι ότι δεν έχω άλλα χρήματα να σας βοηθήσω». Το χρυσάφι που της είχαν πάρει οι Άες Σεντάι το χρειάζονταν, όπως ακριβώς της είχαν πει, όμως έβλεπε με αγωνία τα λίγα ασημένια νομίσματα που είχαν μείνει στο πουγκί της. Αυτοί οι άνδρες την είχαν ακολουθήσει —και την Ηλαίην, φυσικά― για λάθος λόγους, όμως αυτό δεν σήμαινε ότι δεν ήταν υπό την ευθύνη της. Ήταν πιστοί στον Ραντ· δεν είχαν λόγο να αναμιχθούν σε έναν αγώνα για το Λευκό Πύργο. Έριξε μια ματιά στο επίχρυσο κουτί και είπε απρόθυμα, «Όμως έχω μερικά πράγματα που μπορείτε να πουλήσετε όπως θα πηγαίνετε».
«Πρέπει να φύγεις κι εσύ, Θομ», είπε η Ηλαίην. «Κι εσύ, Τζούιλιν, Δεν σας χρειαζόμαστε τώρα, όμως ο Ραντ θα σας χρειαστεί». Προσπάθησε να βάλει το κουτί με τα κοσμήματα στα χέρια του Θομ, όμως εκείνος αρνήθηκε να το πάρει.
Οι τρεις άνδρες κοιτάχτηκαν με τον ενοχλητικό τρόπο τους, κι ο Ούνο μάλιστα κοίταξε αγανακτισμένος ψηλά. Της Νυνάβε της φάνηκε ότι άκουσε τον Τζούιλιν να μουρμουρίζει μέσα από το δόντια του κάτι, σαν να θύμιζε στους άλλους ότι τους είχε προειδοποιήσει για το πείσμα της.
«Ίσως σε λίγες μέρες», είπε ο Θομ.
«Λίγες μέρες», συμφώνησε ο Τζούιλιν.
Ο Ούνο ένευσε. «Θα ’θελα να ξεκουραστώ λιγάκι, αν είναι να με κυνηγάνε οι Πρόμαχοι ως την Καιρχίν».
Η Νυνάβε τους κοίταξε όσο πιο ανέκφραστα μπορούσε και τράβηξε με νόημα την πλεξούδα της. Η Ηλαίην είχε το πηγούνι της πιο ψηλά από ποτέ και τα γαλάζια μάτια της ήταν τόσο αγέρωχα που μπορούσαν να κόψουν πάγο. Ο Θομ και οι άλλοι έπρεπε να είχαν μάθει πια τα σημάδια· δεν θα γινόταν ανεκτή οποιαδήποτε ανόητη συμπεριφορά εκ μέρους τους. «Αν νομίζετε ότι ακόμα ακολουθείτε τις εντολές του Ραντ αλ’Θόρ να μας προστατεύσετε―» άρχισε να λέει η Ηλαίην παγερά, ενώ την ίδια στιγμή η Νυνάβε έλεγε λάβρα, «Υποσχεθήκατε να κάνετε ό,τι σας λέω, και δεν θα σας επιτρέψω―»
«Τίποτα τέτοιο», παρενέβη ο Θομ, παραμερίζοντας μια τούφα των μαλλιών της Ηλαίην με το ροζιασμένο δάχτυλο του. «Απολύτως τίποτα τέτοιο. Δεν μπορεί ένας γέρος που κουτσαίνει να θέλει λίγη ξεκούραση;»
«Για να πω την αλήθεια», είπε ο Τζούιλιν, «εγώ μένω επειδή ο Θομ μου χρωστά λεφτά. Απ’ τα ζάρια».
«Νομίζεις ότι είναι παιχνιδάκι να κλέψουμε είκοσι άλογα από τους Προμάχους;» μούγκρισε ο Ούνο. Έμοιαζε να έχει ξεχάσει ότι μόλις τώρα είχε προσφερθεί να κάνει ακριβώς αυτό.
Η Ηλαίην έμεινε να τους κοιτάζει, έχοντας χάσει τα λόγια της, και η Νυνάβε δυσκολεύτηκε και η ίδια να βρει τι θα έλεγε. Πόσο είχαν ξεπέσει... Ούτε ένα βλέμμα αμηχανίας από τους τρεις τους. Το πρόβλημα ήταν ότι μέσα της ήταν διχασμένη. Είχε αποφασίσει να τους διώξει. Το είχε αποφασίσει, και όχι επειδή δεν τους ήθελε τριγύρω να τη βλέπουν να κλίνει το γόνυ και να τρέχει σε θελήματα. Κάθε άλλο. Όμως, μιας και τίποτα στο Σαλιντάρ δεν ήταν όπως το περίμεναν, έπρεπε να παραδεχτεί, οσοδήποτε απρόθυμα, ότι θα ήταν... μια παρηγοριά... να ξέρει ότι με την Ηλαίην θα είχαν να βασίζονται σε κάτι άλλο εκτός της Μπιργκίτε. Όχι φυσικά ότι θα δεχόταν την πρόταση να δραπετεύσουν —αν μπορούσες να το πεις έτσι― υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Απλώς η παρουσία τους θα ήταν... παρηγορητική. Και βέβαια δεν θα τους το έλεγε. Δεν θα χρειαζόταν να τους το πει, εφόσον θα έφευγαν, ό,τι κι αν σκέφτονταν. Ο Ραντ θα έβρισκε τρόπο να τους χρησιμοποιήσει, σχεδόν σίγουρα, ενώ εδώ απλώς θα έμπλεκαν στα πόδια τους. Εκτός...
Η άβαφη πόρτα άνοιξε και βγήκε έξω η Σιουάν, ακολουθούμενη από τη Ληάνε. Κοιτάχτηκαν ψυχρά, προτού η Ληάνε ξεφυσήξει και φύγει, με εκπληκτικά λυγερές κινήσεις, καθώς περνούσε δίπλα από τον Κρόι και από τον Άβαρ κι έμπαινε στο διάδρομο που οδηγούσε στην κουζίνα. Η Νυνάβε έσμιξε ελαφρά τα φρύδια. Μέσα σε κείνη την παγωνιά υπήρχε μια στιγμή, μια φευγαλέα στιγμούλα, την οποία παραλίγο θα έχανε κι ας ήταν ακριβώς μπροστά της...