Η Σιουάν στράφηκε προς το μέρος τους και μετά σταμάτησε απότομα, με το πρόσωπό της ανέκφραστο. Κάποιος άλλος είχε προστεθεί στη μικρή συγκέντρωση.
Ο Γκάρεθ Μπράυν, με ένα λακουβιασμένο θώρακα πάνω από το απλό κιτρινωπό σακάκι του και με τα ατσαλένια γάντια χωμένα στη ζώνη, ακτινοβολούσε εξουσία. Τα μαλλιά του, που ήταν σχεδόν τελείως γκρίζα, και το αδρό του πρόσωπο, του έδιναν όψη ανθρώπου που έχει δει τα πάντα, που είχε υπομείνει τα πάντα· ένας άνθρωπος που μπορούσε να υπομείνει τα πάντα.
Η Ηλαίην χαμογέλασε, νεύοντας με χάρη. Ήταν ολότελα διαφορετική η στάση της από την κατάπληκτη ματιά της, όταν, μπαίνοντας στο Σαλιντάρ, τον είχε αναγνωρίσει από την άλλη άκρη του δρόμου. «Δεν θα πω ότι είναι τόσο ευχάριστο που σε βλέπω, Άρχοντα Γκάρεθ. Άκουσα για κάποια προβλήματα ανάμεσα σε σένα και στη μητέρα μου, όμως είμαι βέβαιη ότι μπορούν να λυθούν. Ξέρεις ότι η μητέρα καμιά φορά είναι παρορμητική. Θα αλλάξει γνώμη, και θα σου ξαναζητήσει να πάρεις τη θέση που σου αρμόζει στο Κάεμλυν, μπορείς να είσαι βέβαιος γι’ αυτό».
«Ό,τι έγινε έγινε, Ηλαίην». Αγνοώντας την έκπληξη της —η Νυνάβε ήταν σίγουρη ότι ποτέ κάποιος που ήξερε την τάξη της Ηλαίην δεν της είχε φερθεί τόσο απότομα― γύρισε στον Ούνο. «Σκέφτηκες αυτό που σου είπα; Οι Σιναρανοί έχουν το καλύτερο βαρύ ιππικό στον κόσμο, κι εγώ έχω μερικά παλικάρια που θα είναι ό,τι πρέπει με την κατάλληλη εκπαίδευση».
Ο Ούνο συνοφρυώθηκε και το μοναδικό του μάτι στράφηκε στην Ηλαίην και στη Νυνάβε. Ένευσε αργά. «Δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω. Θα ρωτήσω τους άλλους».
Ο Μπράυν τον χτύπησε φιλικά στον ώμο. «Αυτό μου φτάνει. Όσο για σένα, Θομ Μέριλιν». Ο Θομ είχε μισογυρίσει από την άλλη μεριά όταν τους πλησίαζε ο άλλος, χάιδευε το μουστάκι του με τις αρθρώσεις των δαχτύλων του και κοίταζε το πάτωμα σαν να ’θελε να κρύψει το πρόσωπό του. Τώρα αντιγύρισε το ήρεμο βλέμμα του Μπράυν. «Ήξερα κάποτε έναν τύπο που είχε όνομα σαν το δικό σου», είπε ο Μπράυν. «Έναν δεξιοτέχνη παίκτη ενός συγκεκριμένου παιχνιδιού».
«Ήξερα κάποτε έναν τύπο που είχε όψη σαν τη δική σου», απάντησε ο Θομ. «Προσπάθησε πολύ να με ρίξει στο μπουντρούμι. Νομίζω ότι θα μου ’κοβε το κεφάλι αν έπεφτα ποτέ στα χέρια του».
«Μήπως αυτό έγινε πριν από πολύ καιρό; Οι άνθρωποι καμιά φορά κάνουν παράξενα πράγματα για μια γυναίκα». Ο Μπράυν κοίταξε τη Σιουάν και κούνησε το κεφάλι. «Θα έρθεις να παίξουμε μια παρτίδα λίους, Αφέντη Μέριλιν; Καμιά φορά λαχταρώ να βρω κάποιον που να ξέρει καλά αυτό το παιχνίδι, έτσι όπως το παίζουν στην υψηλή κοινωνία».
Τα φουντωτά λευκά φρύδια του Θομ χαμήλωσαν, όσο είχαν χαμηλώσει και του Ούνο, όμως δεν τράβηξε το βλέμμα του από τον Μπράυν. «Ίσως παίξω μια-δυο παρτίδες», είπε τελικά, «αν μάθω τι στοιχηματίζουμε. Αρκεί να καταλαβαινόμαστε ότι δεν σκοπεύω να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου παίζοντας λίθους μαζί σου. Δεν μ’ αρέσει πια να μένω καιρό στο ίδιο μέρος. Με πιάνει φαγούρα στα πόδια καμιά φορά».
«Αρκεί να μη σε πιάσει φαγούρα στη μέση μιας κρίσιμης παρτίδας», του είπε ξερά ο Μπράυν. «Εσείς οι δύο ελάτε μαζί μου. Και μην περιμένετε πολύ ύπνο. Εδώ πέρα, όλα έπρεπε να έχουν γίνει από χτες, εκτός από κείνα που έπρεπε να έχουν γίνει από την περασμένη βδομάδα». Κοντοστάθηκε και ξανακοίταξε τη Σιουάν. «Χτες τα πουκάμισά μου δεν ήταν πολύ καθαρά». Έπειτα, πήρε τον Θομ και τον Ούνο κι έφυγαν. Η Σιουάν τον αγριοκοίταξε, καθώς εκείνος απομακρυνόταν, κατόπιν έστρεψε το κατσουφιασμένο βλέμμα της στη Μιν, και η Μιν έκανε μια γκριμάτσα κι έτρεξε στην πόρτα, απ’ όπου είχε χαθεί και η Ληάνε.
Η Νυνάβε δεν είχε καταλάβει αυτό το τελευταίο. Κι επίσης, τι θράσος είχαν αυτοί οι άνδρες, που νόμιζαν ότι μπορούσαν να συζητάνε μπροστά στα μάτια της —ή κάτω από τη μύτη της ή όπως αλλιώς — νομίζοντας ότι δεν καταλάβαινε κάθε λέξη τους. Τέλος πάντων, αρκετά μ’ αυτούς.
«Πάλι καλά που δεν χρειάζεται ληστοκυνηγό», είπε ο Τζούιλιν, λοξοκοιτώντας τη Σιουάν, εμφανώς σε δύσκολη θέση. Δεν είχε ξεπεράσει το σοκ του ονόματός της· η Νυνάβε δεν ήξερε αν είχε συνειδητοποιήσει ότι την είχαν σιγανέψει και ότι δεν ήταν πια η Έδρα της Άμερλιν. Αυτήν όμως ο Τζούιλιν την κοίταζε με αμηχανία. «Έτσι μπορώ να κάτσω και να πιάσω τη συζήτηση. Είδα πολλούς που μπορούν να χαλαρώσουν πίνοντας την μπύρα τους».
«Ουσιαστικά, δεν μου έδωσε σημασία», είπε η Ηλαίην, χωρίς να μπορεί να το πιστέψει. «Δεν με νοιάζει τι πρόβλημα υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτόν και τη μητέρα μου, δεν έχει δικαίωμα να... Τέλος πάντων, θα τον κανονίσω αργότερα τον Άρχοντα Γκάρεθ Μπράυν. Νυνάβε, πρέπει να μιλήσω στη Μιν».