Выбрать главу

Η Νυνάβε έκανε να την ακολουθήσει, καθώς η Ηλαίην κατευθυνόταν βιαστικά προς την κουζίνα —η Μιν θα έδινε ξεκάθαρες απαντήσεις― όμως η Σιουάν την έπιασε από το μπράτσο με μια σιδερένια λαβή.

Η Σιουάν Σάντσε που είχε σκύψει το κεφάλι ταπεινά μπροστά σε κείνες τις Άες Σεντάι δεν υπήρχε πια. Εδώ καμία δεν φορούσε επώμιο. Δεν ύψωσε τη φωνή της· δεν χρειαζόταν. Στύλωσε στον Τζούιλιν ένα βλέμμα που τον έκανε να τιναχτεί. «Πρόσεχε τι ερωτήσεις κάνεις, ληστοκυνηγέ, μη τυχόν και πέσεις εσύ στην παγίδα». Εκείνα τα παγερά γαλάζια μάτια στράφηκαν στην Μπιργκίτε και τη Μάριγκαν. Το στόμα της Μάριγκαν στράβωσε σαν να είχε γευτεί κάτι άσχημο, ενώ ακόμα και η Μπιργκίτε ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Εσείς οι δύο θα βρείτε μια Αποδεχθείσα ονόματι Τέοντριν και θα της ζητήσετε μέρος να κοιμηθείτε απόψε. Τα παιδιά κανονικά θα ’πρεπε να είναι κιόλας στα κρεβάτια τους. Λοιπόν; Άντε, κουνηθείτε!» Προτού αυτές κάνουν βήμα —και μάλιστα η Μπιργκίτε ξεκίνησε γοργά όσο και η Μάριγκαν, ίσως και πιο γρήγορα ακόμα― είχε γυρίσει προς τη Νυνάβε. «Έχω ερωτήσεις για σένα. Σου είπαν να συνεργαστείς, προτείνω λοιπόν αυτό να κάνεις, αν θες το καλό σου».

Ήταν σαν να την είχε αρπάξει ένας δυνατός άνεμος. Προτού το συνειδητοποιήσει η Νυνάβε, η Σιουάν την είχε πάρει και ανέβαιναν τα ετοιμόρροπα σκαλιά με το κάγκελο που ήταν πρόχειρα φτιαγμένο από άβαφο ξύλο· πέρασαν γοργά από ένα διάδρομο με τραχιές σανίδες και βρέθηκαν σε ένα δωματιάκι με δύο στενά κρεβάτια κολλημένα στον τοίχο, το ένα πάνω από το άλλο. Η Σιουάν πήρε το μοναδικό σκαμνί που υπήρχε, κάνοντάς της νόημα να καθίσει στο κάτω κρεβάτι. Η Νυνάβε προτίμησε να σταθεί, τουλάχιστον για να δείξει ότι δεν θα έκανε ό,τι της έλεγαν. Ένα έπιπλο νιπτήρα με ένα τούβλο, για να στηρίζει το ένα πόδι, είχε μια ραγισμένη κανάτα και μια λεκάνη. Μερικά φορέματα ήταν σε κρεμαστάρια στον τοίχο και κάτι που έμοιαζε με στρωματάκι ήταν τυλιγμένο ρολό σε μια γωνιά. Η Νυνάβε είχε πέσει πολύ χαμηλά μέσα σε μια μέρα, όμως η Σιουάν είχε πέσει πιο χαμηλά απ’ όσο μπορούσε να φανταστεί. Δεν πίστευε ότι θα είχε ιδιαίτερο πρόβλημα μαζί της. Ακόμα κι αν η Σιουάν είχε ακόμα το ίδιο βλέμμα.

Η Σιουάν ξεφύσηξε. «Όπως σε βολεύει, κορίτσι μου. Το δαχτυλίδι. Δεν χρειάζεται να διαβιβάσεις;»

«Όχι. Με άκουσες να λέω στη Σέριαμ―»

«Μπορεί να το χρησιμοποιήσει ο καθένας; Μια γυναίκα που δεν μπορεί να διαβιβάσει; Ένας άνδρας;»

«Πιθανόν και άνδρας». Τα τερ’ανγκριάλ που δεν απαιτούσαν χρήση Δύναμης συνήθως λειτουργούσαν τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες. «Κάθε γυναίκα, ναι».

«Τότε θα με διδάξεις να το χρησιμοποιώ».

Η Νυνάβε σήκωσε το φρύδι της. Ίσως να ήταν αυτός ένας μοχλός για να αποκτήσει αυτό που ήθελε. Αν όχι, είχε κι άλλον. Ίσως. «Το ξέρουν αυτό; Έλεγαν μόνο να τους δείξω πώς δουλεύει. Εσένα δεν σε ανέφεραν».

«Δεν το ξέρουν». Η Σιουάν δεν φάνηκε να ταράζεται διόλου. Χαμογέλασε μάλιστα, και το χαμόγελο δεν ήταν καθόλου γλυκό. «Και δεν θα το μάθουν. Αλλιώς, θα μάθουν ότι εσύ και η Ηλαίην κάνατε ότι είστε πλήρεις αδελφές από τη μέρα που φύγατε από την Ταρ Βάλον. Ίσως η Μουαραίν να το επιτρέπει στην Εγκουέν —αν η Εγκουέν δεν το δοκίμασε, αυτό σημαίνει ότι δεν ξέρω ποια η διαφορά ανάμεσα στο σταυρόκομπο και τη μετζαβόλτα― αλλά η Σέριαμ, η Καρλίνυα...; Θα σε κάνουν να σκούζεις σαν γκράντερ που γεννά. Και δεν θα ’χεις σταματημό».

«Αυτό είναι εξωφρενικό». Η Νυνάβε κατάλαβε ότι καθόταν στην άκρη του κρεβατιού. Δεν θυμόταν να είχε καθίσει. Ο Θομ και ο Τζούιλιν δεν θα άνοιγαν το στόμα τους. Κανείς άλλος δεν το ήξερε. Έπρεπε να μιλήσει στην Ηλαίην. «Ποτέ δεν προσποιηθήκαμε τέτοιο πράγμα».

«Μην μου λες ψέματα, μικρή μου. Ακόμη κι αν χρειαζόμουν επιβεβαίωση, μου την έδωσε το βλέμμα σου. Το στομάχι σου δέθηκε κόμπο, ε;»

Έτσι ακριβώς ήταν. «Φυσικά και όχι. Αν σου διδάξω κάτι, θα είναι επειδή το θέλω». Δεν θα επέτρεπε στη Σιουάν να την εκφοβίσει. Τα τελευταία απομεινάρια του οίκτου εξαφανίστηκαν, «Αν το κάνω, θέλω κάτι σε ανταπόδοση. Να μελετήσω εσένα και τη Ληάνε. Θέλω να μάθω αν το σιγάνεμα μπορεί να Θεραπευθεί».

«Δεν μπορεί», είπε κοφτά η Σιουάν. «Τώρα».

«Τα πάντα εκτός από το θάνατο θα έπρεπε να Θεραπεύονται».

«Αλλο “θα έπρεπε” και άλλο “γίνεται”, μικρή μου. Υποσχέθηκαν σ’ εμένα και στη Ληάνε ότι θα μας αφήσουν ήσυχες, Μίλα στη Φαολάιν ή στην Εμάρα, αν θέλεις να δεις τι παθαίνει όποιος μας ενοχλεί. Δεν ήταν οι πρώτες ή οι χειρότερες, όμως έκλαιγαν πιο πολύ απ’ όλες».

Ο άλλος μοχλός της. Στα πρόθυρα του πανικού όπως ήταν, τον είχε ξεχάσει, Αν υπήρχε. Μια ματιά, «Τι θα έλεγε η Σέριαμ, αν ήξερε ότι εσύ και η Ληάνε δεν είστε καθόλου έτοιμες να μαλλιοτραβηχτείτε;» Η Σιουάν απλώς συνέχισε να την κοιτάζει. «Νομίζουν ότι σας δάμασαν, ε; Όσο τα βάζετε με κείνες που δεν μπορούν να τα βάλουν μαζί σας, ενώ από την άλλη τρέχετε να υπακούσετε σε κάθε Άες Σεντάι, το θεωρούν απόδειξη. Ήταν λίγη δουλοπρέπεια αρκετή ώστε να ξεχάσουν ότι οι δυο σας είχατε δουλέψει δίπλα-δίπλα τόσα χρόνια; Ή μήπως τις πείσατε ότι το σιγάνεμα είχε αλλάξει τα πάντα, όχι μόνο τα πρόσωπά σας; Μόλις ανακαλύψουν ότι μηχανορραφείτε πίσω από την πλάτη τους, χειραγωγώντας τις, τότε θα σκούξετε χειρότερα κι από γκράντερ. Ό,τι κι αν είναι αυτό». Η Σιουάν δεν είχε παίξει καν τα βλέφαρά της. Δεν θα έχανε την ψυχραιμία της, δεν θα της ξέφευγε να παραδεχτεί τίποτα. Όμως κάτι υπήρχε σ’ εκείνη τη φευγαλέα ματιά· η Νυνάβε ήταν σίγουρη γι’ αυτό. «Θέλω να σας μελετώ όποτε το επιθυμώ. Και τον Λογκαίν». Ίσως να μάθαινε κάτι και από κει. Οι άνδρες ήταν διαφορετικοί· θα ήταν σαν να κοίταζε το πρόβλημα από άλλη πλευρά. Όχι ότι θα τον Θεράπευε, ακόμα κι αν μάθαινε πώς να το κάνει. Η διαβίβαση ήταν κάτι αναγκαίο για τον Ραντ. Δεν ήθελε να αμολήσει στον κόσμο άλλον έναν άνδρα που μπορούσε να χειριστεί τη Δύναμη. «Αν όχι, τότε ξέχνα και το δαχτυλίδι και τον Τελ’αράν’ριοντ». Τι επιδίωκε η Σιουάν; Μάλλον ήθελε απλώς να ξαναβρεθεί σε ένα μέρος που τουλάχιστον θα έμοιαζε να είναι Άες Σεντάι. Η Νυνάβε έπνιξε γοργά τον οίκτο που απειλούσε να επανακάμψει. «Και, αν ισχυριστείς ότι προσποιούμασταν τις Άες Σεντάι, τότε δεν θα έχω άλλη επιλογή παρά να μιλήσω για σένα και για τη Ληάνε. Η Ηλαίην κι εγώ μπορεί να περάσουμε άσχημες στιγμές μέχρι να φανερωθεί η αλήθεια, όμως θα φανερωθεί, και θα σε κάνει να κλάψεις όσο έκλαιγαν μαζί η Φαολάιν και η Εμάρα».