Η σιωπή βάρυνε. Πώς κατάφερνε εκείνη η γυναίκα να δείχνει τόσο ατάραχη; Η Νυνάβε πάντα σκεφτόταν πως είχε σχέση με το ότι ήταν Άες Σεντάι. Ένιωθε τα χείλη της ξερά, το μόνο μέρος του σώματός της που είχε στεγνώσει σ’ αυτή τη ζέστη. Αν έκανε λάθος, αν η Σιουάν ήταν πρόθυμη να δοκιμάσει, τότε ήξερε καλά ποια θα έκλαιγε.
Στο τέλος, η Σιουάν μουρμούρισε, «Ελπίζω η Μουαραίν να έχει κατορθώσει να χαλιναγωγήσει την Εγκουέν περισσότερο». Η Νυνάβε δεν κατάλαβε, αλλά δεν πρόλαβε να το σκεφτεί. Την άλλη στιγμή, η Σιουάν έγειρε μπροστά, με το χέρι απλωμένο. «Εσύ θα κρατήσεις το μυστικό μου κι εγώ το δικό σου. Δίδαξέ μου το δαχτυλίδι και μπορείς να μελετήσεις το σιγάνεμα και το ειρήνεμα όσο τραβά η όρεξή σου».
Η Νυνάβε μόλις που κατάφερε να μην αφήσει ένα στεναγμό ανακούφισης, καθώς έσφιγγε το απλωμένο χέρι της. Τα είχε καταφέρει. Για πρώτη φορά εδώ και αιώνες, όπως της φαινόταν, κάποια είχε προσπαθήσει να την εκφοβίσει και είχε αποτύχει. Ένιωθε σχεδόν έτοιμη να αντιμετωπίσει τη Μογκέντιεν. Σχεδόν.
Η Ηλαίην πρόφτασε τη Μιν λίγο έξω από την πίσω πόρτα του πανδοχείου και συνέχισε βαδίζοντας στο πλάι της. Η Μιν είχε παραμάσχαλα κάτι που έμοιαζε να είναι ένας μπόγος με δυο-τρία άσπρα πουκάμισα. Ο ήλιος άγγιζε τις δενδροκορφές, και στο φως, που άρχιξε να ξεθωριάζει, η μάντρα με τα άλογα είχε τη μαλακή όψη του πρόσφατα σκαμμένου χώματος, ενώ στη μέση υπήρχε ένα πελώριο κούτσουρο που πρέπει να ήταν βελανιδιάς. Ο στάβλος με τους πέτρινους τοίχους και την καλαμοσκεπή δεν είχε πορτόφυλλα, κι έτσι μέσα φαίνονταν άνδρες να κινούνται ανάμεσα σε χωρίσματα αλόγων. Κατά περίεργο τρόπο, η Ληάνε μιλούσε με έναν μεγαλόσωμο άνδρα στην άκρη της σκιάς του στάβλου. Ήταν τραχιά ντυμένος και έμοιαζε με σιδερά ή καυγατζή σε καπηλειό. Το παράξενο ήταν πόσο κοντά του στεκόταν η Ληάνε, με το κεφάλι της γερμένο, καθώς ύψωνε το πρόσωπό της για να τον κοιτάζει. Και μάλιστα, του χάιδεψε το μάγουλο, προτού γυρίσει και μπει βιαστικά στο πανδοχείο. Ο μεγαλόσωμος έμεινε να την κοιτάζει για μια στιγμή και μετά έγινε ένα με τη σκιά.
«Μη με ρωτάς τι σκαρώνει», είπε η Μιν. «Παράξενοι άνθρωποι έρχονται να δουν τη Σιουάν ή την άλλη, και μερικούς από τους άνδρες, τους... Τι να πω, το είδες μόνη σου».
Την Ηλαίην δεν την πολυένοιαζε τι έκανε η Ληάνε. Αλά τώρα που είχε ξεμοναχιάσει τη Μιν, δεν ήξερε πώς να θίξει αυτό που ήθελε. «Τι κάνεις;»
«Μπουγάδα», μουρμούρισε η Μιν, κουνώντας ενοχλημένη τα πουκάμισα. «Δεν ξέρεις πόσο ωραίο είναι να βλέπεις, έτσι, για αλλαγή, τη Σιουάν να κάνει το ποντίκι. Δεν ξέρει αν ο αετός θα τη φάει ή θα την κάνει ζωάκι του, αλλά έχει την ίδια επιλογή που αφήνει και η ίδια στους άλλους. Καμία επιλογή!»
Η Ηλαίην τάχυνε το βήμα για να την προφτάσει καθώς διέσχιζαν την αυλή. Ό,τι και να αφορούσαν όλα αυτά, δεν της έδιναν την αφορμή που ζητούσε. «Ήξερες τι θα πρότεινε ο Θομ; Θα μείνουμε εδώ».