Η Ηλαίην ξεφύσηξε, αλλά κατόρθωσε να μιλήσει ανάλαφρα. «Μη σε νοιάζει αυτό. Έχουμε άλλη μια αδελφή εμείς οι δύο, μια, την οποία δεν συναντήσαμε ποτέ. Η Αβιέντα έχει το νου της στον Ραντ και δεν κάνει δέκα βήματα χωρίς να τον φρουρούν οι Κόρες του Δόρατος». Μια Καιρχινή; Τουλάχιστον είχε συναντήσει την Μπερελαίν, ήξερε κάτι γι’ αυτήν. Όχι. Δεν θα ανησυχούσε γι’ αυτό σαν κάποια άμυαλη κοπελίτσα. Μια μεγάλη γυναίκα αντιμετώπιζε τον κόσμο όπως ήταν στην πραγματικότητα κι έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Ποια να ήταν άραγε;
Είχαν βγει σε μια ανοιχτή αυλή γεμάτη κρύες στάχτες. Εκεί υπήρχαν καζάνια, τρύπια στα σημεία που τα είχαν τρίψει να φύγει η σκουριά, που στέκονταν πλάι στον μαντρότοιχο, ο οποίος σε κάμποσα σημεία ήταν γκρεμισμένος από τα δένδρα που φύτρωναν μέσα του. Παρ’ όλο που είχαν αρχίσει να πέφτουν σκιές στην αυλή, δύο αχνιστά καζάνια κάθονταν στις φωτιές τους, και τρεις μαθητευόμενες, με τα μαλλιά κάθιδρα και με τις λευκές φούστες ανασηκωμένες και δεμένες, δούλευαν με σανίδες πλυσίματος μέσα σε πλατιές σκάφες γεμάτες σαπουνόνερα.
Η Ηλαίην έριξε μια ματιά στα πουκάμισα που είχε η Μιν παραμάσχαλα και αγκάλιασε το σαϊντάρ. «Να σε βοηθήσω μ’ αυτά». Απαγορευόταν να διαβιβάζουν για τις αγγαρείες που τους ανέθεταν —ο σωματικός μόχθος διαπλάθει χαρακτήρα, έλεγαν― αλλά αυτό δεν ήταν το ίδιο. Αν στριφογύριζε με αρκετή δύναμη τα πουκάμισα στο νερό, δεν θα υπήρχε λόγος να βρέξουν τα χέρια τους. «Πες τα μου όλα. Η Σιουάν και η Ληάνε άλλαξαν όσο δείχνουν; Πώς φτάσατε εδώ; Είναι πράγματι εδώ ο Λογκαίν; Και γιατί πλένεις τα ρούχα κάποιου άνδρα; Τα πάντα».
Η Μιν γέλασε, προφανώς από χαρά που θα άλλαζαν θέμα. «Για να πω “τα πάντα” θα ήθελα μια βδομάδα. Αλλά θα προσπαθήσω. Κατ’ αρχάς, βοήθησα τη Σιουάν και τη Ληάνε να βγουν από το μπουντρούμι, στο οποίο τις είχε ρίξει η Ελάιντα, και μετά...»
Η Ηλαίην, αφήνοντας τα ανάλογα επιφωνήματα έκπληξης, διαβίβασε Αέρα για να σηκώσει από τις φλόγες ένα καζάνι που κόχλαζε. Δεν πρόσεξε τα κατάπληκτα βλέμματα των μαθητευομένων· είχε συνηθίσει τη δύναμή της και σπανίως της περνούσε από το μυαλό ότι χωρίς ιδιαίτερη σκέψη έκανε πράγματα, τα οποία κάποιες πλήρεις Άες Σεντάι δεν μπορούσαν καθόλου να κάνουν. Ποια ήταν η τρίτη γυναίκα; Η Αβιέντα έπρεπε να τον έχει από κοντά.
51
Η Είδηση που Ήρθε στην Καιρχίν
Ένα ψιλό νήμα γαλάζιου καπνού υψωνόταν από την πίπα με το κοντό επιστόμιο που έσφιγγε στα δόντια του ο Ραντ, καθώς ακουμπούσε το ένα χέρι στο πέτρινο κιγκλίδωμα του μπαλκονιού και κοίταζε τον κήπο πιο κάτω, Οι έντονες σκιές μάκραιναν· ο ήλιος ήταν μια κόκκινη σφαίρα που έπεφτε σε έναν ανέφελο ουρανό. Δέκα μέρες στην Καιρχίν, και αυτή έμοιαζε να είναι η πρώτη στιγμή που είχε σταθεί ακίνητος χωρίς να κοιμάται. Η Σελάντε στεκόταν δίπλα τους, με το χλωμό της πρόσωπο γυρισμένο, για να κοιτάζει αυτόν και όχι τον κήπο. Τα μαλλιά της δεν ήταν περίτεχνα χτενισμένα σαν γυναίκας ανώτερου αξιώματος, όμως της πρόσθεταν είκοσι πόντους ύψος. Ο Ραντ προσπάθησε να την αγνοήσει, μα ήταν δύσκολο να αγνοήσεις μια γυναίκα που πίεζε τον σφριγηλό κόρφο της στο μπράτσο σου. Η συνάντηση είχε κρατήσει τόσο, που ο Ραντ είχε θελήσει να κάνει ένα διάλειμμα για μια στιγμή. Είχε καταλάβει ότι ήταν λάθος του μόλις η Σελάντε τον ακολούθησε έξω.
«Ξέρω μια απόμερη λιμνούλα», του είπε μαλακά, «όπου μπορεί να ξεφύγει κανείς απ’ αυτή την κάψα. Μια προφυλαγμένη λιμνούλα, που τίποτα δεν θα μας ενοχλούσε». Η μουσική της άρπας του Ασμόντιαν ακουγόταν μέσα από τις τετράγωνες αψίδες πίσω τους. Μια μελωδία ανάλαφρη, δροσερή.
Ο Ραντ ρούφηξε πιο δυνατά την πίπα του. Η κάψα. Δεν συγκρινόταν με την Ερημιά, όμως... Πλησίαζε το φθινόπωρο, αλλά το απόγευμα θύμιζε τα βάθη του καλοκαιριού. Ενός καλοκαιριού δίχως βροχές. Στον κήπο, άνδρες με κοντομάνικα πουκάμισα έριχναν νερό με κουβάδες, επίτηδες αυτήν την περασμένη ώρα, για να μην εξατμιστεί, αλλά πολλά φυτά είχαν ξεραθεί ή ξεραίνονταν. Ο καιρός αποκλείεται να ήταν φυσικός. Ο καυτός ήλιος τον περιγελούσε. Η Μουαραίν συμφωνούσε, το ίδιο και ο Ασμόντιαν, αλλά κανείς δεν ήξερε πώς και τι έπρεπε να γίνει, ούτε και ο ίδιος. Ο Σαμαήλ. Για τον Σαμαήλ κάτι θα μπορούσε να κάνει.
«Δροσερό νερό», μουρμούρισε η Σελάντε, «κι εγώ κι εσύ μόνοι». Κόλλησε πιο κοντά του, αν και ο Ραντ δεν ήξερε πώς ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο.
Αναρωτήθηκε πότε θα ερχόταν η επόμενη προσβολή. Δεν θα χιμούσε ορμητικά, ό,τι κι αν του έκανε ο Σαμαήλ. Όταν τελείωνε τη μεθοδική ενίσχυση του Δακρύου, τότε θα εξαπέλυε τον κεραυνό του. Ένα συντριπτικό πλήγμα, για να δώσει τέλος στον Σαμαήλ και για να προσθέσει επίσης το Ίλιαν στη συλλογή του. Με το Ίλιαν, το Δάκρυ και την Καιρχίν, συν ένα στρατό Αελιτών τόσο μεγάλο που μπορούσαν να πλημμυρίσουν κάθε έθνος σε λίγες βδομάδες, θα...