Выбрать главу

Η Άες Σεντάι τον κοίταξε πάλι, σμίγοντας τα φρύδια, κι αυτό δεν ήταν διόλου παράξενο. Σίγουρα δεν είχε συνηθίσει να της απευθύνονται μ’ αυτόν τον τρόπο, όποιος άνδρας κι αν ήταν, ακόμα και ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Ο ίδιος προσωπικά δεν ήξερε από πού του είχε βγει εκείνο το “αδελφούλα”· τώρα τελευταία, λέξεις έμοιαζαν να ξεφυτρώνουν στο κεφάλι του. Ίσως να ήταν μια πνοή τρέλας. Μερικές νύχτες έμενε ξύπνιος μέχρι τις μικρές ώρες, ανησυχώντας γι’ αυτό. Μέσα στο Κενό, έμοιαζε να είναι μπελάς άλλου.

«Θα πρέπει να μιλήσουμε μόνοι». Η Μουαραίν έριξε μια ψυχρή ματιά στον αρπιστή.

Ο Τζέησιν Νατάελ, όπως αποκαλούσε τον εαυτό του εδώ, κειτόταν φαρδύς-πλατύς στα μαξιλαράκια πλάι σε έναν τοίχο δίχως παράθυρα, παίζοντας απαλά την άρπα που είχε στηρίξει στο γόνατό του, που το πάνω σκέλος της ήταν σκαλισμένο και επιχρυσωμένο έτσι που να μοιάζει με τα πλάσματα στα χέρια του Ραντ. Δράκοντες, έτσι τα αποκαλούσαν οι Αελίτες. Ο Ραντ μόνο υποψίες είχε για το πού μπορεί να είχε βρει την άρπα ο Νατάελ. Ήταν ένας μελαχρινός, μεσήλικας, που παντού, εκτός από την Ερημιά του Άελ θα τον θεωρούσαν ψηλό. Το σακάκι και το παντελόνι του ήταν από σκούρο μπλε μετάξι, κατάλληλο ακόμα και για βασιλική αυλή, περίτεχνα κεντημένο με χρυσή κλωστή στο γιακά και τα μανικέτια, μ’ όλα τα ρούχα καλοκουμπωμένα και τα κορδόνια τους δεμένα παρά τη ζέστη. Τα φίνα ρούχα ήταν αταίριαστα με το μανδύα βάρδου που ήταν απλωμένος δίπλα του. Ήταν μεν καλός μανδύας, αλλά τελείως σκεπασμένος από εκατοντάδες μπαλώματα, που είχαν θαρρείς εκατοντάδες χρώματα, ραμμένα με τρόπο, ώστε να πεταρίζουν στην παραμικρή πνοή αέρα, και ήταν το χαρακτηριστικό των υπαίθριων διασκεδαστών, που περιπλανούνταν από το ένα χωριό στο άλλο και ήταν ταυτόχρονα ταχυδακτυλουργοί και ακροβάτες, μουσικοί και παραμυθάδες. Ήταν άνθρωποι που δεν φορούσαν μετάξια. Ήταν ένα δείγμα της οίησης του. Έμοιαζε απορροφημένος στη μουσική του.

«Μπορείς να πεις ό,τι θέλεις μπροστά στον Νατάελ», είπε ο Ραντ. «Στο κάτω-κάτω, είναι ο βάρδος του Αναγεννημένου Δράκοντα». Αν είχε μεγάλη σημασία να μείνει το ζήτημα μυστικό, η Μουαραίν θα τον πίεζε κι άλλο κι αυτός θα έδιωχνε τον Νατάελ, αν και δεν ήθελε να τον χάνει από τα μάτια του.

Η Εγκουέν ξεφύσηξε δυνατά και έστρωσε το σάλι στους ώμους της. «Το κεφάλι σου έχει φουσκώσει σαν παραγινωμένο πεπόνι, Ραντ αλ’Θόρ». Το είπε ρητά, σαν να δήλωνε γεγονός.

Θυμός ξέσπασε έξω από το Κενό. Όχι για τα λόγια της· η Εγκουέν είχε τη συνήθεια να του κόβει τη φόρα, ακόμα και όταν ήταν παιδιά, είτε του άξιζε είτε όχι. Τώρα τελευταία όμως του φαινόταν ότι συνεργαζόταν με την Μουαραίν και προσπαθούσε να τον ταράζει, έτσι ώστε να μπορεί η Άες Σεντάι να τον ωθεί εκεί που ήθελε. Όταν ήταν μικρότεροι, προτού μάθουν τι ήταν ο Ραντ, νόμιζαν ότι κάποια μέρα θα παντρεύονταν. Και να τώρα που έπαιρνε το μέρος της Μουαραίν και στρεφόταν εναντίον του.

Με μια σκληρή έκφραση, μίλησε πιο απότομα απ’ όσο ήθελε. «Πες μου τι θέλεις, Μουαραίν. Πες μου το εδώ και τώρα, αλλιώς περίμενε να βρω χρόνο για σένα. Έχω πολλά να κάνω». Ήταν εξόφθαλμο ψέμα. Τον περισσότερο καιρό έκανε εξάσκηση στο σπαθί με τον Λαν ή στα δόρατα με τον Ρούαρκ ή τον μάθαιναν και οι δύο να παλεύει με χέρια και πόδια. Αλλά σήμερα θα προτιμούσε να φοβερίζει αυτός, παρά να τον φοβερίζουν. Ο Νατάελ μπορούσε να ακούσει τα πάντα. Σχεδόν τα πάντα. Αρκεί να ήξερε ο Ραντ ανά πάσα στιγμή που βρισκόταν ο βάρδος.

Η Μουαραίν και η Εγκουέν έσμιξαν τα φρύδια, αλλά τουλάχιστον η πραγματική Άες Σεντάι φάνηκε να καταλαβαίνει ότι αυτή τη φορά δεν θα τον μετέπειθε. Έριξε μια ματιά στον Νατάελ, έσφιξε τα χείλη για μια στιγμή —ο άνθρωπος έμοιαζε ακόμα βυθισμένος στη μουσική του― και μετά έβγαλε ένα χοντρό πακέτο από γκρίζο μετάξι από το πουγκί της.

Αυτός το ξεδίπλωσε και ακούμπησε τα περιεχόμενά του στο τραπέζι: ένα δίσκο μεγάλο σαν ανδρική παλάμη, ο μισός σε πένθιμο μαύρο χρώμα, ο μισός σε άσπιλο λευκό, με τα δύο χρώματα να ανταμώνουν σε μια φιδίσια γραμμή σχηματίζοντας δύο ενωμένα δάκρυα. Ήταν το σύμβολο των Άες Σεντάι, πριν από το Τσάκισμα, αλλά αυτός ο δίσκος σήμαινε κάτι παραπάνω. Μόνο άλλοι επτά σαν κι αυτόν είχαν κατασκευαστεί ποτέ, οι σφραγίδες στη φυλακή του Σκοτεινού. Ή μάλλον κάθε δίσκος ήταν η εστία για μια σφραγίδα. Η Μουαραίν έβγαλε ένα μαχαίρι από τη ζώνη της, με λαβή τυλιγμένη με ασημένιο καλώδιο, κι έξυσε ελαφρά την άκρη του δίσκου. Κι από κει έπεσε ένα μικρούλικο ολόμαυρο ψήγμα.

Ο Ραντ, παρ’ όλο που τον περιέβαλλε το Κενό, άφησε μια μικρή κραυγούλα. Η ίδια η αδειανοσύνη φάνηκε να τρεμουλιάζει, και για μια στιγμή η Δύναμη απείλησε να τον κατακλύσει. «Είναι αντίγραφο; Είναι πλαστό;»