Выбрать главу

«Δεν θα ήθελες να κολυμπήσεις; Εγώ προσωπικά δεν κολυμπάω καλά, αλλά μπορείς να με μάθεις».

Ο Ραντ αναστέναξε. Για μια στιγμή, ευχήθηκε να ήταν εκεί η Αβιέντα. Όχι. Το τελευταίο που ήθελε ήταν μια μελανιασμένη Σελάντε να τρέχει ουρλιάζοντας με τα ρούχα μισοσχισμένα.

Μισοκλείνοντας τα μάτια, χαμήλωσε το βλέμμα σ’ αυτήν και μίλησε ήρεμα, δαγκώνοντας ακόμα την πίπα του. «Μπορώ να διαβιβάσω». Εκείνη βλεφάρισε, οπισθοχωρώντας χωρίς να κουνήσει κανένα μυ. Ποτέ δεν καταλάβαιναν γιατί το ανέφερε· για τους άλλους, ήταν κάτι που το προσπερνούσαν, το αγνοούσαν, αν μπορούσαν. «Λένε ότι θα τρελαθώ. Αλλά ακόμα δεν τρελάθηκα. Ακόμα». Γέλασε πνιχτά από τα βάθη του στέρνου του και μετά σταμάτησε απότομα και το πρόσωπό του έγινε ανέκφραστο. «Να σε μάθω να κολυμπάς; Θα σε κρατήσω στο νερό με τη Δύναμη. Το σαϊντίν είναι μιασμένο, ξέρεις. Το άγγιγμα του Σκοτεινού. Δεν θα το νιώσεις, όμως. Θα είναι ολόγυρά σου, αλλά δεν θα νιώσεις τίποτα». Αλλο ένα πνιχτό γελάκι, με λίγη βραχνάδα. Τα μαύρα μάτια της γούρλωσαν όσο γινόταν, το χαμόγελό της έγινε μια αρρωστημένη γκριμάτσα. «Αργότερα, λοιπόν. Θέλω να μείνω μόνος, να σκεφτώ το...» Εκείνος έσκυψε σαν να ήθελε να τη φιλήσει, κι αυτή, με μια στριγκή κραυγούλα, έκανε μια γονυκλισία, τόσο απότομα, που στην αρχή ο Ραντ νόμισε ότι είχαν λυθεί τα πόδια της.

Οπισθοχώρησε, κλίνοντας το γόνυ σε κάθε δεύτερο βήμα, μιλώντας ακατάπαυστα για την τιμή που ένιωθε υπηρετώντας τον, για τη βαθιά επιθυμία της να τον υπηρετήσει, με τη φωνή της στα πρόθυρα της υστερίας, ώσπου χτύπησε σε μια τετράγωνη αψίδα. Μισολύγισε τα γόνατα μια τελευταία φορά και χίμηξε μέσα.

Ο Ραντ με μια γκριμάτσα ξαναγύρισε στο κιγκλίδωμα. Φοβερό πράγμα οι γυναίκες. Η Σελάντε θα έβρισκε προφάσεις να πει, αν της είχε ζητήσει να φύγει, μια διαταγή θα τη θεωρούσε προσωρινό πισωγύρισμα, εκτός αν την είχε διατάξει να μην ξαναφανεί στα μάτια του, αλλά ακόμα και τότε... Ίσως αυτή τη φορά το περιστατικό θα διαδιδόταν. Έπρεπε να βάλει χαλινάρι στα νεύρα του· τώρα τελευταία, τον έπιαναν πολύ συχνά. Έφταιγε η ξηρασία, για την οποία δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, τα προβλήματα που ξεφύτρωναν σαν αγριόχορτα, όπου κι αν κοίταζε. Μερικές στιγμές ακόμα μόνος με την πίπα του. Ποιος ήθελε να κυβερνήσει ένα έθνος, αν μπορούσε να διαλέξει ευκολότερη δουλειά, παραδείγματος χάριν να κουβαλά νερό με το κόσκινο στην ανηφόρα;

Πέρα από τον κήπο, ανάμεσα σε δύο βαθμιδωτούς πύργους του Βασιλικού Παλατιού, έβλεπε την Καιρχίν, όλο σκληρές σκιές στο σκληρό φως, που θα ’λεγες πως υπέτασσε τους λόφους αντί να κυλά μαζί τους. Το πορφυρό του λάβαρο με το αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι κρεμόταν νωθρά σ’ έναν απ’ αυτούς τους πύργους, ενώ στον άλλο υπήρχε το αντίγραφο του Λάβαρου του Δράκοντα. Αυτό πετούσε σε καμιά δωδεκαριά μέρη στην πόλη, μεταξύ των οποίων και στον ψηλότερο από τους λαμπρούς ημιτελείς πύργους, ακριβώς μπροστά στα μάτια του. Εκεί, οι φωνές ήταν εξίσου μάταιες με τις διαταγές· ούτε οι Δακρυνοί ούτε οι Καιρχινοί πίστευαν ότι στ’ αλήθεια ήθελε μόνο ένα, και οι Αελίτες δεν νοιάζονταν αν υπήρχαν λάβαρα ή αν δεν υπήρχαν.

Ακόμα και τώρα, βαθιά μέσα στο παλάτι, άκουγε το μουρμουρητό μιας πόλης που ξεχείλιζε από κόσμο. Υπήρχαν πρόσφυγες από κάθε γωνιά του κόσμου, που φοβούνταν περισσότερο να επιστρέψουν στις πατρίδες τους παρά να έχουν τον Άρχοντα Δράκοντα ανάμεσά τους. Έμποροι, που τρύπωναν πουλώντας ό,τι μπορούσε να αγοράσουν οι άνθρωποι εκεί και αγοράζοντας ό,τι δεν μπορούσαν να κρατήσουν πια. Άρχοντες και ένοπλοι, που στρατεύονταν κάτω από το λάβαρό του ή κάτω από το λάβαρο κάποιου άλλου. Κυνηγοί του Κέρατος, που νόμιζαν ότι θα το έβρισκαν κάπου κοντά του· τουλάχιστον δέκα ή εκατό Προπυλιανοί ήταν έτοιμοι να το πουλήσουν στον καθένα τους. Ογκιρανοί λιθοξόοι από το Στέντιγκ Τσόφου, που ήθελαν να δουν αν υπήρχε δουλειά για τη μυθική τέχνη τους. Τυχοδιώκτες, που μερικοί ίσως πριν από μια βδομάδα να ’ταν ληστές, και είχαν έρθει να δουν τι μπορούσαν να αρπάξουν. Υπήρχαν ακόμα και εκατό περίπου Λευκομανδίτες, μολονότι αυτούς τους είχαν διώξει αμέσως μόλις είχε τελειώσει η πολιορκία. Άραγε τον αφορούσε το ότι ο Πέντρον Νάιαλ συγκέντρωνε τους Λευκομανδίτες; Η Εγκουέν του έδινε κάποιες συμβουλές, όμως έβλεπε τα πράγματα από την οπτική γωνία του Λευκού Πύργου, όποια κι αν ήταν η δική της άποψη. Η σκοπιά των Άες Σεντάι δεν έκανε γι’ αυτόν.

Τουλάχιστον, τα καραβάνια με τα σιτηρά είχαν αρχίσει να φτάνουν από το Δάκρυ κάπως τακτικά. Οι πεινασμένοι άνθρωποι ξεσπούσαν σε ταραχές. Μακάρι να ένιωθε απλώς χαρά που δεν πεινούσαν πια τόσο πολύ και να το άφηνε το ζήτημα εκεί, αλλά αυτό δεν γινόταν. Οι ληστές είχαν λιγοστέψει. Και ο εμφύλιος πόλεμος δεν είχε ξαναφουντώσει. Ακόμα. Κι άλλα καλά νέα. Έπρεπε να βεβαιωθεί ότι αυτό δεν θα άλλαζε, προτού μπορέσει να φύγει. Είχε εκατό πράγματα να φροντίσει προτού μπορέσει να καταδιώξει τον Σαμαήλ. Από τους αρχηγούς που εμπιστευόταν στ’ αλήθεια, εκείνους που είχαν εκστρατεύσει από το Ρουίντιαν μαζί του, είχαν απομείνει μόνο ο Ρούαρκ και ο Μπάελ. Αλλά, αν δεν μπορούσε να εμπιστευτεί να εκστρατεύσουν μαζί του στο Δάκρυ τις τέσσερις φατρίες που είχαν έρθει μαζί του αργά, πώς μπορούσε να τις εμπιστευτεί ανεξέλεγκτες στην Καιρχίν; Ο Ιντίριαν και οι άλλοι τον είχαν αναγνωρίσει ως Καρ’α’κάρν, αλλά τον ήξεραν όσο λίγο τους ήξερε κι ο ίδιος. Το μήνυμα εκείνο το πρωί μπορεί να σήμαινε πρόβλημα. Η Μπερελαίν, η Πρώτη του Μαγιέν, ήταν μόνο λίγες εκατοντάδες μίλια νότια της πόλης κι ερχόταν να τον βρει μ’ ένα μικρό στρατό· ο Ραντ δεν είχε ιδέα πώς είχε καταφέρει να διασχίσει με το στρατό της το Δάκρυ. Το παράξενο ήταν ότι στο γράμμα της ρωτούσε μήπως ήταν μαζί του ο Πέριν. Δίχως αμφιβολία φοβόταν ότι ο Ραντ θα ξεχνούσε τη μικρή χώρα της, αν δεν του τη θύμιζε. Ίσως θα ήταν ευχάριστο να την έβλεπε να αναμετριέται με τους Καιρχινούς, ως τελευταία μιας μακράς διαδοχής Πρώτων, οι οποίοι είχαν εμποδίσει το Δάκρυ να καταπιεί τη χώρα τους, παίζοντας το Παιχνίδι των Οίκων. Ίσως αν την άφηνε επικεφαλής εδώ... Θα έπαιρνε τον Μάιλαν και τους άλλους Δακρυνούς μαζί του όταν ερχόταν η ώρα. Αν ερχόταν ποτέ.