Όλα αυτά δεν ήταν καλύτερα απ’ αυτό που τον περίμενε μέσα. Χτύπησε την πίπα για να πέσουν τα υπολείμματα και πάτησε τις τελευταίες σπίθες του ταμπάκ με την μπότα του. Δεν θα ρίσκαρε να βάλει φωτιά στον κήπο· θα λαμπάδιαζε. Η ξηρασία. Ο αφύσικος καιρός. Κατάλαβε ότι είχε γυμνώσει τα δόντια σε μια άγρια, άηχη γκριμάτσα. Πρώτα θα καταπιανόταν με αυτά, για τα οποία ήξερε ότι μπορούσε να κάνει κάτι. Δυσκολεύτηκε να πάρει ήρεμη έκφραση προτού μπει μέσα.
Ο Ασμόντιαν, καλοντυμένος σαν άρχοντας, με ποτάμια δαντέλας στο λαιμό, έπαιζε ένα γλυκό σκοπό καθισμένος σ’ ένα σκαμνί στη γωνία, γέρνοντας στη σκούρα, αυστηρή επένδυση του τοίχου, σαν να άραζε αργόσχολα εκεί. Οι άλλοι που κάθονταν, πετάχτηκαν όρθιοι από τις καρέκλες τους όταν εμφανίστηκε ο Ραντ, και ξανακάθισαν μετά την κοφτή χειρονομία του. Ο Μάιλαν, ο Τορέαν και ο Άρακομ είχαν πιάσει σκαλιστές, επίχρυσες πολυθρόνες σε μια πλευρά του χρυσοκόκκινου χαλιού, καθένας με ένα νεαρό Δακρυνό άρχοντα πίσω του, όπως ακριβώς ήταν και οι Καιρχινοί από την απέναντι μεριά. Ο Ντομπραίν και ο Μαρίνγκιλ είχαν κι αυτοί από ένα αρχοντόπουλο πίσω τους, και το μπροστινό μέρος του κεφαλιού τους ήταν ξυρισμένο και πουδραρισμένο σαν του Ντομπραίν. Η Σελάντε, κατάχλωμη, στεκόταν δίπλα στον ώμο της Κολαβήρ, και ρίγησε όταν ο Ραντ την κοίταξε.
Συγκράτησε την έκφραση του και προχώρησε στο χαλί για να φτάσει τη δική του καρέκλα. Αυτή από μόνη της ήταν λόγος για να προσέχει την έκφρασή του. Ήταν ένα καινούριο δώρο από την Κολαβήρ και από τους άλλους δύο, φτιαγμένη στο Δακρυνό στυλ, όπως το φαντάζονταν. Πρέπει να του άρεσαν οι φανταχτεροί τρόποι των Δακρυνών· κυβερνούσε το Δάκρυ, τους είχε στείλει εδώ. Σμιλεμένοι Δράκοντες τη στήριζαν, που αστραφτοβολούσαν χρυσοκόκκινοι από τη λάκα και την επίστρωση, με μεγάλους ηλιόλιθους για τα χρυσαφένια μάτια τους. Δύο ακόμα σχημάτιζαν τα μπράτσα, ενώ άλλοι σκαρφάλωναν στη ράχη της καρέκλας. Αμέτρητοι τεχνίτες πρέπει να είχαν δουλέψει χωρίς ύπνο από την άφιξη του για να προλάβουν να την κατασκευάσουν. Ένιωθε σαν βλάκας όταν καθόταν εκεί. Η μουσική του Ασμόντιαν είχε αλλάξει· τώρα είχε ένα μεγαλόπρεπο ήχο, σαν θριαμβευτικό εμβατήριο.
Όμως υπήρχε ακόμα μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα στα μαύρα Καιρχινά μάτια που τον παρακολουθούσαν, μια επιφυλακτικότητα που καθρεφτιζόταν και στους Δακρυνούς. Υπήρχε και προτού βγει ο Ραντ έξω. Ίσως, προσπαθώντας να εκμαιεύσουν την εύνοιά του, είχαν κάνει ένα λάθος, το οποίο μόλις τώρα αντιλαμβάνονταν. Όλοι είχαν προσπαθήσει να αγνοήσουν το τι ήταν ο Ραντ, να προσποιηθούν ότι ήταν απλώς ένας νεαρός άρχοντας που τους είχε κατακτήσει, που μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν, να τον χειραγωγήσουν. Αυτή η καρέκλα —αυτός ο θρόνος― τους έδειχνε κατάμουτρα ποιος και τι στ’ αλήθεια ήταν ο Ραντ.
«Μετακινήθηκαν οι στρατιώτες σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, Άρχοντα Ντομπραίν;» Η μουσική της άρπας έσβησε όταν άνοιξε το στόμα του, καθώς ο Ασμόντιαν φάνηκε να αφοσιώνεται στο να την καμαρώνει.
Ο άνδρας με το τραχύ πρόσωπο χαμογέλασε βλοσυρά. «Μάλιστα, Άρχοντα Δράκοντα». Τίποτα παραπάνω. Ο Ραντ δεν έτρεφε την ψευδαίσθηση πως ο Ντομπραίν τον συμπαθούσε περισσότερο από τους άλλους ή, ακόμα, πως δεν θα φρόντιζε να εκμεταλλευτεί ό,τι μπορούσε προς όφελός του, όμως ο Ντομπραίν έμοιαζε έτοιμος να τηρήσει τον όρκο που είχε δώσει. Οι πολύχρωμες διακοσμητικές σχισμές στο στήθος του σακακιού του είχαν φθαρεί από το προστήθιο που φορούσε από πάνω.