Выбрать главу

Ο Μαρίνγκιλ έκατσε λίγο πιο μπροστά στην καρέκλα του, λιγνός σαν κλαρί και ψηλός για Καιρχινό, με άσπρα μαλλιά που σχεδόν άγγιζαν τους ώμους του. Το μέτωπό του δεν ήταν ξυρισμένο και το σακάκι του, με ρίγες που έφταναν σχεδόν ως τα γόνατά του, δεν έδειχνε φθαρμένο. «Αυτούς τους άνδρες τους χρειαζόμαστε εδώ, Άρχοντα Δράκοντα». Τα μάτια του Χωκ άγγιξαν ανοιγοκλείνοντας τον επίχρυσο θρόνο, εστίασαν ξανά στον Ραντ. «Υπάρχουν ακόμα πολλοί ληστές που λυμαίνονται την περιοχή». Ανακάθισε ξανά, για να μη χρειαστεί να κοιτάξει τους Δακρυνούς. Ο Μάιλαν και οι άλλοι δύο χαμογελούσαν αχνά.

«Έβαλα Αελίτες να κυνηγούν τους επιδρομείς», είπε ο Ραντ. Είχαν εντολές να μαζέψουν όσους ληστές έβρισκαν στο δρόμο τους. Και να μην πάνε ψάχνοντας. Ακόμα και οι Αελίτες δεν μπορούσαν να ψάχνουν για ληστές και ταυτόχρονα να προχωρούν γρήγορα. «Έμαθα ότι πριν από τρεις μέρες, τα Σκυλιά της Πέτρας σκότωσαν σχεδόν διακόσιους κοντά στο Μορέλ». Αυτό βρισκόταν κοντά στα νότια σύνορα που διεκδικούσαν οι Καιρχινοί τα τελευταία χρόνια, στα μισά του δρόμου προς τον ποταμό Ιράλελ. Δεν υπήρχε λόγος να αποκαλύψει σ’ αυτή τη συντροφιά ότι οι Αελίτες μπορεί να είχαν φτάσει τώρα στο ποτάμι. Μπορούσαν να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις πιο γρήγορα από έφιππους.

Ο Μαρίνγκιλ επέμεινε, σμίγοντας τα φρύδια με ανησυχία. «Υπάρχει κι άλλος λόγος. Η μισή γη μας δυτικά του Αλγκουένυα είναι στα χέρια του Άντορ». Κοντοστάθηκε. Όλοι ήξεραν ότι ο Ραντ είχε μεγαλώσει στο Άντορ· δέκα φήμες έλεγαν ότι ήταν γιος του τάδε ή του δείνα Αντορινού Οίκου, ακόμα και γιος της ίδιας της Μοργκέις, που ή τον είχαν εξορίσει επειδή μπορούσε να διαβιβάσει ή το είχε σκάσει επειδή θα τον ειρήνευαν. Ο Μαρίνγκιλ συνέχισε σαν να περπατούσε με τα μάτια δεμένα, ξυπόλητος, στις μύτες των ποδιών, ανάμεσα σε εγχειρίδια. «Η Μοργκέις δεν δείχνει να ζητά περισσότερα προς το παρόν, όμως αυτά που ήδη έχει πρέπει να τα πάρουμε πίσω. Οι αγγελιοφόροι της μάλιστα διακήρυξαν ότι έχει δικαίωμα στο―» Σταμάτησε απότομα. Κανείς τους δεν ήξερε για ποιον προόριζε ο Ραντ το Θρόνο του Ήλιου. Ίσως τον ήθελε για τη Μοργκέις.

Το σκοτεινό βλέμμα της Κολαβήρ είχε ξαναβάλει τον Ραντ στη ζυγαριά· σήμερα δεν έλεγε πολλά. Δεν θα μιλούσε, παρά μόνο όταν μάθαινε γιατί είχε χλωμιάσει έτσι η Σελάντε.

Ξαφνικά ο Ραντ ένιωσε κουρασμένος, από τους ευγενείς που χρονοτριβούσαν, από τους ελιγμούς του Ντάες Νταε’μαρ. «Θα φροντίσω για τις Αντορινές διεκδικήσεις επί της Καιρχίν όταν θα είμαι έτοιμος. Οι στρατιώτες που λέμε θα πάνε στο Δάκρυ. Θα ακολουθήσεις το καλό παράδειγμα που δίνει ο Υψηλός Άρχοντας Μάιλαν με την υπακοή του, και δεν θέλω να ξανακούσω γι’ αυτό». Στράφηκε προς τους Δακρυνούς. «Δίνεις το καλό παράδειγμα, Μάιλαν, σωστά; Κι εσύ, Άρακομ; Αν πάρω τ’ άλογο και βγω έξω αύριο, δεν θα βρω χίλιους Υπερασπιστές της Πέτρας στρατοπεδευμένους δέκα μίλια νότια που υποτίθεται ότι έχουν πάρει το δρόμο για το Δάκρυ εδώ και δύο μέρες, ε; Ούτε θα βρω δύο χιλιάδες ενόπλους από Δακρυνούς Οίκους;»

Τα αχνά χαμόγελα έσβηναν με κάθε λέξη. Ο Μάιλαν μαρμάρωσε, με τα μαύρα μάτια του να λαμπυρίζουν, και το στενό πρόσωπο του Άρακομ χλώμιασε, αν και ήταν δύσκολο να πεις αν ήταν από θυμό ή φόβο. Ο Τορέαν σκούπισε το κακομούτσουνο πρόσωπό του με ένα μεταξωτό μαντήλι που έβγαλε από το μανίκι του. Ο Ραντ κυβερνούσε το Δάκρυ και σκόπευε να συνεχίσει να το κυβερνά· το Καλαντόρ, χωμένο στην Καρδιά της Πέτρας, το αποδείκνυε. Γι’ αυτό δεν είχαν διαμαρτυρηθεί που είχε στείλει Καιρχινούς στρατιώτες στο Δάκρυ. Πίστευαν ότι θα δημιουργούσαν καινούριες περιουσίες εδώ, ίσως καινούρια βασίλεια, μακριά από εκεί που κυβερνούσε.

«Δεν θα βρεις, Άρχοντα Δράκοντα», είπε τελικά ο Μάιλαν. «Αύριο θα έρθω μαζί σου για να δεις με τα ίδια σου τα μάτια».

Ο Ραντ δεν αμφέβαλλε. Ένας καβαλάρης θα έφευγε όσο πιο σύντομα μπορούσε να το κανονίσει ο Μάιλαν, και αύριο εκείνοι οι στρατιώτες θα ήταν μακριά από κει, στο δρόμο προς το Δάκρυ. Αυτό του αρκούσε του Ραντ. Προς το παρόν. «Τελείωσα, λοιπόν. Μπορείτε να με αφήσετε».

Μερικοί τινάχτηκαν από την έκπληξη, κρύβοντάς την τόσο γρήγορα που θα ’λεγε ότι το είχε φανταστεί, και μετά όλοι σηκώθηκαν, με υποκλίσεις και με γονυκλισίες, ενώ η Σελάντε και οι νεαροί άρχοντες έκαναν βήματα προς τα πίσω. Περίμεναν περισσότερα. Η ακρόαση του Αναγεννημένου Δράκοντα κρατούσε πάντα πολύ και ήταν βασανιστική κατά τη γνώμη τους, καθώς τους έστρεφε αποφασιστικά προς την κατεύθυνση που ήθελε ο ίδιος να πάρουν, άλλοτε διακηρύσσοντας ότι κανείς Δακρυνός δεν θα διεκδικούσε εδάφη στην Καιρχίν χωρίς γάμο με έναν Καιρχινό Οίκο, άλλοτε αρνούμενος να επιτρέψει την εκδίωξη των Προπυλιανών, και άλλοτε επικυρώνοντας και για τους ευγενείς κάποιους νόμους που δεν είχαν ισχύσει ποτέ γι’ αυτούς, παρά μόνο για απλούς θνητούς.