Το βλέμμα του για μια στιγμή ακολούθησε τη Σελάντε. Δεν ήταν η πρώτη το τελευταίο δεκαήμερο. Ούτε και η δέκατη, ούτε ακόμα και η εικοστή. Είχε μπει στον πειρασμό, τουλάχιστον αρχικά. Όταν απέρριψε τη λεπτή, ευθύς αμέσως την είχε αντικαταστήσει μια παχουλή, όπως επίσης την ψηλή και τη μελαψή, για τα μέτρα των Καιρχινών, τις είχαν αντικαταστήσει μια κοντή και μια ξανθιά. Μια συνεχής έρευνα για τη γυναίκα που θα τον ευχαριστούσε. Οι Κόρες έδιωχναν εκείνες που προσπαθούσαν να τρυπώσουν στα διαμερίσματά του τις νύχτες, σταθερά αλλά πιο ευγενικά απ’ όσο είχε μεταχειριστεί η Αβιέντα τη μία που είχε πιάσει. Η Αβιέντα προφανώς αντιμετώπιζε με σχεδόν θανάσιμη σοβαρότητα το ότι ο Ραντ ήταν ιδιοκτησία της Ηλαίην. Όμως με την Αελίτικη αίσθηση του χιούμορ που διέθετε, έμοιαζε να ικανοποιείται βασανίζοντάς τον· είχε δει την ικανοποίηση στο πρόσωπό της, όταν αυτή είχε αρχίσει να ξεντύνεται για να κοιμηθεί και εκείνος δυσανασχετώντας είχε κρύψει το πρόσωπό του. Έτσι, ο Ραντ θα απεχθανόταν τη θανάσιμη σοβαρότητά της, αν δεν είχε καταλάβει αμέσως τι κρυβόταν πίσω από κείνη τη σειρά των όμορφων νεαρών.
«Αρχόντισσα Κολαβήρ».
Εκείνη ακινητοποιήθηκε μόλις άκουσε το όνομά της, με μια έκφραση ψύχραιμη και γαλήνια κάτω από τον περίτεχνο πύργο από μελαχρινές μπούκλες. Η Σελάντε δεν είχε άλλη επιλογή από το να μείνει μαζί της, αν και ήταν απρόθυμη να μείνει όσο οι άλλοι ήταν απρόθυμοι να φύγουν. Ο Μάιλαν και ο Μαρίνγκιλ υποκλίθηκαν και έφυγαν τελευταίοι, προσηλωμένοι στην Κολαβήρ, προσπαθώντας να καταλάβουν γιατί την είχε καλέσει να μείνει, ώστε δεν συνειδητοποίησαν ότι προχωρούσαν πλάι-πλάι. Τα μάτια τους ήταν ολόιδια, μαύρα και απειλητικά.
Η σκούρα πόρτα έκλεισε. «Η Σελάντε είναι πολύ όμορφη κοπέλα», είπε ο Ραντ. «Αλλά μερικοί προτιμούν την παρέα μιας πιο ώριμης... πιο έμπειρης γυναίκας. Θα δειπνήσεις μόνη μαζί μου απόψε, όταν σημάνει η Δεύτερη Αγρύπνια. Θα περιμένω αυτή την ευχάριστη στιγμή με ανυπομονησία». Της έκανε νόημα να φύγει, προτού αυτή πει κάτι, αν μπορούσε να πει. Η έκφραση της δεν άλλαξε, όμως η γονυκλισία της ήταν λιγάκι ασταθής, Η Σελάντε φαινόταν κατάπληκτη. Και απείρως ανακουφισμένη.
Όταν η πόρτα ξανάκλεισε, πίσω από τις δύο γυναίκες, ο Ραντ έγειρε πίσω το κεφάλι και γέλασε. Το γέλιο ήταν σκληρό, κοροϊδευτικό. Είχε μπουχτίσει το Παιχνίδι των Οίκων, έτσι το έπαιζε χωρίς να το σκέφτεται. Είχε αηδιάσει με τον εαυτό του που είχε φοβίσει μια γυναίκα, γι’ αυτό λοιπόν είχε φοβίσει άλλη μια. Ήταν αρκετός λόγος για να γελάσει. Η Κολαβήρ ήταν εκείνη που στεκόταν πίσω από αυτή τη σειρά των γυναικών που έπεφταν στα πόδια του. Αν η Κολαβήρ έβρισκε ένα ταίρι για τον Άρχοντα Δράκοντα, μια νεαρή που θα μπορούσε να της κινεί τα νήματα, θα είχε κι ένα νήμα δεμένο γερά στον Ραντ. Όμως άλλη ήταν η γυναίκα που προόριζε να τη ρίξει στο κρεβάτι και ίσως να την παντρέψει με τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Τώρα, η Κολαβήρ θα ίδρωνε ώρες ολόκληρες μέχρι να φτάσει η Δεύτερη Αγρύπνια. Η αρχόντισσα πρέπει να ήξερε ότι ήταν όμορφη, αν και όχι καλλονή, και, εφόσον ο Ραντ απέρριπτε όλες τις νεαρές που του έστελνε, ίσως το έκανε επειδή ήθελε μια που να είναι περίπου δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερή τους. Και θα ήξερε μέσα της ότι δεν θα τολμούσε να πει όχι στον άνδρα που είχε την Καιρχίν στη γροθιά του. Όταν πια ερχόταν το βράδυ, θα ήταν υποχωρητική, θα σταματούσε αυτή τη βλακεία. Η Αβιέντα πιθανότατα θα έκοβε το λαιμό όποια γυναίκας έβρισκε στο κρεβάτι του· εκτός αυτού, ο Ραντ δεν είχε καιρό γι’ αυτές τις φοβισμένες περιστερές που ήθελαν να θυσιαστούν για την Καιρχίν και για την Κολαβήρ. Τον περίμεναν τόσα προβλήματα και δεν είχε χρόνο.
Φως μου, τι γίνεται, αν η Κολαβήρ αποφασίσει ότι αξίζει η θυσία; Δεν ήταν απίθανο. Είχε πάγο στις φλέβες της. Τότε θα φροντίσω να παγώσει από το φόβο. Δεν θα ήταν δύσκολο. Ένιωθε το σαϊντίν ως κάτι λίγο πέρα από τα όρια της όρασής του. Ένιωθε το μόλυσμα μέσα του. Μερικές φορές, του φαινόταν πως ό,τι ένιωθε ήταν το μόλυσμα μέσα του πια, τα κατακάθια που άφηνε το σαϊντίν.
Κατάλαβε ότι αγριοκοίταζε τον Ασμόντιαν. Ο άνθρωπος έμοιαζε να τον μελετά, με ανέκφραστο πρόσωπο. Η μουσική ξανάρχισε, σαν νερό που κελαρύζει σε βράχια, κατευναστική. Ώστε χρειαζόταν κατευνασμό, ε;
Η πόρτα άνοιξε δίχως να ακουστεί χτύπος, και η Μουαραίν, η Εγκουέν και η Αβιέντα μπήκαν μαζί, με τα Αελίτικα ρούχα των νεότερων γυναικών να πλαισιώνουν τα ανοιχτογάλανα της Άες Σεντάι. Για κάθε άλλον, ακόμα και για τον Ρούαρκ ή για έναν άλλο αρχηγό που ήταν ακόμα κοντά στην πόλη, ή για άλλη μια αντιπροσωπεία Σοφών, μια Κόρη θα είχε μπει να τους αναγγείλει. Αυτές τις τρεις οι Κόρες τις έστελναν ευθεία μέσα, ακόμα κι αν ο Ραντ έκανε μπάνιο. Η Εγκουέν έριξε μια ματιά στον «Νατάελ» κι έκανε ένα μορφασμό, και η μελωδία έγινε πιο σιγανή, και για μια στιγμή περίπλοκη, σχεδόν χορός, προτού κατασταλάξει και γίνει κάτι που έμοιαζε με την ανάσα της αύρας. Ο άνθρωπος είχε ένα στραβό χαμόγελο, στραμμένο στην άρπα του.