«Μένω έκπληκτος που σε βλέπω, Εγκουέν», είπε ο Ραντ. Ανέβασε το πόδι του στο μπράτσο της καρέκλας. «Πόσο είναι ― έξι μέρες που με αποφεύγεις; Μου ’φερες κι άλλα καλά νέα; Μήπως ο Μασέμα λεηλάτησε το Αμαντορ στο όνομά μου; Ή μήπως αυτές οι Άες Σεντάι, που λες ότι με υποστηρίζουν, αποδείχθηκε πως ήταν του Μαύρου Άτζα; Όπως πρόσεξες, δεν ρωτώ ποιες είναι και πού βρίσκονται. Δεν ρωτώ καν πώς το ξέρεις. Δεν σου ζητώ να αποκαλύψεις μυστικά των Λες Σεντάι ή μυστικά των Σοφών ή ό,τι άλλο είναι. Απλώς δώσε μου τα ψίχουλα που είσαι διατεθειμένη να μου δώσεις, και άσε εμένα να ανησυχώ μήπως αυτά που δεν θέλεις να μου πεις καταλήξουν να με μαχαιρώσουν μέσα στη νύχτα».
Εκείνη τον κοίταξε γαλήνια. «Ξέρεις ό,τι χρειάζεται να ξέρεις. Και δεν θα σου πω αυτά που δεν χρειάζεται να ξέρεις». Αυτό είχε πει πριν από έξι μέρες. Ήταν εξίσου Άες Σεντάι με τη Μουαραίν, παρ’ όλο που η μια φορούσε Αελίτικα ενδύματα και η άλλη ανοιχτογάλανο μετάξι.
Η Αβιέντα δεν είχε τίποτα το γαλήνιο. Προχώρησε και στάθηκε ώμο με ώμο πλάι στην Εγκουέν, και τα πράσινα μάτια της άστραψαν, ενώ η ράχη της ήταν ίσια σαν σιδερένια βέργα. Ο Ραντ σχεδόν ξαφνιάστηκε που δεν πήγε δίπλα τους και η Μουαραίν για να τον αγριοκοιτάξουν και οι τρεις μαζί. Απ’ ό,τι φαινόταν, ο όρκος που είχε δώσει να τον υπακούει της άφηνε μεγάλο περιθώριο για ελιγμούς και οι τρεις τους έμοιαζαν να έχουν στενέψει τις σχέσεις τους μετά τον τσακωμό του με την Εγκουέν. Όχι ότι ήταν κάποιος σπουδαίος τσακωμός· δεν μπορείς να τσακωθείς καλά με μια γυναίκα που σε κοιτάζει με ψυχρό βλέμμα, δεν υψώνει τη φωνή της και, μετά την πρώτη άρνηση της να απαντήσει, κάνει ότι δεν σε ακούει όταν ξαναρωτάς.
«Τι θέλεις;» είπε.
«Αυτά ήρθαν για σένα, μέσα στην τελευταία ώρα», είπε η Μουαραίν, δίνοντάς του δύο διπλωμένα γράμματα. Η φωνή της έμοιαζε να ταιριάζει με το σκοπό του Ασμόντιαν που θύμιζε καμπανούλες.
Ο Ραντ σηκώθηκε και τα πήρε καχύποπτα. «Αν είναι για μένα, πώς και βρίσκονται στα χέρια σου;» Το ένα απευθυνόταν στον «Ραντ αλ’Θόρ» με ακριβή, γωνιώδη γραφικό χαρακτήρα, και το άλλο στον «Αναγεννημένο Άρχοντα Δράκοντα» με ρέοντα αλλά σαφή γράμματα. Οι σφραγίδες ήταν άθικτες. Τα ξανακοίταξε και ανοιγόκλεισε τα μάτια. Οι δύο σφραγίδες έμοιαζαν να είναι από το ίδιο κόκκινο κερί, η μία έφερε το αποτύπωμα της Φλόγας της Ταρ Βάλον, η άλλη έναν πύργο πάνω σε κάτι, το οποίο ο Ραντ αναγνώρισε ότι ήταν το νησί της Ταρ Βάλον.
«Ίσως ο λόγος είναι το από πού προέρχονται», απάντησε η Μουαραίν, «και από ποιους». Δεν ήταν εξήγηση, αλλά δεν θα του έλεγε τίποτα παραπάνω, εκτός αν το απαιτούσε. Ακόμα και τότε, θα έπρεπε να τη σπρώχνει βήμα το βήμα. Κρατούσε τον όρκο της, αλλά με το δικό της τρόπο. «Δεν υπάρχουν δηλητηριασμένες βελόνες στο βουλοκέρι. Ούτε και υφασμένες παγίδες».
Αυτός κοντοστάθηκε, με τον αντίχειρα πάνω στη Φλόγα της Ταρ Βάλον —δεν του είχαν περάσει αυτά από το νου― και μετά την έσπασε. Άλλη μια κόκκινη Φλόγα βρισκόταν δίπλα στην υπογραφή της Ελάιντα ντο Αβρινύ α’Ρόιχαν, που ήταν γραμμένη βιαστικά πάνω από τους τίτλους της. Τα υπόλοιπα ήταν γραμμένα με τα γωνιώδη γράμματα.
Δεν μπορεί κανείς ν’ αρνηθεί πως εσύ είσαι αυτός που αναγγέλλει η προφητεία, όμως πολλοί θα προσπαθήσουν να σε εξοντώσουν για ό,τι άλλο είσαι. Για χάρη του κόσμου, αυτό δεν μπορεί να επιτραπεί. Δύο έθνη γονάτισαν μπροστά σου, όπως επίσης και οι βάρβαροι Αελίτες, αλλά η δύναμη των θρόνων είναι σκόνη μπροστά στη Μία Δύναμη. Ο Λευκός Πύργος θα σου προσφέρει καταφύγιο και προστασία από εκείνους που αρνούνται να δουν αυτό που πρέπει να γίνει. Ο Λευκός Πύργος θα φροντίσει να ζήσεις και να δεις την Τάρμον Γκάι’ντον. Κανείς άλλος δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Μια αποστολή Άες Σεντάι θα έρθει για να σε φέρει στην Ταρ Βάλον με την τιμή και το σεβασμό που δικαιούσαι. Αυτό σου το ορκίζομαι.
«Ούτε καν ρωτάει», είπε ειρωνικά. Θυμόταν καλά την Ελάιντα, παρ’ όλο που την είχε συναντήσει μονάχα μια φορά. Ήταν μια γυναίκα τόσο σκληρή, που μπροστά της η Μουαραίν έμοιαζε με γατάκι. Η «τιμή και ο σεβασμός» που δικαιούταν. Θα έβαζε στοίχημα ότι η συνοδεία των Άες Σεντάι αριθμούσε κατά τύχη δεκατρείς γυναίκες.