Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα, και η Σομάρα έχωσε το ξανθοκίτρινο κεφάλι της στο δωμάτιο. «Ήρθε ο Μάτριμ Κώθον, Καρ’α’κάρν. Λέει ότι τον ζήτησες».
Τέσσερις ώρες πριν, αμέσως μόλις είχε ακούσει ότι ο Ματ είχε ξαναγυρίσει στην πόλη. Τι δικαιολογία θα έβρισκε αυτή τη φορά; Ήταν καιρός να τελειώνει μ’ αυτές τις δικαιολογίες. «Μείνετε», είπε στις γυναίκες. Οι Σοφές τάραζαν τον Ματ σχεδόν όσο και οι Άες Σεντάι· αυτές οι τρεις θα τον έκαναν να χάσει την ψυχραιμία του. Ο Ραντ δεν σκέφτηκε δεύτερη φορά ότι τις χρησιμοποιούσε. Θα χρησιμοποιούσε και τον Ματ επίσης. «Στείλ’ τον μέσα», Σομάρα».
Ο Ματ μπήκε με αγέρωχο βήμα στο δωμάτιο, χαμογελώντας πλατιά, λες και ήταν κοινή αίθουσα σε πανδοχείο. Το πράσινο σακάκι του ήταν ανοιχτό και τα μισά κορδόνια του πουκάμισου του ήταν λυμένα, φανερώνοντας την ασημένια αλεπουδοκεφαλή που κρεμόταν στο ιδρωμένο στέρνο του, όμως, παρά τη ζέστη, το σκούρο μεταξωτό μαντήλι ήταν τυλιγμένο γύρω από το λαιμό του για να κρύψει την ουλή του απαγχονισμού. «Συγγνώμη που άργησα τόσο. Ήταν κάτι Καιρχινοί που νόμιζαν ότι ξέρουν να παίζουν χαρτιά. Δεν ξέρει τίποτα πιο ζωηρό αυτός;» ρώτησε, κάνοντας ένα κοφτό νεύμα με το κεφάλι προς τον Ασμόντιαν.
«Απ’ ό,τι άκουσα», είπε ο Ραντ, «όλοι οι νεαροί που μπορούν να πιάσουν σπαθί θέλουν να μπουν στην Ομάδα του Κόκκινου Χεριού. Ο Ταλμέηνς και ο Ναλέσεν αναγκάζονται να διώχνουν πλήθη ολόκληρα. Και ο Ντήριντ διπλασίασε τον αριθμό των πεζών του».
Ο Ματ στάθηκε για μια στιγμή και μετά, ολοκληρώνοντας την κίνηση του, κάθισε στην καρέκλα που πριν είχε καθίσει ο Άρακομ. «Είναι αλήθεια. Γεροί, ενθουσιώδεις... νεαροί που θέλουν να γίνουν ήρωες».
«Η Ομάδα του Κόκκινου Χεριού», μουρμούρισε η Μουαραίν. «Σεν αν Κάλχαρ. Μια πραγματικά θρυλική ομάδα ηρώων, αν και οι άνδρες που την απάρτιζαν πρέπει να άλλαξαν πολλές φορές σ’ έναν πόλεμο που κράτησε πάνω από τριακόσια χρόνια. Λέγεται ότι ήταν οι τελευταίοι που σκότωσαν οι Τρόλοκ, καθώς φρουρούσαν τον ίδιο τον Ήμον, όταν αφανίστηκε η Μανέθερεν. Ο θρύλος λέει ότι μια πηγή άνοιξε εκεί που έπεσαν, για να δείχνει τον τόπο του θανάτου τους, αλλά εγώ πιστεύω πως η πηγή ήταν ήδη εκεί».
«Πού να ξέρω εγώ;» Ο Ματ άγγιξε το μενταγιόν με την αλεπουδοκεφαλή και η φωνή του δυνάμωσε. «Κάποιος βλάκας βρήκε κάπου το όνομα και όλοι άρχισαν να το λένε».
Η Μουαραίν έριξε μια ματιά στο μενταγιόν και μετά το διέγραψε από την προσοχή της. Η μικρή γαλάζια πέτρα που κρεμόταν στο μέτωπό της έμοιαζε να πιάνει το φως και να λάμπει, αν και οι γωνίες ήταν λάθος. «Φαίνεται πως είσαι πολύ γενναίος, Ματ». Το είπε ανέκφραστα, και η σιωπή που έπεσε έκανε το πρόσωπό του να σκληρύνει. «Πολύ γενναίος», του είπε τελικά, «που οδήγησες το Σεν αν Κάλχαρ πέρα από τον Αλγκουένυα και νότια εναντίον των Αντοριτών. Ακόμα πιο γενναίος απ’ όσο δείχνει αυτό, επειδή υπάρχουν φήμες ότι πήγες μόνος για ανίχνευση, και ο Ταλμέηνς και ο Ναλέσεν χρειάστηκε να καλπάσουν σκληρά για να σε προφτάσουν». Η Εγκουέν ξεφύσηξε δυνατά στο βάθος. «Δεν είναι καθόλου φρόνιμο αυτό για έναν νεαρό άρχοντα που οδηγεί τους άνδρες του».
Το χείλος του Ματ στράβωσε. «Δεν είμαι άρχοντας. Σέβομαι τον εαυτό μου».
«Μα είσαι πολύ γενναίος», είπε η Μουαραίν, σαν να μην είχε μιλήσει εκείνος. «Τα καραβάνια με τις προμήθειες των Αντοριτών κάηκαν, τα προχωρημένα φυλάκιά τους καταστράφηκαν. Και επίσης, τρεις μάχες. Τρεις μάχες και τρεις νίκες. Δίχως πολλές απώλειες μεταξύ των ανδρών σου, παρ’ όλο που υστερούσατε αριθμητικά». Η Μουαραίν άγγιξε ένα σχίσιμο στον ώμο του σακακιού του κι αυτός βυθίστηκε όσο μπορούσε πιο χαμηλά στην καρέκλα. «Σε τραβούν οι μάχες ή μήπως τις τραβάς εσύ; Σχεδόν ξαφνιάζομαι που ξαναγύρισες. Από τις ιστορίες που λέγονται, μπορεί να απωθούσες τους Αντορίτες πέρα από τον Ερίνιν, αν είχες μείνει».
«Νομίζεις ότι είναι αστείο;» αγρίεψε ο Ματ. «Αν έχεις κάτι να πεις, πες το. Παίξε όσο θέλεις τη γάτα, αλλά εγώ δεν είμαι ποντίκι». Για μια στιγμή, το βλέμμα του πετάχτηκε στην Εγκουέν και στην Αβιέντα, που παρακολουθούσαν με τα χέρια σταυρωμένα, κι άγγιξε ξανά την ασημένια αλεπουδοκεφαλή. Σίγουρα αναρωτιόταν. Το μενταγιόν είχε εμποδίσει να τον αγγίξει η διαβίβαση μιας γυναίκας. Θα εμπόδιζε τρεις;
Ο Ραντ απλώς παρακολουθούσε. Παρακολουθούσε τον φίλο του που τον ανάγκαζαν να υποταχθεί γι’ αυτό που ήθελε να του κάνει. Τι άλλο μου έχει μείνει εκτός από την αναγκαιότητα; Ήταν μια γοργή σκέψη, που πέρασε και έφυγε. Θα έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει.
Η φωνή της Άες Σεντάι απέκτησε ένα στρώμα κρυστάλλινης παγωνιάς καθώς μιλούσε, σχεδόν σαν ηχώ. «Όλοι κάνουμε αυτό που πρέπει, όπως ορίζει το Σχήμα. Για κάποιους υπάρχει λιγότερη ελευθερία από άλλους. Δεν έχει σημασία αν διαλέγουμε ή μας διαλέγουν. Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει».