Ο Ματ δεν φαινόταν καθόλου υποταγμένος. Επιφυλακτικός, ναι, και σίγουρα θυμωμένος, αλλά όχι υποταγμένος. Έμοιαζε με γάτο που τρία λαγωνικά τον είχαν στριμώξει στη γωνία. Με γάτο που σκόπευε να αντισταθεί πολύ προτού πεθάνει. Έμοιαζε να έχει ξεχάσει ότι υπήρχε άλλος στο δωμάτιο εκτός από τον ίδιο και τις τρεις γυναίκες. «Πάντα ζορίζεις τους ανθρώπους για να πάνε εκεί που θες, ε; Τους κλωτσάς, αν δεν μπορείς να τους σύρεις από τη μύτη. Μα το αίμα και τις στάχτες! Μη με αγριοκοιτάζεις, Εγκουέν, μιλάω όπως μου αρέσει. Που να καώ! Μόνο η Νυνάβε λείπει από δω πέρα, να τραβά την πλεξούδα της μέχρι να την ξεριζώσει, και η Ηλαίην να κοιτάζει με τη μύτη ψηλά. Χαίρομαι που δεν είναι, ν’ ακούσει τα νέα, αλλά ακόμα και να είχατε τη Νυνάβε, δεν θα με στριμώχνατε―»
«Τι νέα;» είπε κοφτά ο Ραντ. «Νέα που δεν θα έπρεπε να ακούσει η Ηλαίην;»
Ο Ματ κοίταξε τη Μουαραίν. «Εννοείς ότι υπάρχει κάτι που δεν έχεις ξετρυπώσει ακόμα;»
«Τι νέα, Ματ;» ζήτησε να μάθει ο Ραντ.
«Η Μοργκέις είναι νεκρή».
Η Εγκουέν άφησε μια κοφτή κραυγούλα και σήκωσε τα χέρια στο στόμα της, κάτω από μάτια που έμοιαζαν με πελώριους κύκλους. Η Μουαραίν ψιθύρισε κάτι που μπορεί να ήταν προσευχή. Τα δάχτυλα του Ασμόντιαν δεν δίστασαν στιγμή στην άρπα.
Ο Ραντ ένιωθε σαν να τον είχαν ξεκοιλιάσει. Ηλαίην, συγχώρεσέ με. Και μια αμυδρή ηχώ, παραλλαγμένη. Ιλυένα, συγχώρεσε με. «Είσαι βέβαιος;»
«Όσο βέβαιος μπορώ να είμαι χωρίς να δω το πτώμα. Φαίνεται ότι ο Γκάεμπριλ ονομάστηκε Βασιλιάς του Άντορ. Και της Καιρχίν, επίσης. Υποτίθεται ότι το έκανε η Μοργκέις. Οι καιροί χρειάζονται δήθεν ένα δυνατό ανδρικό χέρι, κάτι τέτοιο, λες και θα μπορούσε κάποιος να είναι πιο δυνατός από την ίδια τη Μοργκέις. Έλα όμως που οι Αντορίτες κάτω στο νότο άκουσαν φήμες ότι η Μοργκέις δεν έχει φανεί εδώ και βδομάδες. Κάτι παραπάνω από φήμες. Πες μου τι σημαίνουν όλα αυτά μαζί. Το Άντορ ποτέ δεν είχε βασιλιά, μα τώρα έχει, και η βασίλισσα εξαφανίστηκε. Ο Γκάεμπριλ ήθελε την Ηλαίην νεκρή. Προσπάθησα να της το πω, αλλά ξέρεις πώς αυτή κάνει πάντα ότι ξέρει πιο πολλά απ’ όσα ένας αγρότης με λασπωμένα πόδια. Νομίζω ότι ο Γκάεμπριλ δεν θα δίσταζε στιγμή να κόψει το λαιμό μιας βασίλισσας».
Ο Ραντ κατάλαβε ότι καθόταν στην άκρη μιας καρέκλας απέναντι από τον Ματ, αν και δεν θυμόταν να είχε κινηθεί. Η Αβιέντα τον έπιασε από τον ώμο. Το βλέμμα της ήταν γεμάτο έγνοια. «Καλά είμαι», της είπε τραχιά. «Δεν χρειάζεται να φωνάξεις τη Σομάρα». Το πρόσωπό της κοκκίνισε, όμως αυτός σχεδόν δεν το πρόσεξε.
Η Ηλαίην ποτέ δεν θα μπορούσε να τον συγχωρήσει. Ο Ραντ ήξερε ότι ο Ράχβιν —ο Γκάεμπριλ― κρατούσε τη Μοργκέις αιχμάλωτη, όμως το είχε αγνοήσει, επειδή ο Αποδιωγμένος ίσως περίμενε ότι θα τη βοηθούσε. Και είχε καταλήξει να κυνηγά τον Κουλάντιν αντί να κάνει αυτό που σχεδίαζε, Το ήξερε, και είχε συγκεντρώσει την προσοχή του στον Σαμαήλ. Επειδή εκείνος τον κορόιδευε. Η Μοργκέις μπορούσε να περιμένει, ενώ αυτός θα τσάκιζε την παγίδα του Σαμαήλ και μαζί της τον ίδιο τον Σαμαήλ. Κι έτσι η Μοργκέις ήταν νεκρή. Η μητέρα της Ηλαίην ήταν νεκρή. Η Ηλαίην θα τον καταριόταν στο νεκροκρέβατό της.
«Ένα πράγμα θα σου πω», έλεγε στο μεταξύ ο Ματ. «Υπάρχουν πολλοί στρατιώτες της βασίλισσας εδώ κάτω. Δεν ξέρουν αν θέλουν να πολεμήσουν για έναν βασιλιά. Βρες την Ηλαίην. Οι μισοί θα έρθουν τρέχοντας να σε βοηθήσουν να τη βάλεις στο―»
«Σκάσε!» γάβγισε ο Ραντ. Τόσο έτρεμε από την οργή του, που η Εγκουέν έκανε πίσω, και ακόμα και η Μουαραίν τον κοίταζε προσεκτικά. Το χέρι της Αβιέντα στον ώμο του σφίχτηκε, όμως αυτός το τίναξε καθώς σηκωνόταν. Η Μοργκέις ήταν νεκρή επειδή ο ίδιος δεν είχε κάνει τίποτα. Ήταν σαν να κρατούσε κι ο ίδιος το μαχαίρι μαζί με τον Ράχβιν. Η Ηλαίην. «Θα πάρει την εκδίκησή της. Ο Ράχβιν, Ματ. Όχι ο Γκάεμπριλ. Ο Ράχβιν. Θα τον γκρεμοτσακίσω, ακόμα κι αν είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω!»
«Ωχ, μα το αίμα και τις στάχτες!» στέναξε ο Ματ.
«Αυτό είναι τρέλα». Η Εγκουέν μόρφασε, σαν να είχε συνειδητοποιήσει τι είχε πει, όμως συνέχισε με τη σταθερή, γαλήνια φωνή της. «Έχεις ακόμα πολλή δουλειά στην Καιρχίν, για να μην αναφέρω τους Σάιντο στο βορρά, και δεν ξέρω τι άλλο σχεδιάζεις στο Δάκρυ. Σκοπεύεις να ξεκινήσεις ακόμα έναν πόλεμο, ενώ έχεις ήδη κάνει δύο, με μια ρημαγμένη γη;»
«Όχι πόλεμο. Εγώ θα το κάνω. Μπορώ να είμαι στο Κάεμλυν μέσα σε μια ώρα. Επιδρομή —σωστά, Ματ;― επιδρομή, όχι πόλεμος. Θα ξεριζώσω την καρδιά του Ράχβιν». Η φωνή του ήταν ένα σφυρί. Ένιωθε φωτιά να γεμίζει τις φλέβες του. «Μακάρι να είχα τις δεκατρείς αδελφές της Ελάιντα μαζί μου, για να τον συντρίψουν, να τον παραδώσουν στη δικαιοσύνη. Να δικαστεί και να κρεμαστεί για φόνο. Αυτό θα ήταν δικαιοσύνη. Αλλά αναγκαστικά θα πεθάνει μ’ όποιον τρόπο μπορέσω να τον σκοτώσω».