«Αύριο», είπε μαλακά η Μουαραίν.
Ο Ραντ την αγριοκοίταξε. Όμως είχε δίκιο. Αύριο θα ήταν καλύτερα. Μια νύχτα για να κρυώσει η οργή του. Έπρεπε να είναι ψυχρός όταν θα στεκόταν μπροστά στον Ράχβιν. Τώρα ήθελε να αρπάξει το σαϊντίν και να το ρίξει γύρω του, καταστρέφοντας. Η μουσική του Ασμόντιαν είχε αλλάξει πάλι και τώρα ήταν ένας σκοπός που έπαιζαν στην πόλη οι πλανόδιοι μουσικοί κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Ακόμα την άκουγες καμιά φορά όταν περνούσε κάποιος Καιρχινός αριστοκράτης. «Ο Ανόητος που Νόμιζε πως ήταν Βασιλιάς». «Βγες έξω, Νατάελ. Βγες έξω!»
Ο Ασμόντιαν σηκώθηκε ήρεμα, κάνοντας μια υπόκλιση, όμως το πρόσωπό του ήταν παγερό και διέσχισε το δωμάτιο γοργά, σαν να μην ήξερε τι θα γινόταν αν αργούσε ένα δευτερόλεπτο ακόμα. Πάντα τον πίεζε, όμως ίσως αυτή τη φορά τον είχε πιέσει υπερβολικά. Όπως άνοιγε την πόρτα, ο Ραντ ξαναμίλησε.
«Θα σε δω απόψε. Ή θα σε δω νεκρό».
Αυτή τη φορά, η υπόκλιση του Ασμόντιαν δεν ήταν τόσο ατάραχη. «Όπως προστάζει ο Άρχοντας Δράκοντας», είπε βραχνά, βγήκε κι έκλεισε βιαστικά την πόρτα.
Οι τρεις γυναίκες κοίταξαν τον Ραντ ανέκφραστες, χωρίς ν’ ανοιγοκλείνουν τα μάτια.
«Φύγετε και εσείς οι υπόλοιποι». Ο Ματ σχεδόν πήδηξε προς την πόρτα. «Όχι εσύ. Έχω κι άλλα να σου πω».
Ο Ματ σταμάτησε προτού φτάσει στην πόρτα, αναστέναξε δυνατά κι έπαιξε με το μενταγιόν του. Ήταν ο μόνος που είχε κουνηθεί.
«Δεν έχεις δεκατρείς Άες Σεντάι», είπε η Αβιέντα, «αλλά έχεις δύο. Κι εμένα. Μπορεί να μην ξέρω όσα ξέρει η Μουαραίν Σεντάι, αλλά είμαι δυνατή όσο η Εγκουέν, και ο χορός δεν μου είναι κάτι ξένο». Εννοούσε το χορό των σπαθιών, όπως έλεγαν οι Αελίτες τη μάχη.
«Ο Ράχβιν είναι δικός μου», της είπε ήσυχα. Ίσως η Ηλαίην του έδινε κάποια συγχώρεση, αν τελικά εκείνος έπαιρνε εκδίκηση για τη μητέρα της. Μάλλον όχι, όμως ίσως αυτός μπορούσε να συγχωρήσει τον εαυτό του. Λιγάκι. Ανάγκασε τα χέρια του να μείνουν χαμηλωμένα στα πλευρά, να μην κάνουν γροθιά.
«Θα χαράξεις μια γραμμή στο χώμα και θα του πεις να περάσει αν τολμά;» ρώτησε η Εγκουέν. «Θα του βγάλεις τη γλώσσα; Μήπως σκέφτηκες ότι μπορεί ο Ράχβιν να μην είναι μόνος, αν τώρα αυτοαποκαλείται Βασιλιάς του Άντορ; Θα είναι άδικος κόπος, αν εμφανιστείς εκεί και κάποιος φρουρός σου τρυπήσει με βέλος την καρδιά».
Θυμόταν που είχε ευχηθεί να μην του έβαζε η Εγκουέν τις φωνές, όμως τότε ήταν πιο εύκολο. «Σκόπευα, νομίζεις, να πάω μόνος;» Έτσι σκόπευε· δεν είχε σκεφτεί να πάρει κάποιον για να του φυλά τα νώτα, αν και τώρα άκουγε έναν αδύναμο ψίθυρο. Του αρέσει να πλησιάζει από πίσω ή από τα πλάγια. Δεν μπορούσε να σκεφτεί σχεδόν καθόλου καθαρά. Ο θυμός του έμοιαζε να έχει αποκτήσει δική του ζωή, να σκαλίζει τις φωτιές που τον έκαναν να βράζει. «Αλλά όχι με σένα. Είναι επικίνδυνο. Η Μουαραίν μπορεί να έρθει, αν θέλει».
Η Εγκουέν και η Αβιέντα δεν κοιτάχτηκαν, προτού προχωρήσουν μπροστά, αλλά οι κινήσεις τους ήταν ολόιδιες, και δεν σταμάτησαν, παρά μόνο όταν η Αβιέντα αναγκάστηκε να γείρει πίσω το κεφάλι της για να τον κοιτάξει κατάματα.
«Η Μουαραίν μπορεί να έρθει, αν θέλει», είπε η Εγκουέν.
Αν η φωνή της ήταν λείος πάγος, η φωνή της Αβιέντα ήταν λιωμένη πέτρα. «Αλλά είναι πολύ επικίνδυνο για μας».
«Ο πατέρας μου είσαι; Μήπως σε λένε Μπραν αλ’Βέρ;»
«Αν έχεις τρία δόρατα, αφήνεις τα δύο κατά μέρος επειδή είναι πιο καινούρια;»
«Δεν θέλω να σας βάλω σε κίνδυνο», είπε εκείνος παγωμένα.
Η Εγκουέν ύψωσε τα φρύδια. «Α, ναι;» Αυτό ήταν όλο.
«Δεν είμαι γκαϊ’σάιν σου». Η Αβιέντα του έδειξε τα δόντια της. «Ποτέ δεν θα διαλέξεις τι κινδύνους θα αντιμετωπίσω, Ραντ αλ’Θόρ. Ποτέ. Μάθε το τώρα».
Μπορούσε να... Τι; Να τις τυλίξει στο σαϊντίν και να τις αφήσει; Δεν μπορούσε να τις θωρακίσει. Μπορεί κι αυτές με τη σειρά τους να τον παγίδευαν. Τι μπλέξιμο, κι όλα αυτά εξαιτίας του πείσματός τους.
«Έχεις προβλέψει για φρουρούς», είπε η Μουαραίν, «αλλά τι θα γίνει, αν μαζί με τον Ράχβιν είναι και η Σέμιραγκ ή η Γκρένταλ; Ή η Λανφίαρ; Αυτές οι δύο ίσως νικούσαν έναν τέτοιο, όμως μπορείς εσύ να αντιμετωπίσεις μόνος αυτήν και τον Ράχβιν μαζί;»
Είχε φανεί κάτι στη φωνή της όταν είχε μνημονεύσει το όνομα της Λανφίαρ. Μήπως φοβόταν ότι, αν ήταν η Λανφίαρ εκεί, τότε ίσως τελικά ο Ραντ έπαιρνε το μέρος της; Τι θα έκανε, αν η Λανφίαρ ήταν όντως εκεί; Τι θα μπορούσε να κάνει; «Ας έρθουν», είπε μέσα από τα σφιγμένα δόντια του. «Θα φύγετε τώρα;»
«Όπως προστάζεις», είπε η Μουαραίν, αλλά δεν φάνηκαν να βιάζονται. Η Αβιέντα και η Εγκουέν έσιαξαν με σχολαστική φροντίδα τα επώμιά τους προτού ξεκινήσουν προς την πόρτα. Άρχοντες κι αρχόντισσες μπορεί να έτρεχαν να τον υπακούσουν, όμως αυτές ποτέ.