«Δεν προσπάθησες να με μεταπείσεις», είπε απότομα.
Εννοούσε τη Μουαραίν, αλλά η Εγκουέν μίλησε πρώτη, αν και απευθύνθηκε στην Αβιέντα, και με χαμόγελο. «Το να σταματήσεις έναν άνδρα από το να κάνει αυτό που θέλει είναι σαν να παίρνεις το γλυκό ενός παιδιού. Μερικές φορές πρέπει να το κάνεις, αλλά μερικές φορές απλώς δεν αξίζει τον κόπο». Η Αβιέντα ένευσε.
«Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει», ήταν η απάντηση της Μουαραίν. Στεκόταν στην πόρτα κι έμοιαζε πιο πολύ με Άες Σεντάι από κάθε άλλη φορά που θυμόταν ο Ραντ, αγέραστη, με μαύρα μάτια έτοιμα να τον καταπιούν, λεπτή και λυγερή αλλά με βασιλική πόζα, που θα επιβαλλόταν σε ένα δωμάτιο γεμάτο βασίλισσες, έστω κι αν δεν μπορούσε να διαβιβάσει ούτε σπίθα. Εκείνη η γαλάζια πέτρα στο μέτωπό της αιχμαλώτιζε πάλι το φως. «Θα τα πας καλά, Ραντ».
Εκείνος έμεινε να κοιτάζει την πόρτα πολλή ώρα αφότου έκλεισε πίσω τους.
Ο συρτός ήχος από μπότες του υπενθύμισε την παρουσία του Ματ. Προσπαθούσε να ξεγλιστρήσει προς την πόρτα, προχωρώντας αργά, ώστε να μην τον δει.
«Θέλω να σου μιλήσω, Ματ».
Ο Ματ έκανε μια γκριμάτσα. Αγγίζοντας την αλεπουδοκεφαλή σαν φυλαχτό, στριφογύρισε για να αντικρίσει τον Ραντ. «Αν νομίζεις ότι θα ρισκάρω το τομάρι μου επειδή έτσι θα κάνουν αυτές οι χαζές, ξέχνα το. Δεν είμαι ήρωας και δεν θέλω να γίνω. Η Μοργκέις ήταν όμορφη γυναίκα —τη συμπαθούσα μάλιστα· όσο μπορείς να συμπαθήσεις μια βασίλισσα― όμως ο Ράχβιν είναι ο Ράχβιν, που να καείς, κι εγώ δεν―»
«Σκάσε κι άκου. Πρέπει να σταματήσεις να τρέχεις».
«Που να καώ, δεν σταματάω! Δεν το διάλεξα εγώ αυτό το παιχνίδι και δεν πρόκειται να―»
«Είπα, σκάσε!» Ο Ραντ έσπρωξε με το δάχτυλο την αλεπουδοκεφαλή, κάνοντάς την να κολλήσει στο στήθος του Ματ. «Ξέρω πού το βρήκες αυτό. Ήμουν κι εγώ εκεί, το ξέχασες; Έκοψα το σχοινί απ’ όπου κρεμόσουν. Δεν ξέρω τι ακριβώς σου έβαλαν στο κεφάλι, όμως ό,τι κι αν είναι, το χρειάζομαι. Οι αρχηγοί φατρίας ξέρουν από πόλεμο, όμως με κάποιον τρόπο ξέρεις κι εσύ, ίσως και καλύτερα. Χρειάζομαι αυτές τις γνώσεις! Να, λοιπόν, τι θα κάνεις, μαζί με την Ομάδα του Κόκκινου Χεριού...»
«Να προσέχετε αύριο», είπε η Μουαραίν.
Η Εγκουέν κοντοστάθηκε στην πόρτα του δωματίου της. «Φυσικά και θα προσέχουμε» Ένιωθε αναγούλα στο στομάχι της, όμως η φωνή της ήταν σταθερή. «Ξέρουμε πόσο επικίνδυνο θα είναι να τα βάλουμε με έναν Αποδιωγμένο». Από την έκφραση της Αβιέντα, θα έλεγες ότι συζητούσαν τι θα έτρωγαν για βραδινό. Αλλά βέβαια εκείνη ποτέ δεν φοβόταν τίποτα.
«Το ξέρετε, ε;» μουρμούρισε η Μουαραίν. «Να προσέχετε πάντως, είτε νομίζετε ότι είναι κοντά σας κάποιος Αποδιωγμένος είτε όχι. Ο Ραντ θα σας χρειαστεί και τις δύο στις μέρες που έρχονται. Χειρίζεστε καλά τα νεύρα του ― αν και πρέπει να πω ότι οι μέθοδοί σας είναι ασυνήθιστες. Θα χρειαστεί ανθρώπους που δεν θα τους διώξουν και δεν θα τους φοβίζουν οι κρίσεις οργής του, οι οποίοι θα του λένε αυτό που πρέπει να ακούσει κι όχι αυτό που νομίζουν ότι θέλει να ακούσε».
«Εσύ το κάνεις αυτό, Μουαραίν», της είπε η Εγκουέν.
«Φυσικά. Όμως, κι έτσι ακόμα, σας χρειάζεται. Αναπαυθείτε καλά. Η αυριανή μέρα θα είναι... δύσκολη για όλους μας». Κατέβηκε το διάδρομο, περνώντας από τη σκοτεινιά σε μια λίμνη φωτός από τη λάμπα και πάλι στη σκοτεινιά. Η νύχτα έπεφτε σ’ αυτούς τους γεμάτους σκιές διαδρόμους και το λάδι δεν περίσσευε.
«Θα μείνεις ακόμα λίγο μαζί μου, Αβιέντα;» ρώτησε η Εγκουέν. «Έχω όρεξη για συζήτηση, όχι για φαγητό».
«Πρέπει να πω στην Άμυς τι υποσχέθηκα να κάνω αύριο. Και πρέπει να είμαι στην κρεβατοκάμαρα του Ραντ αλ’Θόρ όταν επιστρέψει».
«Η Ηλαίην δεν θα μπορέσει ποτέ να παραπονεθεί ότι δεν παρακολουθούσες στενά τον Ραντ για χάρη της. Στ’ αλήθεια είχες πιάσει την Αρχόντισσα Μπερεγουίν από τα μαλλιά και την έσερνες στο διάδρομο;»
Τα μάγουλα της Αβιέντα κοκκίνισαν λιγάκι. «Νομίζεις ότι αυτές οι Άες Σεντάι στο —Σαλιντάρ;― θα τον βοηθήσουν;»
«Πρόσεχε αυτό το όνομα, Αβιέντα. Δεν πρέπει να αφήσουμε τον Ραντ να τις βρει χωρίς προετοιμασία». Στην κατάσταση που βρισκόταν τώρα ο Ραντ, ήταν πιθανότερο να τον ειρηνέψουν ή να στείλουν κι αυτές δεκατρείς αδελφές, παρά να τον βοηθήσουν. Θα έπρεπε να σταθεί ανάμεσά τους στον Τελ’αράν’ριοντ, μαζί με τη Νυνάβε και με την Ηλαίην, ελπίζοντας ότι εκείνες οι Άες Σεντάι θα έπαιρναν μια δεσμευτική απόφαση να τον βοηθήσουν, προτού ανακάλυπταν πόσο κοντά βρισκόταν ο Ραντ στο χείλος του γκρεμού.
«Θα προσέχω. Αναπαύσου καλά. Και να φας καλά απόψε. Το πρωί, μη φας τίποτα. Δεν είναι καλό να χορεύεις τα δόρατα με γεμάτο στομάχι».
Η Εγκουέν την παρακολούθησε να απομακρύνεται με μεγάλες δρασκελιές, και μετά πίεσε το στομάχι της. Της φαινόταν ότι δεν θα μπορούσε να φάει ούτε απόψε ούτε το πρωί. Ο Ράχβιν. Ίσως και η Λανφίαρ ή κάποια από τις άλλες. Η Νυνάβε τα είχε βάλει με τη Μογκέντιεν και είχε νικήσει. Η Νυνάβε όμως ήταν δυνατότερη από την Εγκουέν και την Αβιέντα, τις φορές που μπορούσε να διαβιβάσει. Ίσως να μην υπήρχε άλλος δικός τους εκεί. Ο Ραντ είχε πει ότι οι Αποδιωγμένοι δεν εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλο. Μακάρι να έκανε λάθος ή, τουλάχιστον, να μην ήταν τόσο σίγουρος. Η Εγκουέν τρόμαζε όταν μερικές φορές της φαινόταν ότι έβλεπε έναν άλλο να κοιτάζει μέσα από τα μάτια του Ραντ, όταν άκουγε τις λέξεις ενός άλλου να βγαίνουν από το στόμα του. Αυτό δεν έπρεπε να συμβαίνει· όλοι αναγεννιόνταν με το γύρισμα του Τροχού. Όμως δεν ήταν όλοι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Η Μουαραίν δεν ήθελε να μιλήσει γι’ αυτό. Τι θα έκανε ο Ραντ, αν ήταν εκεί η Λανφίαρ; Η Λανφίαρ αγαπούσε τον Λουζ Θέριν Τέλαμον, όμως τι ένιωθε ο Δράκοντας γι’ αυτήν; Πόσο μέρος του Ραντ ήταν ακόμα ο Ραντ;