«Θα ζαλιστείς έτσι», είπε σταθερά. «Δεν είσαι παιδί. Φέρσου σαν γυναίκα».
Όταν μια υπηρέτρια της έφερε φασολάκια, πατάτες και φρέσκοζυμωμένο ψωμί για δείπνο, πίεσε τον εαυτό της να φάει. Είχε γεύση στάχτης.
Ο Ματ διέσχισε με ταχύ βήμα τους κακοφωτισμένους διαδρόμους του παλατιού και άνοιξε διάπλατα την πόρτα των δωματίων που είχαν δώσει στον νεαρό ήρωα της μάχης με το Σάιντο. Όχι ότι είχε περάσει πολλές ώρες εκεί· σχεδόν καθόλου. Οι υπηρέτες είχαν ανάψει δύο λάμπες. Ήρωας! Δεν ήταν ήρωας! Τι κέρδιζαν οι ήρωες; Μια Άες Σεντάι, που σε χάιδευε στο κεφάλι σαν σκύλο προτού σε στείλει να κάνεις πάλι τα ίδια. Μια αριστοκράτισσα, που καταδεχόταν να σε ευνοήσει μ’ ένα φιλί ή να αφήσει ένα λουλούδι στον τάφο σου. Άρχισε να κάνει βόλτες στον προθάλαμο, για μια φορά χωρίς να σκέφτεται πόσο κόστιζε το Ιλιανό χαλί με τα λουλουδάκια ή οι καρέκλες και τα μπαούλα και τα τραπέζια που ήταν στολισμένα με χρυσάφι και με φίλντισι.
Η θυελλώδης σύσκεψή του με τον Ραντ είχε συνεχιστεί μέχρι το ηλιοβασίλεμα· ο Ματ προσπαθούσε να τον αποφύγει και να αρνηθεί, ενώ ο Ραντ τον ακολουθούσε πεισματικά σαν τον Γερακόφτερο μετά το Πέρασμα Κόουλ. Τι μπορούσε να κάνει; Αν ξανάπαιρνε το άλογο να φύγει, ο Ταλμέηνς κι ο Ναλέσεν σίγουρα θα τον ακολουθούσαν με όσους έφιππους μπορούσαν να μαζέψουν, περιμένοντας ότι ο Ματ θα έβρισκε άλλη μια μάχη. Και να δεις που θα την έβρισκε· αυτό ήταν που τον έκανε να ανατριχιάζει. Όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, η Άες Σεντάι είχε δίκιο. Τον τραβούσε η μάχη ή την τραβούσε αυτός. Κανείς δεν θα μπορούσε να πασχίσει πιο σκληρά για να αποφύγει τη μάχη απ’ όσο είχε κάνει ο Ματ στην άλλη μεριά του Αλγκουένυα. Ακόμα και ο Ταλμέηνς είχε σχολιάσει το γεγονός. Ώσπου τη δεύτερη φορά που απομακρύνονταν προσεκτικά από μια δύναμη Αντοριτών βρέθηκαν σε μέρος που δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να πολεμήσουν μια άλλη. Και κάθε φορά ένιωθε τα ζάρια να γυρίζουν στο μυαλό του· τώρα ήταν σχεδόν σαν προειδοποίηση ότι του έμελλε μάχη μετά τον επόμενο λόφο.
Υπήρχε πάντα ένα πλοίο, ή ίσως να υπήρχε, στο μόλο πλάι στις φορτηγίδες με τα σιτηρά. Ήταν δύσκολο να συναντήσεις μάχη, αν ήσουν σε πλοίο στη μέση του ποταμού. Μόνο που οι Αντορίτες κατείχαν τη μια όχθη του Αλγκουένυα στο μισό του μήκους του από την πόλη και κάτω. Με την τύχη που είχε, το πλοίο θα προσάραζε στη δυτική όχθη με το μισό Αντορινό στρατό να έχει στρατοπεδεύσει εκεί.
Αρα το μόνο που έμενε ήταν να κάνει αυτό που ήθελε ο Ραντ. Ήδη μπορούσε να το δει με το νου του.
«Καλή σου ημέρα, Υψηλέ Άρχοντα Γουίραμον, και σε όλους εσάς τους Υψηλούς Αρχοντες και τις Αρχόντισσες. Είμαι ένας τζογαδόρος, ένα αγροτόπαιδο, και ήρθα εδώ για να αναλάβω τη διοίκηση του καμένου του στρατού σας! Ο καμένος ο Αναγεννημένος Άρχοντας Δράκοντας θα έρθει να μας βρει μόλις ξεμπερδέψει από κάτι που του έτυχε!»
Αρπαξε το δόρυ με το μαύρο κοντάρι από τη γωνία και το εξαπέλυσε στην άλλη άκρη του δωματίου. Αυτό χτύπησε μια ταπισερί —μια σκηνή κυνηγιού― και τον πέτρινο τοίχο πίσω της με ένα δυνατό κρακ κι ύστερα έπεσε στο πάτωμα, αφήνοντας τους κυνηγούς κομμένους στα δύο. Έβρισε και όρμηξε να τη μαζέψει. Η λεπίδα σπαθιού που είχε μήκος εξήντα πόντους ούτε είχε ραγίσει ούτε είχε στραβώσει. Φυσικά. Ήταν έργο των Άες Σεντάι.
Αγγιξε με το δάχτυλο τα κοράκια στη λεπίδα. «Θα γλιτώσω ποτέ από τα έργα των Άες Σεντάι;»
«Τι είπες;» ρώτησε η Μελίντρα από την πόρτα.
Την κοίταξε, καθώς άφηνε το δόρυ γερτό στον τοίχο, και αυτή τη φορά για αλλαγή δεν σκέφτηκε τα χρυσά μαλλιά της ή τα καταγάλανα μάτια της ή το σφριγηλό κορμί της. Απ’ ό,τι φαινόταν, όλοι οι Αελίτες πήγαιναν κάποια στιγμή στο ποτάμι για να σταθούν ατενίζοντας σιωπηλά τόσο πολύ νερό που ήταν μαζεμένο σε ένα μέρος, όμως η Μελίντρα πήγαινε σχεδόν κάθε μέρα. «Βρήκε πλοία ο Καντίρ ή ακόμα;» Ο Καντίρ δεν θα πήγαινε στην Ταρ Βάλον με τις φορτηγίδες.