«Οι άμαξες του πραματευτή είναι ακόμα εκεί. Για... πλοία, δεν ξέρω». Πρόφερε αδέξια την άγνωστη λέξη. «Γιατί θες να μάθεις;»
«Θα φύγω για λίγο. Για τον Ραντ», έσπευσε να προσθέσει. Το πρόσωπό της ήταν υπερβολικά ανέκφραστο. «Θα σε έπαιρνα μαζί μου, αν μπορούσα, αλλά δεν θα ήθελες να αφήσεις τις Κόρες». Με πλοίο ή με το άλογό του; Και πού; Αυτό ήταν το ερώτημα. Θα έφτανε στο Δάκρυ γρηγορότερα μ’ ένα ταχύ ποταμόπλοιο παρά με τον Πιπς. Αν ήταν τόσο ανόητος, ώστε να κάνει αυτήν την επιλογή. Αν είχε επιλογή.
Το στόμα της Μελίντρα σφίχτηκε για μια στιγμή. Προς έκπληξη του, όχι επειδή θα την άφηνε. «Ξαναμπαίνεις λοιπόν στη σκιά του Ραντ αλ’Θόρ. Κέρδισες μεγάλη τιμή μόνος σου, τόσο στους Αελίτες όσο και στους υδρόβιους. Δική σου τιμή, όχι τιμή καθρεφτισμένη από τον Καρ’α’κάρν».
«Ας πάρει την τιμή του να την πάει στο Κάεμλυν ή στο Χάσμα του Χαμού, δεν με νοιάζει. Μην ανησυχείς. Από τιμή θα βρω μπόλικη. Θα γράψω να σου τα πω. Από το Δάκρυ». Το Δάκρυ; Ποτέ δεν θα ξέφευγε από τον Ραντ ή από τις Άες Σεντάι, αν έκανε αυτή την επιλογή.
«Θα πάει στο Κάεμλυν;»
Ο Ματ έκρυψε ένα μορφασμό. Δεν έπρεπε να πει τίποτα γι’ αυτό. Όποιες άλλες αποφάσεις κι αν έπαιρνε, τουλάχιστον αυτό μπορούσε να το κάνει, «Είπα ένα όνομα στην τύχη. Εξαιτίας των Αντοριτών που είναι κάτω στο νότο, φαντάζομαι. Δεν έχω ιδέα πού θα―»
Δεν είχε καμία προειδοποίηση. Τη μια στιγμή η Μελίντρα απλώς στεκόταν εκεί και την άλλη το πόδι της ήταν στη μέση του, μ’ ένα χτύπημα που του έβγαλε τον αέρα από τα πνευμόνια και τον έκανε να διπλωθεί στα δύο. Με τα μάτια γουρλωμένα, πάλεψε να μείνει όρθιος, να ισιώσει το κορμί, να σκεφτεί. Η Μελίντρα στριφογύρισε σαν χορεύτρια προς τα πίσω και το άλλο της πόδι τον βρήκε στο κεφάλι και τον έκανε να οπισθοχωρήσει σκοντάφτοντας. Δίχως παύση, εκείνη πήδηξε καταπάνω του, απλώνοντας το πόδι σε μια κλωτσιά, και η μαλακή σόλα της μπότας της τον βρήκε με δύναμη στο πρόσωπο.
Όταν τα μάτια του καθάρισαν και μπόρεσε να δει, ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, στην άλλη άκρη του δωματίου απ’ αυτήν. Ένιωθε αίμα στο πρόσωπό του. Το κεφάλι του έμοιαζε βαρύ και το δωμάτιο φαινόταν να κουνιέται. Τότε την είδε να βγάζει ένα μαχαίρι από το πουγκί της, με λεπτή λεπίδα, όχι πιο μεγάλη από την παλάμη της, που άστραψε στο φως της λάμπας. Τύλιξε το σούφα γύρω από το κεφάλι της με μια γοργή κίνηση και σήκωσε το μαύρο πέπλο στο πρόσωπό της.
Αυτός, ζαλισμένος, κινήθηκε ενστικτωδώς, χωρίς σκέψη. Η λεπίδα βγήκε μέσα από το μανίκι του, άφησε το χέρι του σαν να έπλεε μέσα σε μέλι. Μόνο τότε συνειδητοποίησε τι είχε κάνει και άπλωσε απελπισμένα το χέρι, προσπαθώντας να την προφτάσει.
Η λαβή του μαχαιριού του ξεπρόβαλε ανάμεσα στα στήθη της. Σωριάστηκε στα γόνατα, έπεσε πίσω.
Ο Ματ σηκώθηκε με κόπο, τρέμοντας, στα τέσσερα. Δεν θα μπορούσε να σηκωθεί, ακόμα κι αν κρεμόταν απ’ αυτό η ζωή του, όμως σύρθηκε κι έφτασε πλάι της, μουρμουρίζοντας αναστατωμένα. «Γιατί; Γιατί;»
Της παραμέρισε το πέπλο και τα καθαρά, γαλανά μάτια εστίασαν πάνω του. Του χαμογέλασε. Αυτός δεν κοίταζε τη λαβή του μαχαιριού. Του δικού του μαχαιριού. Ήξερε πού βρισκόταν η καρδιά σ’ ένα κορμί. «Γιατί, Μελίντρα;»
«Πάντα μου άρεσαν τα όμορφα μάτια σου», είπε εκείνη μαλακά, τόσο αχνά, που αυτός ίσα που την άκουσε.
«Γιατί;»
«Μερικοί όρκοι είναι πιο σημαντικοί από άλλους, Ματ Κώθον». Η λεπτή λεπίδα ανέβηκε γοργά, μ’ όλη τη δύναμη που της απέμενε, και η μύτη έκανε την αλεπουδοκεφαλή που κρεμόταν να φτάσει στο στήθος του. Το ασημένιο μενταγιόν κανονικά δεν θα μπορούσε να σταματήσει λεπίδα, όμως η γωνία ήταν κατά τι λάθος, και κάποια κρυμμένη ρωγμή του ατσαλιού έκανε τη λεπίδα να σπάσει από τη λαβή, καθώς ο Ματ της έπιανε το χέρι. «Έχεις την τύχη του Μεγάλου Άρχοντα».
«Γιατί;» ζήτησε να μάθει αυτός. «Που να καείς, γιατί;» Ήξερε ότι δεν θα υπήρχε απάντηση. Το στόμα της έμεινε ανοιχτό, σαν να ήθελε να πει κάτι ακόμα, όμως τα μάτια της ήταν σαν γυάλινα.
Έκανε να ξανασηκώσει το πέπλο της, να της κρύψει το πρόσωπο και τα μάτια που ατένιζαν, και μετά άφησε το χέρι του να πέσει. Είχε σκοτώσει άνδρες και Τρόλοκ, ποτέ όμως γυναίκα. Ποτέ γυναίκα ως τώρα. Οι γυναίκες τού χαμογελούσαν· ακόμα κι όταν τις άφηνε, του χαμογελούσαν, λες και θα τον καλοδέχονταν, αν ξαναγύριζε. Αυτό ήταν το μόνο που ήθελε από τις γυναίκες· ένα χαμόγελο, ένα χορό, ένα φιλί και να τον θυμούνται με στοργή.
Συνειδητοποίησε ότι οι σκέψεις του ήταν ασυνάρτητες. Πήρε τη δίχως λεπίδα λαβή από το χέρι της Μελίντρα —ήταν νεφρίτης σε χρυσάφι, με χρυσές σφήκες― και το πέταξε στο μαρμάρινο τζάκι, ελπίζοντας να γίνει χίλια κομμάτια. Ήθελε να κλάψει, να ουρλιάξει. Δεν σκοτώνω γυναίκες! Τις φιλώ, δεν τις...!