Έπρεπε να σκεφτεί καθαρά. Γιατί; Σίγουρα δεν το είχε κάνει επειδή ο Ματ θα έφευγε. Δεν είχε αντιδράσει σχεδόν καθόλου σ’ αυτό. Εκτός αυτού, πίστευε ότι ο Ματ κυνηγούσε την τιμή· αυτό ανέκαθεν το επιδοκίμαζε. Του τράβηξε αόριστα την προσοχή κάτι που είχε πει, και μετά το θυμήθηκε, νιώθοντας ρίγος. Την τύχη του Μεγάλου Άρχοντα. Ο Ματ το είχε ακούσει αλλιώς αυτό, πολλές φορές. Την τύχη του Σκοτεινού. «Σκοτεινόφιλη». Ερώτηση ή βεβαιότητα; Μακάρι αυτή η σκέψη να απάλυνε στο νου του αυτό που είχε κάνει. Θα θυμόταν το πρόσωπό της ως τον τάφο του.
Το Δάκρυ. Σχεδόν της είχε πει ότι θα πήγαινε στο Δάκρυ. Το εγχειρίδιο. Χρυσές μέλισσες σε νεφρίτη. Θα στοιχημάτιζε ότι ήταν εννιά, χωρίς να κοιτάξει. Εννιά χρυσές μέλισσες σε πράσινο φόντο. Το σήμα του Ίλιαν. Όπου κυβερνούσε ο Σαμαήλ. Μήπως ο Σαμαήλ τον φοβόταν; Πώς μπορεί να τον ήξερε καν ο Σαμαήλ; Μόλις πριν από λίγες ώρες του το είχε ζητήσει ο Ραντ —του το είχε πει― και δεν ήταν ούτε και ο ίδιος σίγουρος για το τι θα έκανε. Μήπως ο Σαμαήλ δεν ήθελε να το ρισκάρει; Σίγουρα. Ένας Αποδιωγμένος να φοβάται έναν τζογαδόρο, όσο κι αν το κεφάλι του ξεχείλιζε από τις πολεμικές γνώσεις άλλων ανδρών. Ήταν γελοίο.
Όλα σ’ αυτό κατέληγαν. Θα μπορούσε να πιστέψει ότι η Μελίντρα δεν ήταν Σκοτεινόφιλη, ότι είχε αποφασίσει να τον σκοτώσει από καπρίτσιο, ότι δεν υπήρχε σχέση μεταξύ μιας λαβής από νεφρίτη με χρυσές μέλισσες και του ότι ο Ματ θα πήγαινε στο Δάκρυ για να οδηγήσει έναν στρατό ενάντια στο Ίλιαν. Θα μπορούσε να τα πιστέψει αυτά, αν ήταν βλάκας με περικεφαλαία. Καλύτερα να φυλάγεσαι, πάντα αυτό έλεγε. Ένας από τους Αποδιωγμένους τον είχε προσέξει. Ο Ματ σίγουρα δεν στεκόταν πια στη σκιά του Ραντ.
Γλιστρώντας στο πάτωμα, προχώρησε και κάθισε με το σαγόνι στα γόνατα και με τη ράχη κόντρα στην πόρτα, κοιτώντας το πρόσωπο της Μελίντρα, προσπαθώντας να αποφασίσει τι θα έκανε. Όταν μια υπηρέτρια χτύπησε, φέρνοντας του το δείπνο, της φώναξε να φύγει. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να φάει. Τι θα έκανε; Ευχήθηκε να μην ένιωθε τα ζάρια να γυρίζουν στο μυαλό του.
52
Επιλογές
Ο Ραντ άφησε κάτω το ξυράφι, σκούπισε τα υπολείμματα της σαπουνάδας που είχε στο πρόσωπό του και άρχισε να δένει τα κορδόνια του πουκάμισου του. Το φως της αυγής χυνόταν από τις τετράγωνες αψίδες που έβγαζαν στο μπαλκόνι της κρεβατοκάμαράς του· είχαν κρεμάσει τις βαριές χειμωνιάτικες κουρτίνες, αλλά τις είχαν δέσει στην άκρη, για να μπαίνει μια πνοή αέρα. Θα ήταν ευπαρουσίαστος όταν θα σκότωνε τον Ράχβιν. Η σκέψη έκανε ένα θύλακο οργής να ξεπηδήσει από τα σπλάχνα του. Τον πίεσε να ξαναγυρίσει εκεί. Θα ήταν ευπαρουσίαστος και γαλήνιος. Ψυχρός. Δεν θα έκανε λάθη.
Όταν έστριψε από τον καθρέφτη με την επίχρυση κορνίζα, η Αβιέντα καθόταν στο τυλιγμένο στρωματάκι της με την πλάτη στον τοίχο, κάτω από μια ταπισερί που απεικόνιζε απίστευτα ψηλούς χρυσούς πύργους. Ο Ραντ είχε προτείνει να βάλουν άλλο ένα κρεβάτι στο δωμάτιο, όμως εκείνη ισχυριζόταν ότι τα στρώματα παραήταν μαλακά για ύπνο. Τον παρακολουθούσε προσηλωμένη, με το μισοφόρι της ξεχασμένο στο χέρι. Ο Ραντ είχε φροντίσει να μην κοιτάζει γύρω του ενώ ξυριζόταν, για να της δώσει χρόνο να ντυθεί, όμως, εκτός από τις λευκές κάλτσες της, η Αβιέντα δεν φορούσε τίποτα.
«Δεν θα σε ντρόπιαζα μπροστά στους άλλους άνδρες», του είπε ξαφνικά.
«Να με ντροπιάσεις; Τι εννοείς;»
Εκείνη σηκώθηκε με μια άνετη κίνηση, εξαιρετικά χλωμή εκεί που δεν την άγγιζε ο ήλιος, λεπτή με σκληρούς μυς, όμως όλο στρογγυλή, μαλακή σάρκα που στοίχειωνε τα όνειρά του. Τόσες φορές επιδείκνυε τον εαυτό της η Αβιέντα, αλλά ήταν η πρώτη που ο Ραντ είχε αφήσει τον εαυτό του να την κοιτάξει απροκάλυπτα, όμως εκείνη δεν φαινόταν να το αντιλαμβάνεται. Τα μεγάλα πρασινογάλανα μάτια της ήταν καρφωμένα στα δικά του. «Δεν ζήτησα από τη Σούλιν να φέρει την Ενάιλα ή τη Σομάρα ή τη Λαμέλ την πρώτη εκείνη μέρα. Ούτε ζήτησα απ’ αυτές να σε προσέχουν ή να κάνουν κάτι, αν στραβοπατούσες. Δική τους ήταν η ανησυχία αυτή».
«Απλώς με άφησες να πιστεύω ότι θα με μάζευαν σαν μωρό, αν δεν έκανα αυτό που έπρεπε. Τι λεπτή διάκριση».
Ο σαρκαστικός τόνος του της διέφυγε τελείως. «Αναγκάστηκες να προσέχεις, και το χρειαζόσουν».
«Καταλαβαίνω», της είπε ξερά. «Τέλος πάντων, σ’ ευχαριστώ για την υπόσχεση ότι δεν θα με ντροπιάσεις».
Εκείνη χαμογέλασε. «Δεν είπα τέτοιο πράγμα, Ραντ αλ’Θόρ. Είπα όχι μπροστά στους άλλους άνδρες. Αν χρειαστεί, για το καλό σου...» Το χαμόγελο της έγινε πιο φωτεινό.
«Έτσι θα έρθεις;» Έκανε μια ενοχλημένη χειρονομία, δείχνοντάς την από πάνω ως κάτω.