Выбрать главу

Εκείνη δεν είχε δείξει ποτέ την παραμικρή ντροπή όντας γυμνή μπροστά του —κάθε άλλο― όμως τώρα κοιτάχτηκε και μετά τον είδε να την κοιτάζει και το πρόσωπό της κοκκίνισε. Ξαφνικά, την περικύκλωσε ένας ανεμοστρόβιλος από σκούρο καφέ μαλλί και λευκό αλγκόντ, που πετούσαν και φοριούνταν τόσο γρήγορα, ώστε έμοιαζε να διαβιβάζει. «Τακτοποίησες τα πάντα;» ακούστηκε από κάπου εκεί μέσα. «Μίλησες στις Σοφές; Άργησες να γυρίσεις χθες το βράδυ. Ποιος άλλος θα έρθει μαζί μας; Πόσους μπορείς να πάρεις; Όχι υδρόβιους, ελπίζω. Δεν μπορείς να τους εμπιστευτείς. Πάνω απ’ όλα, όχι δενδροφονιάδες. Μπορείς στ’ αλήθεια να μας μεταφέρεις στο Κάεμλυν μέσα σε μια ώρα; Είναι σαν αυτό που έκανα τη νύχτα που...; Θέλω να πω, πώς θα το κάνεις; Δεν μου αρέσει να εμπιστεύομαι τον εαυτό μου σε πράγματα που δεν ξέρω και δεν καταλαβαίνω».

«Όλα έχουν τακτοποιηθεί, Αβιέντα». Γιατί είχε πάρει φόρα η γλώσσα της; Και γιατί δεν ήθελε να αντικρίσει το βλέμμα του; Ο Ραντ είχε συναντηθεί με τον Ρούαρκ και με τους άλλους αρχηγούς που ήταν ακόμα κοντά στην πόλη· δεν τους πολυάρεσε το σχέδιό του, αλλά το είχαν δει από τη σκοπιά του τζι’ε’τόχ, και κανένας δεν είχε θεωρήσει ότι ο Ραντ είχε άλλη επιλογή. Το συζήτησαν γρήγορα, συμφώνησαν, και μετά έστρεψαν τη συζήτηση σε άλλα θέματα. Τίποτα που να έχει σχέση με τους Αποδιωγμένους ή με το Ίλιαν ή έστω με μάχες. Μίλησαν για κυνήγι, για γυναίκες, για το αν το Καιρχινό μπράντυ συγκρινόταν με το ουσκουάι ή το ταμπάκ των υδρόβιων με αυτό που φύτρωνε στην Ερημιά. Για μια ώρα, είχε σχεδόν ξεχάσει τι τον περίμενε. Ευχήθηκε να ήταν με κάποιον τρόπο λάθος η Προφητεία του Ρουίντιαν, ότι δεν θα αφάνιζε αυτούς τους ανθρώπους. Οι Σοφές είχαν έρθει να τον βρουν, μια αντιπροσωπεία με πάνω από πενήντα μέλη, που τις είχε ειδοποιήσει η ίδια η Αβιέντα, με αρχηγούς την Άμυς και τη Μελαίν και την Μπάιρ· ή ίσως τη Σορίλεα· με τις Σοφές καμιά φορά ήταν δύσκολο να καταλάβεις ποια ήταν επικεφαλής. Δεν είχαν έρθει να τον μεταπείσουν για κάτι —ήταν πάλι το τζι’ε’τόχ στη μέση — αλλά για να βεβαιωθούν ότι καταλάβαινε ότι η υποχρέωσή του στην Ηλαίην δεν ήταν ανώτερη της υποχρέωσης που είχε στους Αελίτες, και τον είχαν κρατήσει στην αίθουσα συναντήσεων ώσπου να ικανοποιηθούν γι’ αυτό. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, παρά μόνο αν τις παραμέριζε με βία για να φτάσει στην πόρτα. Αυτές οι γυναίκες, όταν ήθελαν, ήξεραν να αγνοούν τις κραυγές εξίσου καλά με την Εγκουέν. «Θα βρούμε πόσους μπορώ να πάρω όταν το δοκιμάσω. Μόνο Αελίτες». Με λίγη τύχη, ο Μάιλαν και ο Μαρίνγκιλ και οι υπόλοιποι δεν θα καταλάβαιναν ότι είχε φύγει, παρά μόνο εκ των υστέρων. Αν ο Πύργος είχε κατασκόπους στην Καιρχίν, μπορεί να είχαν και οι Αποδιωγμένοι, και πώς μπορούσε να εμπιστευθεί ότι θα κρατούσαν μυστικό άνθρωποι που δεν έβλεπαν τον ήλιο να χαράζει δίχως να θελήσουν να χρησιμοποιήσουν το γεγονός στο Ντάες Νταε’μάρ;

Μέχρι αυτός να βάλει ένα κόκκινο σακάκι, κεντημένο με χρυσάφι, από φίνο μαλλί κατ’ εξοχήν κατάλληλο για Βασιλικό Παλάτι, είτε στο Κάεμλυν είτε στην Καιρχίν —η σκέψη τον ευθύμησε, μ’ ένα ζοφερό τρόπο― στο μεταξύ η Αβιέντα ήταν σχεδόν ντυμένη. Ο Ραντ θαύμαζε

το πώς μπορούσε να φορά τα ρούχα της τόσο γρήγορα και να μην είναι το δωμάτιο άνω κάτω. «Μια γυναίκα ήρθε χθες τη νύχτα όταν έλειπες».

Φως μου! Είχε λησμονήσει την Κολαβήρ. «Τι έκανες;»

Εκείνη κοντοστάθηκε ενώ έδενε τα κορδόνια της μπλούζας της, και το βλέμμα της πήγε ν’ ανοίξει τρύπα στο κεφάλι του, όμως ο τόνος της ήταν ανέμελος. «Την συνόδευσα στα διαμερίσματά της, όπου συζητήσαμε για λίγο. Δεν θα έρθουν άλλες πεταχτούλες δενδροφόνισσες να ξύνουν την πόρτα της σκηνής σου, Ραντ αλ’Θόρ».

«Ακριβώς αυτό που επιδίωκα, Αβιέντα. Φως μου! Τη χτύπησες πολύ; Δεν μπορείς να τριγυρνάς δέρνοντας αρχόντισσες. Έχω ήδη τόσους μπελάδες μ’ αυτούς τους ανθρώπους, δεν θέλω να μου δημιουργείς κι άλλους».

Εκείνη ξεφύσηξε δυνατά και καταπιάστηκε πάλι με τα κορδόνια της. «Αρχόντισσες! Η γυναίκα είναι πάντα γυναίκα, Ραντ αλ’Θόρ. Εκτός αν είναι Σοφή», πρόσθεσε με περίσκεψη. «Αυτή που λέμε, κάθεται ανάλαφρα τώρα το πρωί, όμως οι μελανιές της κρύβονται και με μιας μέρας ανάπαυση θα μπορέσει να ξαναβγεί από τα διαμερίσματά της. Και τώρα έχει μάθει το σωστό. Της είπα ότι, αν σου προκαλέσει άλλους μπελάδες —οποιουδήποτε είδους― θα πάω να της ξαναμιλήσω. Για πολύ περισσότερη ώρα. Θα κάνει ό,τι της λες, όταν της το λες. Το παράδειγμά της θα διδάξει και άλλες. Οι δενδροφονιάδες δεν καταλαβαίνουν τίποτα άλλο».

Ο Ραντ αναστέναξε. Δεν θα διάλεγε, δεν θα μπορούσε να διαλέξει ο ίδιος, τέτοια μέθοδο, ίσως όμως έφερνε αποτέλεσμα. Ή ίσως να έκανε την Κολαβήρ και τις υπόλοιπες πιο πανούργες από δω και μετά. Μπορεί η Αβιέντα να μην ανησυχούσε για επιπτώσεις σε βάρος της ―ο Ραντ θα ξαφνιαζόταν, αν της είχε περάσει καν από το νου το ενδεχόμενο― όμως η γυναίκα που είναι η Υψηλή Έδρα ενός ισχυρού οίκου δεν ήταν σαν μια νεαρή αριστοκράτισσα ενός χαμηλότερου βαθμού. Όποιο κι αν ήταν το αποτέλεσμα για τον ίδιο, η Αβιέντα μπορεί να έβρισκε κάποιους να την περιμένουν σε ένα σκοτεινό διάδρομο και να της ανταποδώσουν στο δεκαπλάσιο αυτό που είχε κάνει στην Κολαβήρ ή και ακόμα χειρότερο. «Την άλλη φορά, άσε με να κουμαντάρω την κατάσταση με το δικό μου τρόπο. Εγώ είμαι ο Καρ’α’κάρν, μην το ξεχνάς».