Выбрать главу

«Έχεις σαπουνάδα από το ξύρισμα στο αυτί σου, Ραντ αλ’Θόρ».

Μουρμουρίζοντας, άρπαξε τη ριγέ πετσέτα και φώναξε, «Εμπρός!» όταν ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα.

Μπήκε ο Ασμόντιαν, με λευκή δαντέλα στο λαιμό και τα μανίκια του μαύρου σακακιού του, τη θήκη της άρπας ριγμένη στον ώμο κι ένα σπαθί στο πλευρό. Θα ’λεγε κανείς ότι ήταν χειμώνας, κρίνοντας από την ψυχρή έκφρασή του, όμως τα μαύρα μάτια του ήταν ανήσυχα.

«Τι θέλεις, Νατάελ;» ρώτησε απότομα ο Ραντ. «Σου έδωσα οδηγίες χθες το βράδυ».

Ο Ασμόντιαν έγλειψε τα χείλη κι έριξε ένα βλέμμα στην Αβιέντα, που τον κοίταζε συνοφρυωμένη. «Σοφές οδηγίες. Φαντάζομαι ότι θα μπορούσα να μάθω κάτι προς όφελός σου, αν έμενα εδώ να παρακολουθώ, όμως όλες οι γλώσσες σήμερα το πρωί λένε για τις τσιρίδες που ακούγονταν χθες το βράδυ από τα διαμερίσματα της Αρχόντισσας Κολαβήρ. Λένε ότι σε δυσαρέστησε, αν και κανείς δεν φαίνεται να ξέρει πώς ακριβώς. Η αβεβαιότητα τους κάνει όλους διστακτικούς. Αμφιβάλλω αν θα ανασάνει κανείς τις επόμενες μέρες δίχως να συλλογιστεί πρώτα πώς θα το πάρεις». Το πρόσωπο της Αβιέντας έδειχνε ανυπόφορη αυταρέσκεια.

«Θέλεις λοιπόν να έρθεις μαζί μου;» είπε μαλακά ο Ραντ. «Θέλεις να είσαι πίσω μου όταν θα αντιμετωπίσω τον Ράχβιν;»

«Υπάρχει καλύτερο μέρος για τον ραψωδό του Άρχοντα Δράκοντα; Αλλά, ακόμα καλύτερα, έτσι θα με έχεις μπροστά στα μάτια σου. Όπου θα μπορέσω να δείξω την αφοσίωση μου. Δεν είμαι δυνατός». Η γκριμάτσα του Ασμόντιαν θα φαινόταν αρκετά φυσιολογική για έναν άνδρα που παραδέχεται κάτι τέτοιο, όμως για μια στιγμή ο Ραντ ένιωσε το σαϊντίν να γεμίζει τον άλλο άνδρα, ένιωσε το μόλυσμα που στράβωνε το στόμα του Ασμόντιαν. Μόνο για μια στιγμή, αλλά του ήταν αρκετό για να κρίνει. Αν ο Ασμόντιαν είχε αντλήσει όσο μπορούσε, τότε με μεγάλη δυσκολία θα τα έβαζε έστω και με μια Σοφή που μπορούσε να διαβιβάζει. «Δεν είμαι δυνατός, αλλά ίσως σε βοηθήσω με άλλον τρόπο».

Ο Ραντ ευχήθηκε να μπορούσε να δει τη θωράκιση που είχε υφάνει η Λανφίαρ. Είχε πει ότι θα διαλυόταν με τον καιρό, όμως ο Ασμόντιαν δεν φαινόταν να μπορεί να διαβιβάσει πιο δυνατά τώρα απ’ όσο την πρώτη μέρα που είχε βρεθεί στα χέρια του Ραντ. Ίσως να του είχε πει ψέματα, για να δώσει ψεύτικες ελπίδες στον Ασμόντιαν, για να πιστέψει ο Ραντ ότι ο άλλος θα δυνάμωνε και θα του δίδασκε περισσότερα απ’ όσα στην πραγματικότητα. Έτσι δρα η Λανφίαρ. Δεν ήξερε αν η σκέψη ήταν δική του ή του Λουζ Θέριν, όμως σίγουρα ήταν αληθινή.

Η μακριά παύση είχε κάνει τον Ασμόντιαν να ξαναγλείψει τα χείλη του. «Εδώ, μια-δυο μέρες δεν έχουν σημασία. Θα έχεις γυρίσει ή θα είσαι νεκρός. Άσε με να αποδείξω την αφοσίωσή μου. Ίσως μπορέσω να κάνω κάτι. Το βάρος μιας τρίχας ίσως σε βοηθήσει να γείρεις την πλάστιγγα». Άλλη μια φορά χύθηκε μέσα του το σαϊντίν, όμως ήταν ξανά μια ασθενική ροή. «Ξέρεις τις επιλογές μου. Πιάνομαι απ’ αυτή τη χούφτα γρασίδι εδώ στο χείλος του γκρεμού και προσεύχομαι να κρατήσει άλλη μια στιγμή. Αν αποτύχεις, είμαι χειρότερα κι από νεκρό. Πρέπει να σε δω νικηφόρο, ζωντανό». Βλέποντας ξαφνικά την Αβιέντα, φάνηκε να συνειδητοποιεί ότι ίσως είχε πει πολλά. Το γέλιο του είχε κάτι κούφιο. «Αλλιώς, πώς θα συνθέσω τα τραγούδια της δόξας του Άρχοντα Δράκοντα; Ο βάρδος πρέπει να έχει υλικό για να δουλέψει». Η ζέστη δεν άγγιζε τον Ασμόντιαν —ισχυριζόταν ότι ήταν ένα κόλπο του μυαλού, όχι με τη Δύναμη― όμως τώρα κόμποι ιδρώτα ανάβλυζαν στο μέτωπό του.

Να τον είχε μπροστά στα μάτια του ή να τον άφηνε πίσω; Ίσως ο Ασμόντιαν θα έτρεχε να βρει κρυψώνα μόλις άρχιζε να αναρωτιέται τι να γινόταν άραγε στο Κάεμλυν. Ο Ασμόντιαν θα ήταν ο άνθρωπος που ήταν μέχρι να πεθάνει και να ξαναγεννηθεί, και ίσως παντοτινά. «Μπροστά στα μάτια μου», είπε ήσυχα ο Ραντ, «Και, αν υποψιαστώ ότι θα με δυσαρεστήσει το πού θα ρίξει το βάρος η τρίχα...»

«Θέτω την αφοσίωσή μου στο έλεος του Άρχοντα Δράκοντα», μουρμούρισε ο Ασμόντιαν, υποκλινόμενος. «Με την άδεια του Άρχοντα Δράκοντα, θα περιμένω έξω».

Ο Ραντ κοίταξε ολόγυρα στο δωμάτιο, καθώς ο άλλος έβγαινε, περπατώντας ανάποδα, ακόμα με την υπόκλιση. Το σπαθί του Ραντ βρισκόταν στο δουλεμένο με χρυσάφι σεντούκι στην άκρη του κρεβατιού και ο ζωστήρας με το Δράκοντα στην πόρπη ήταν τυλιγμένος γύρω από το θηκάρι και το Σωντσανό δόρυ. Ο σκοτωμός σήμερα δεν θα γινόταν με ατσάλι, τουλάχιστον εκ μέρους του. Αγγιξε την τσέπη του, ένιωσε τη σκληρή, γλυπτή μορφή του χοντρού ανθρωπάκου με το σπαθί· αυτό ήταν το μόνο σπαθί που θα χρειαζόταν σήμερα. Για μια στιγμή, σκέφτηκε να Ολισθήσει στο Δάκρυ, να πάρει το Καλαντόρ, ή ακόμα και στο Ρουίντιαν, γι’ αυτό που ήταν κρυμμένο εκεί. Είτε με το ένα είτε με το άλλο θα μπορούσε να εξοντώσει τον Ράχβιν, προτού αυτός καταλάβει ότι ο Ραντ ήταν εκεί. Θα μπορούσε με οποιοδήποτε από τα δύο να αφανίσει το Κάεμλυν. Μπορούσε όμως να εμπιστευτεί τον εαυτό του; Τόση δύναμη. Τόση Μία Δύναμη. Το σαϊντίν κρεμόταν εκεί, στις παρυφές της όρασής του. Το μόλυσμα έμοιαζε κομμάτι του εαυτού του. Λύσσα αργοκυλούσε κάτω από την επιφάνεια, εναντίον του Ράχβιν. Εναντίον του ίδιου του Ραντ. Αν ξεσπούσε και ο Ραντ κρατούσε στο χέρι του έστω και το Καλαντόρ... Τι θα έκανε; Θα γινόταν αήττητος. Με το άλλο, θα μπορούσε να Ολισθήσει στο ίδιο το Σάγιολ Γκουλ, να δώσει ένα τέλος σε όλα, να δώσει τέλος με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Όχι. Δεν ήταν μόνος του σ’ αυτό. Δεν είχε περιθώριο για τίποτα άλλο εκτός από νίκη.