Выбрать главу

«Ο κόσμος βαραίνει τους ώμους μου», μουρμούρισε. Ξαφνικά, άφησε μια ψιλή κραυγή κι έφερε το χέρι στον αριστερό γλουτό του. Ένιωθε σαν να τον είχαν τρυπήσει με βελόνα, αλλά δεν χρειαζόταν τις τρίχες που είχαν σηκωθεί στα μπράτσα του και τώρα καταλάγιαζαν, για να καταλάβει τι είχε συμβεί. «Γιατί το έκανες αυτό;» μούγκρισε στην Αβιέντα.

«Απλώς για να δω αν ο Άρχοντας Δράκοντας είναι ακόμα φτιαγμένος από σάρκα σαν και μας τους κοινούς θνητούς».

«Είμαι», είπε ουδέτερα, και άρπαξε το σαϊντίν —όλη η γλύκα· όλη η ρυπαρότητα― μόνο για να διαβιβάσει για μια στιγμή.

Τα μάτια της πλάτυναν, αλλά δεν μόρφασε, απλώς τον κοίταξε σαν να μην είχε γίνει τίποτα. Πάντως, καθώς προχωρούσαν στον προθάλαμο, η Αβιέντα έτριβε βιαστικά τον πισινό της, όταν νόμιζε ότι ο Ραντ κοίταζε από την άλλη, Όπως φαινόταν, ήταν κι αυτή φτιαγμένη από σάρκα. Που να καώ, νόμιζα ότι της είχα μάθει τρόπους.

Ο Ραντ άνοιξε την πόρτα, βγήκε έξω και στάθηκε ατενίζοντας. Ο Ματ έγερνε στο παράξενο δόρυ του, με το πλατύγυρο καπέλο χαμηλά στο κεφάλι, λίγο παραπέρα από τον Ασμόντιαν, όμως δεν ήταν αυτό που τον είχε ξαφνιάσει. Δεν υπήρχαν πουθενά Κόρες, Θα ’πρεπε να είχε καταλάβει ότι κάτι πήγαινε στραβά όταν ο Ασμόντιαν είχε μπει χωρίς αναγγελία. Η Αβιέντα κοίταζε γύρω κατάπληκτη, σαν να περίμενε ότι θα τις έβρισκε πίσω από κάποια ταπισερί.

«Η Μελίντρα αποπειράθηκε να με σκοτώσει χθες το βράδυ», είπε ο Ματ και ο Ραντ σταμάτησε να σκέφτεται τις Κόρες. «Τη μια στιγμή μιλούσαμε και την άλλη προσπαθούσε να μου ξεριζώσει το κεφάλι με τις κλωτσιές».

Ο Ματ είπε την ιστορία με σύντομες προτάσεις. Το εγχειρίδιο με τις χρυσές μέλισσες. Τα συμπεράσματά του. Έκλεισε τα μάτια όταν τους έλεγε πώς είχε δώσει τέλος —μ’ ένα απλό, λιτό, «Τη σκότωσα»― και τα ξανάνοιξε γοργά, σαν να είχε δει κάτι πίσω από τα βλέφαρά του που δεν ήθελε να το δει.

«Λυπάμαι που χρειάστηκε να κάνεις κάτι τέτοιο», είπε ήσυχα ο Ραντ και ο Ματ σήκωσε τους ώμους με βλοσυρό ύφος.

«Καλύτερα αυτή παρά εγώ. Νομίζω. Ήταν Σκοτεινόφιλη». Από τη φωνή του, αυτό δεν φαινόταν να αλλάζει κάτι.

«Θα κανονίσω τον Σαμαήλ. Μόλις είμαι έτοιμος».

«Και πόσοι θα μείνουν τότε;»

«Οι Αποδιωγμένοι δεν είναι εδώ», ξέσπασε η Αβιέντα. «Ούτε και οι Κόρες του Δόρατος. Πού είναι; Τι έκανες, Ραντ αλ’Θόρ;»

«Εγώ; Υπήρχαν καμιά εικοσαριά όταν ήρθα να ξαπλώσω χθες το βράδυ, και δεν έχω δει καμία από τότε».

«Ίσως επειδή ο Ματ...» άρχισε να λέει ο Ασμόντιαν, και μετά σταμάτησε όταν τον κοίταξε ο Ματ, με το στόμα σφιγμένο σε μια έκφραση που έδειχνε πόνο και διάθεση να χτυπήσει κάτι.

«Μην είστε ανόητοι», είπε η Αβιέντα με σταθερή φωνή. «Οι Φαρ Ντάραϊς Μάι δεν θα ζητούσαν τοχ από τον Ματ Κώθον γι’ αυτό. Προσπάθησε να τον σκοτώσει, και τη σκότωσε αυτός. Και κανείς δεν θα ζητούσε τοχ από τον Ραντ αλ’Θόρ για κάτι που έκανε κάποιος άλλος, παρά μόνο αν ήταν κατόπιν διαταγής του. Εσύ έκανες κάτι, Ραντ αλ’Θόρ, κάτι μεγάλο και σκοτεινό, αλλιώς θα βρίσκονταν εδώ».

«Δεν έκανα τίποτα», της είπε κοφτά. «Και δεν σκοπεύω να κάτσω εδώ να το κουβεντιάσω. Είσαι ντυμένος για το ταξίδι προς το νότο, Ματ;»

Ο Ματ έχωσε το χέρι στην τσέπη του σακακιού του και άγγιξε κάτι. Συνήθως είχε εκεί τα ζάρια και το κύπελλο τους. «Το Κάεμλυν. Βαρέθηκα να μου στήνουν καρτέρι. Θέλω να τους στήσω κι εγώ μια φορά. Ελπίζω το τέλος να μην είναι το καμένο το λουλούδι, αλλά το χάδι στο κεφάλι, που να καεί», πρόσθεσε με μια γκριμάτσα.

Ο Ραντ δεν τον ρώτησε τι εννοούσε. Άλλος ένας τα’βίρεν. Δύο μαζί ίσως θα στρέβλωναν τις πιθανότητες. Δεν ήξερε πώς ή αν, αλλά... «Φαίνεται ότι θα είμαστε μαζί ακόμα λίγο». Η έκφραση του Ματ έδειχνε αν μη τι άλλο καρτερικότητα.