Выбрать главу

Προτού προχωρήσουν πολύ στο διάδρομο με τις ταπισερί, τους συνάντησαν η Μουαραίν και η Εγκουέν, που προχωρούσαν με ανάλαφρο βήμα, λες και η μέρα τούς επιφύλασσε απλώς έναν περίπατο στους κήπους. Η Εγκουέν, γαλήνια, με ψύχραιμο βλέμμα, με το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού στο δάχτυλό της, θα μπορούσε όντως να είναι Άες Σεντάι παρά τα Αελίτικα ρούχα της, το επώμιο και τη διπλωμένη μαντήλα στους κροτάφους της, ενώ η Μουαραίν... Χρυσές κλωστές έπιαναν το φως, αχνοβάφοντας την από λαμπυριστό, γαλάζιο μετάξι εσθήτα της Μουαραίν. Η μικρή γαλάζια πέτρα στο μέτωπό της, κρεμασμένη στη χρυσή αλυσίδα γύρω από τα κύματα των μελαχρινών μαλλιών της, ανταγωνιζόταν τη λάμψη των μεγάλων ζαφειριών στο λαιμό της που ήταν δεμένα σε χρυσάφι. Κάθε άλλο παρά κατάλληλη ενδυμασία γι’ αυτό που σκόπευαν να κάνουν, όμως ο Ραντ, με το κόκκινο σακάκι του, δεν μπορούσε να το σχολιάσει.

Ίσως να έφταιγε το ότι ήταν εδώ, όπου ο Οίκος Ντέημοντρεντ κάποτε κατείχε το Θρόνο του Ήλιου, όμως ο Ραντ πρώτη φορά έβλεπε τόσο ηγεμονική την όλο κομψότητα πόζα της Μουαραίν. Ούτε ακόμα και η παρουσία του «Τζέησιν Νατάελ» δεν χάλασε από την έκπληξη τη βασιλική αταραξία της, όμως το καταπληκτικό ήταν ότι η Μουαραίν χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο στον Ματ. «Θα πας κι εσύ λοιπόν, Ματ. Μάθε να εμπιστεύεσαι το Σχήμα. Μην σπαταλήσεις τη ζωή σου προσπαθώντας να αλλάξεις αυτό που δεν αλλάζει». Το πρόσωπο του Ματ έδειχνε ότι ίσως σκεφτόταν να αλλάξει την απόφαση του να πάει μαζί τους, όμως η Άες Σεντάι στράφηκε αλλού δίχως ίχνος ανησυχίας. «Αυτά είναι για σένα, Ραντ».

«Κι άλλα γράμματα;» είπε αυτός. Το ένα έφερε το όνομά του με κομψό γραφικό χαρακτήρα, τον οποίο αναγνώρισε αμέσως. «Από σένα, Μουαραίν;» Το άλλο είχε το όνομα του Θομ Μέριλιν. Και τα δύο είχαν σφραγισθεί με γαλάζιο βουλοκέρι, με το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού της Μουαραίν, όπως φαινόταν, και είχαν αποτυπωμένη την εικόνα του φιδιού που έτρωγε την ουρά του. «Γιατί μου γράφεις γράμμα; Και σφραγισμένο. Ποτέ δεν φοβήθηκες να μου πεις κάτι κατάμουτρα. Και για να μην το ξεχάσω, η Αβιέντα μου υπενθυμίζει ότι είμαι μόνο σάρκα και αίμα».

«Έχεις αλλάξει και δεν είσαι πια το αγόρι που πρωτοείδα έξω από το Πανδοχείο της Οινοπηγής». Η φωνή της ήταν ένα μαλακό αργυρό καμπάνισμα. «Δεν είσαι σχεδόν καθόλου ο ίδιος. Προσεύχομαι να άλλαξες όσο χρειάζεται».

Η Εγκουέν μουρμούρισε κάτι χαμηλόφωνα. Του Ραντ του φάνηκε ότι ήταν, «Προσεύχομαι να μην έχεις αλλάξει υπερβολικά». Κοίταζε συνοφρυωμένη τα γράμματα, σαν να αναρωτιόταν κι αυτή τι έγραφαν. Το ίδιο και η Αβιέντα.

Η Μουαραίν συνέχισε πιο κεφάτα, ζωηρά θα ’λεγε κανείς. «Οι σφραγίδες εξασφαλίζουν την ιδιωτικότητα. Αυτό εδώ περιέχει πράγματα που επιθυμώ να σκεφτείς· όχι τώρα· όταν θα έχεις χρόνο για σκέψη. Όσο για την επιστολή προς τον Θομ, δεν γνωρίζω ασφαλέστερα χέρια από τα δικά σου για να την αφήσω. Δώσ’ του την όταν τον ξαναδείς. Τώρα, υπάρχει κάτι στο μόλο που πρέπει να δεις».

«Στο μόλο;» είπε ο Ραντ. «Μουαραίν, απ’ όλα τα πρωινά σήμερα είναι το μόνο που δεν προλαβαίνω να―»

Όμως εκείνη είχε ήδη πάρει το διάδρομο, σαν να ήταν σίγουρη ότι θα την ακολουθούσε. «Έβαλα να ετοιμάσουν άλογα. Ακόμα κι ένα για σένα, Ματ, για παν ενδεχόμενο». Η Εγκουέν δίστασε μονάχα μια στιγμή και μετά την ακολούθησε.

Ο Ραντ άνοιξε το στόμα για να φωνάξει τη Μουαραίν. Είχε ορκιστεί να υπακούει. Ό,τι κι αν είχε να του δείξει, μπορούσε να το δει κάποια άλλη μέρα.

«Τι πειράζει μια ώρα;» μουρμούρισε ο Ματ. Ίσως το ξανασκεφτόταν μέσα του.

«Δεν θα ήταν κακό να σε δουν σήμερα το πρωί», είπε ο Ασμόντιαν. «Ο Ράχβιν ίσως το μάθει μόλις συμβεί. Αν έχει τίποτε υποψίες —αν έχει κατασκόπους που στήνουν αυτί στις πόρτες― ίσως εφησυχάσει για σήμερα».

Ο Ραντ κοίταξε την Αβιέντα. «Κι εσύ με συμβουλεύεις να καθυστερήσουμε;»

«Σε συμβουλεύω να ακούσεις τη Μουαραίν Σεντάι. Μόνο οι ανόητοι αγνοούν τις Άες Σεντάι».

«Τι πιο σημαντικό από τον Ράχβιν μπορεί να υπάρχει στο μόλο;» μούγκρισε, και ύστερα κούνησε το κεφάλι. Υπήρχε ένα ρητό στους Δύο Ποταμούς, όχι ότι το έλεγε κανείς μπροστά σε γυναίκες. «Ο Δημιουργός έφτιαξε τις γυναίκες για να χαίρεται το μάτι και για να τυραννιέται το μυαλό». Οι Άες Σεντάι σ’ αυτό δεν διέφεραν καθόλου. «Μια ώρα».

Ο ήλιος δεν ήταν ακόμα αρκετά ψηλά για να σηκώσει τη μακριά σκιά του τείχους από το πέτρινο μόλο όπου ήταν αραδιασμένες οι άμαξες του Καντίρ, όμως αυτός σκούπιζε το πρόσωπό του μ’ ένα μεγάλο μαντήλι. Δεν ίδρωνε μόνο από τη ζέστη. Μεγάλοι γκρίζοι τοίχοι σαν παραπετάσματα χώνονταν στο ποτάμι πάνω και κάτω από τις αποβάθρες κι έκαναν το λιμάνι να μοιάζει με μισοσκότεινο κουτί, στο οποίο ήταν παγιδευμένος. Εκεί ήταν δεμένες μονάχα φαρδιές φορτηγίδες με στρογγυλές πλώρες, ενώ άλλες ήταν αγκυροβολημένες στο ποτάμι και περίμεναν τη σειρά τους να ξεφορτώσουν. Είχε σκεφτεί να τρυπώσει σε κάποια όταν θα έφευγε, όμως αυτό σήμαινε πως θα εγκατέλειπε την όποια περιουσία τού είχε απομείνει. Όμως θα το είχε κάνει, αν πίστευε ότι το αργό ταξίδι κατάντη θα τον οδηγούσε οπουδήποτε αλλού εκτός από το θάνατό του. Η Λανφίαρ δεν είχε επιστρέψει στα όνειρά του, αλλά ο ίδιος είχε τα εγκαύματα στο στήθος να του θυμίζουν τις διαταγές της. Ακόμα και η σκέψη τού να απειθαρχεί σε μια Εκλεκτή του έφερνε ρίγος, παρά τον ιδρώτα που κυλούσε στο πρόσωπό του.