Выбрать главу

Μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη, η Κάιλι έστριψε με χάρη, που ακόμα τον ξάφνιαζε σε μια τόσο μεγαλόσωμη γυναίκα, και ανέβηκε ανάλαφρα τα σκαλιά της άμαξάς του.

Για μια στιγμή εκείνος δίστασε και μετά την ακολούθησε βιαστικά. Θα προτιμούσε να είχε πεθάνει η Κάιλι Σαόγκι στην Ερημιά —η γυναίκα ήταν δεσποτική κι εριστική· ας μην περίμενε ότι ο Καντίρ θα της έδινε έστω και μια πέννα από τα λίγα που είχε καταφέρει να περισώσει― αλλά κατείχε επίσης υψηλή θέση σαν τον Τζέησιν Νατάελ. Ίσως θα του απαντούσε σε μερικές ερωτήσεις. Αν μην τι άλλο, ο Καντίρ τώρα θα είχε κάποιον με τον οποίο θα συνεργαζόταν. Στη χειρότερη περίπτωση, κάποιον να φορτώσει την ευθύνη. Όταν ήσουν στα ψηλά, είχες εξουσία, αλλά είχες και ευθύνη για τις αποτυχίες των κατωτέρων σου. Ο Καντίρ αρκετές φορές είχε θυσιάσει τους ανωτέρους του σε άλλους ακόμα πιο ψηλά, για να καλυφθεί ο ίδιος.

Κλείνοντας προσεκτικά την πόρτα, γύρισε προς το μέρος της ― και θα ούρλιαζε, αν ο λαιμός του δεν είχε σφιχτεί τόσο, που να μη βγαίνει ήχος.

Η γυναίκα που στεκόταν εκεί φορούσε λευκό μετάξι, αλλά δεν ήταν χοντρή. Ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει ποτέ του, με μάτια σαν μαύρες, απύθμενες βουνίσιες λιμνούλες, με πλεχτό ασήμι να ζώνει τη στενή μέση της, και με ασημένιες ημισελήνους στα λαμπερά μελαχρινά μαλλιά της. Ο Καντίρ αναγνώρισε αυτό το πρόσωπο από τα όνειρά του.

Τα γόνατά του βρόντηξαν, χτυπώντας το δάπεδο, και τον έκαναν να βγάλει την ανάσα του. «Μεγάλη Κυρά», είπε βραχνά, «πώς μπορώ να σε υπηρετήσω;»

Η Λανφίαρ τον κοίταζε όπως θα κοίταζε ένα έντομο, το οποίο ίσως έλιωνε κάτω από το γοβάκι της, ίσως και όχι. «Δείχνοντας ότι πειθαρχείς στις εντολές μου. Ήμουν πολύ απασχολημένη και δεν παρακολουθούσα η ίδια τον Ραντ αλ’Θόρ. Πες μου τι έκανε, εκτός του ότι κατέκτησε την Καιρχίν. Τι σκοπεύει να κάνει».

«Είναι δύσκολο, Μεγάλη Κυρά. Κάποιος σαν εμένα δεν μπορεί να ζυγώσει κάποιον σαν αυτόν». Ένα έντομο, έλεγαν εκείνα τα ψυχρά μάτια, που του επιτρεπόταν να ζήσει όσο ήταν χρήσιμο. Ο Καντίρ έστυψε το μυαλό του να βρει ό,τι είχε δει ή ακούσει ή φανταστεί. «Στέλνει Αελίτες νότια σε απίστευτους αριθμούς, Μεγάλη Κυρά, αν και δεν ξέρω γιατί. Οι Δακρυνοί και οι Καιρχινοί δεν δείχνουν να το προσέχουν, όμως δεν νομίζω ότι μπορούν να ξεχωρίσουν το ένα Άελ από το άλλο». Ούτε και ο ίδιος μπορούσε. Δεν τολμούσε να της πει ψέματα, αλλά, αν της φαινόταν ότι ήταν πιο χρήσιμος απ’ όσο ήταν στ’ αλήθεια... «Ίδρυσε ένα είδος σχολής, σε ένα παλάτι της πόλης που ανήκε σε έναν Οίκο δίχως επιζήσαντες...» Στην αρχή, δεν μπορούσε να καταλάβει αν της άρεσε αυτό που άκουγε, αλλά, όταν συνέχισε, το πρόσωπό της σκοτείνιασε.

«Τι είναι αυτό που θέλεις να δω, Μουαραίν;» είπε ανυπόμονα ο Ραντ, δένοντας το χαλινάρι του Τζήντ’εν σ’ έναν τροχό της τελευταίας άμαξας στη σειρά.

Εκείνη στεκόταν στις μύτες των ποδιών, για να κοιτάξει πάνω από την καρότσα δύο βαρελάκια που έμοιαζαν γνώριμα. Αν δεν έκανε λάθος, περιείχαν τις δύο σφραγίδες από κουεντιγιάρ, συσκευασμένες σε μαλλί, για προστασία, τώρα που δεν ήταν πια άθραυστες. Εδώ ένιωθε έντονο το μόλυσμα του Σκοτεινού· έμοιαζε σχεδόν να βγαίνει από τα βαρελάκια, μια αχνή μιαρότητα, σαν να σάπιζε κάτι σε κρυμμένο μέρος.

«Εδώ θα είναι ασφαλές», μουρμούρισε η Μουαραίν. Σήκωσε με χάρη τα φουστάνια της και άρχισε να προχωρά πλάι στη σειρά των αμαξών. Ο Λαν την ακολούθησε, ένας μισοδαμασμένος λύκος, με τον μανδύα να κρέμεται από τους ώμους του, όλο κυματάκια χρώματος και αορατότητας που τάραζαν το μυαλό.

Ο Ραντ την αγριοκοίταξε. «Εγκουέν, σου είπε τι ήταν;»

«Μόνο ότι έπρεπε να δεις κάτι. Ή μάλλον ότι έπρεπε να έρθεις εδώ».

«Πρέπει να εμπιστεύεσαι τις Άες Σεντάι», είπε η Αβιέντα, σχεδόν εξίσου ήρεμα, αλλά με μια νότα αμφιβολίας. Ο Ματ ξεφύσηξε.

«Ε, λοιπόν, θα το μάθω τώρα. Νατάελ, πήγαινε πες στον Μπάελ ότι θα τον δω σε―»

Στην άλλη άκρη της σειράς, το πλαϊνό της άμαξας του Καντίρ ανατινάχτηκε και τσακισμένα, σχισμένα ξύλα έπεσαν βροχή σε Αελίτες και ντόπιους. Ο Ραντ κατάλαβε· δεν χρειάστηκε την ανατριχίλα στο δέρμα του για να το νιώσει. Έτρεξε στην άμαξα, ακολουθώντας τη Μουαραίν και τον Λαν. Ο χρόνος φάνηκε να επιβραδύνεται, όλα να συμβαίνουν ταυτοχρόνως, λες και ο αέρας ήταν μέλι που κολλούσε σε κάθε στιγμή.

Η Λανφίαρ βγήκε στην αποσβολωμένη σιωπή, με εξαίρεση τα βογκητά και τα ουρλιαχτά των πληγωμένων, με κάτι χαλαρό και χλωμό και κόκκινο να κρέμεται από το χέρι της και να σέρνεται πίσω της, καθώς κατέβαινε από αόρατα σκαλιά. Το πρόσωπό της ήταν σαν μάσκα σκαλισμένη σε πάγο, «Μου το αποκάλυψε, Λουζ Θέριν», είπε σχεδόν ουρλιάζοντας, πετώντας το χλωμό πραγματάκι στον αέρα. Κάτι το έπιασε, το φούσκωσε για μια στιγμή, μετατρέποντάς το σε ένα ματωμένο, διαφανές άγαλμα του Χάντναν Καντίρ· το δέρμα του, που είχε αφαιρεθεί μονοκόμματο. Η μορφή κατάρρευσε κι έπεσε, ενώ η φωνή της Λανφίαρ δυνάμωνε και γινόταν τσιρίδα. «Άφησες άλλη μια γυναίκα να σε αγγίξει! Ξανά!»