Οι στιγμές αργοκυλούσαν, τα πάντα συνέβαιναν μαζί.
Προτού η Λανφίαρ φτάσει τις πέτρες του μόλου, η Μουαραίν σήκωσε τα φουστάνια της και άρχισε να τρέχει προς το μέρος της. Παρ’ όλο που ήταν γρήγορη, ο Λαν ήταν ακόμα πιο γρήγορος και την αγνόησε που του φώναξε, «Όχι, Λαν!» Το σπαθί του βγήκε από τη θήκη, τα μακριά πόδια του τον βοήθησαν να την προσπεράσει, ο μανδύας που άλλαζε χρώματα ανέμισε πίσω του καθώς εφορμούσε. Ξαφνικά, ο Λαν φάνηκε να χτυπά έναν αόρατο πέτρινο τοίχο, να αναπηδά προς τα πίσω, και να τρεκλίζει πάλι κάνοντας μπροστά. Ένα βήμα, και μετά ήταν σαν να τον τίναξε στην άκρη ένα πελώριο χέρι· πέταξε δέκα βήματα στον αέρα και έπεσε στο μόλο.
Ενώ ακόμα αυτός πετούσε στον αέρα, η Μουαραίν έτρεξε μπροστά, με τα πόδια να γλιστρούν στις λειασμένες πέτρες, ώσπου βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τη Λανφίαρ. Αυτό κράτησε μονάχα μια στιγμή. Η Αποδιωγμένη την κοίταξε σαν να αναρωτιόταν τι είχε μπει στο δρόμο της, και μετά η Μουαραίν πετάχτηκε σε μια μεριά με τόση δύναμη, που το σώμα της κύλησε και χάθηκε κάτω από μια άμαξα.
Όλο το λιμάνι είχε ξεσηκωθεί. Είχαν περάσει μόνο μερικές στιγμές από την έκρηξη στην άμαξα του Καντίρ, όμως μόνο οι τυφλοί δεν ήξεραν ότι μια γυναίκα ντυμένη στα λευκά χειριζόταν τη Μία Δύναμη. Στις αποβάθρες άστραφταν τσεκούρια, έκοβαν πρυμάτσες, ελευθέρωναν φορτηγίδες, και τα πληρώματα έστριβαν απελπισμένα τα σκάφη προς τα ανοιχτά του ποταμού για να διαφύγουν. Λιμενεργάτες με γυμνό το στέρνο κι επισκέπτες με σκούρα ρούχα πάσχιζαν να πηδήξουν στα καταστρώματα. Από την άλλη μεριά, άνδρες και γυναίκες στριμώχνονταν και ούρλιαζαν, καθώς αγωνίζονταν να περάσουν τις πύλες και να βγουν στην πόλη. Κι ανάμεσά τους, μορφές ντυμένες με καντιν’σόρ φορούσαν τα πέπλα και χιμούσαν στη Λανφίαρ με δόρατα ή μαχαίρια ή γυμνά χέρια. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αυτή ήταν η εστία της επίθεσης, καμία αμφιβολία ότι πολεμούσε με τη Δύναμη. Μολαταύτα, έτρεξαν να χορέψουν τα δόρατα.
Φωτιά κύλησε πάνω τους κατά κύματα. Πύρινα βέλη τρύπησαν όσους πλησίαζαν με τα ρούχα στις φλόγες. Η Λανφίαρ δεν τους αντιμαχόταν, δεν τους έδινε καν ιδιαίτερη προσοχή. Ήταν σαν να τίναζε κουνούπια ή δαγκωσέμια. Εκείνοι που έφευγαν καίγονταν, το ίδιο κι εκείνοι που προσπαθούσαν να πολεμήσουν. Η Αποδιωγμένη πλησίαζε τον Ραντ σαν να μην υπήρχε τίποτα άλλο.
Μόνο στιγμές.
Η Λανφίαρ είχε κάνει τρία βήματα, όταν ο Ραντ άρπαξε το αρσενικό μισό της Αληθινής Πηγής, όλο από λιωμένο ατσάλι και πάγο, που έσπαζε το ατσάλι, γλυκό μέλι και οχετός. Βαθιά στο Κενό, η μάχη για την επιβίωση ήταν απόμακρη, η μάχη μπροστά του σχεδόν το ίδιο. Όταν η Μουαραίν χάθηκε κάτω από την άμαξα, ο Ραντ διαβίβασε, μαζεύοντας τη θερμότητα από τις φωτιές της Λανφίαρ, βυθίζοντάς την στο ποτάμι, Οι φλόγες, που πριν από μια στιγμή αγκάλιαζαν ανθρώπινες μορφές, τώρα εξαφανίστηκαν. Την ίδια στιγμή, ο Ραντ ύφανε πάλι τις ροές κι εμφανίστηκε ένας ομιχλώδης γκρίζος θόλος, ένα μακρύ οβάλ σχήμα που κύκλωσε τον ίδιο και τη Λανφίαρ και τις περισσότερες άμαξες, ένας σχεδόν διαφανής τοίχος που έκλεισε έξω ό,τι δεν ήταν ήδη μέσα. Ακόμα και τη στιγμή που έδενε την ύφανοη, δεν ήταν σίγουρος τι ήταν, από πού είχε έρθει —κάποια ανάμνηση του Λουζ Θέριν, ίσως― αλλά οι φωτιές της Λανφίαρ το χτυπούσαν και σταματούσαν. Έβλεπε αμυδρά ανθρώπους έξω, ένα πλήθος να σφαδάζει και να τινάζεται —είχε πάρει τις φλόγες, όχι τον πόνο της καρβουνιασμένης σάρκας· εκείνη η δυσωδία ακόμα κρεμόταν στον αέρα— αλλά δεν θα καίγονταν άλλοι πια. Πτώματα κείτονταν και στη μέσα μεριά επίσης, σωροί από καμένο ύφασμα, κάποιοι που σάλευαν αδύναμα, βογκώντας. Τη Λανφίαρ δεν την ένοιαζε· οι διαβιβασμένες φλόγες της έσβησαν· τα κουνούπια είχαν διαλυθεί· αυτή ούτε καν τα είχε κοιτάξει.
Στιγμές. Ο Ραντ κρύωνε κρύο στην αδειανοσύνη του Κενού, και, αν ένιωθε λύπη για τους νεκρούς και τους ετοιμοθάνατους και τους καμένους, το συναίσθημα ήταν τόσο μακρινό, που θα μπορούσε να μην υπάρχει. Ο Ραντ ήταν η προσωποποίηση της απάθειας. Της αδειανοσύνης. Μόνο η οργή του σαϊντίν τον γέμιζε.
Κίνηση δεξιά κι αριστερά του. Η Αβιέντα και η Εγκουέν, με τα μάτια καρφωμένα στη Λανφίαρ. Νόμιζε ότι τις είχε κλείσει έξω. Πρέπει να είχαν τρέξει μαζί του. Ο Ματ και ο Ασμόντιαν· έξω· ο τοίχος δεν είχε πιάσει τις τελευταίες άμαξες της σειράς. Μέσα σε παγερή γαλήνη, διαβίβασε Αέρα για να παγιδεύσει τη Λανφίαρ· η Εγκουέν και η Αβιέντα μπορούσαν να τη θωρακίσουν όσο αυτός θα της αποσπούσε την προσοχή.