Выбрать главу

Η έκφραση της Άες Σεντάι δεν άλλαξε, αλλά τα μεγάλα μαύρα μάτια της φάνηκαν να παίρνουν φωτιά. «Τι έκανες όταν αρνήθηκες την καθοδήγησή μου;» Η φωνή της ήταν ψυχρή σαν τα χαρακτηριστικά της, όμως τα λόγια έπεφταν πάνω του σαν καμτσικιές. «Όπου έχεις πάει, έχεις αφήσει θάνατο, καταστροφή και πόλεμο στο διάβα σου».

«Όχι στο Δάκρυ», της είπε, πιο γρήγορα απ’ όσο έπρεπε. Και με αμυντικό ύφος. Δεν έπρεπε να χάσει την ψυχραιμία του. Αποφασισμένος, άρχισε να ρουφά αργά, προσεκτικά την πίπα του.

«Όχι», συμφώνησε εκείνη, «στο Δάκρυ όχι. Για μια φορά είχες ένα έθνος στο πλευρό σου, ένα λαό, και τι έκανες; Το ότι έφερες δικαιοσύνη στο Δάκρυ είναι αξιέπαινο. Όπως και το ότι επέβαλες την τάξη στην Καιρχίν και το ότι τάισες τους φτωχούς. Αλλοτε θα σε επικροτούσα γι’ αυτό». Η ίδια ήταν Καιρχινή. «Αλλά δεν σε βοηθά για τη μέρα που θα αντιμετωπίσεις την Τάρμον Γκάι’ντον». Όταν έβαζε κάτι στο νου της, δεν της το έβγαζες με τίποτα, αδιαφορούσε για οτιδήποτε άλλο, ακόμα και για την ίδια της τη χώρα. Αλλά μήπως κι αυτός δεν ήταν ίδιος;

«Τι θα μ’ έβαζες να κάνω; Να κυνηγήσω τους Αποδιωγμένους έναν-έναν;» Βίασε πάλι τον εαυτό του να ρουφά πιο αργά την πίπα· ήταν δύσκολο. «Ξέρεις άραγε πού είναι; Εντάξει, ο Σαμαήλ είναι στο Ίλιαν —το ξέρεις αυτό― όμως οι υπόλοιποι; Για σκέψου να επιτεθώ στον Σαμαήλ όπως θέλεις και να βρω ότι είναι δυο ή τρεις ή τέσσερις μαζί; Ή και οι εννιά;»

«Θα μπορούσες να αντιμετωπίσεις τρεις ή τέσσερις, ίσως και τους εννιά που επιζούν», του είπε αυτή παγωμένα, «αν δεν είχες αφήσει το Καλαντόρ στο Δάκρυ. Η αλήθεια είναι ότι το έχεις βάλει στα πόδια. Δεν έχεις κανένα σχέδιο, κανένα σχέδιο ώστε να προετοιμαστείς για την Τελευταία Μάχη. Τρέχεις από το ένα μέρος στο άλλο, ελπίζοντας ότι με κάποιον τρόπο όλα θα έχουν την πιο αίσια έκβαση. Ελπίζοντας, επειδή δεν ξέρεις τι άλλο να κάνεις. Αν δεχόσουν τις συμβουλές μου, τουλάχιστον θα―» Αυτός την διέκοψε, κάνοντας μια απότομη κίνηση με την πίπα του, χωρίς να νοιαστεί για τις άγριες ματιές των δύο γυναικών.

«Έχω ένα σχέδιο». Αφού ήθελαν να μάθουν, ας το μάθαιναν, και ο Ραντ, που να καιγόταν, δεν θα άλλαζε την παραμικρή λέξη. «Κατ’ αρχάς, σκοπεύω να δώσω τέλος στους πολέμους και τους σκοτωμούς, είτε τους άρχισα εγώ είτε όχι. Αν οι άνθρωποι θέλουν να σκοτώνουν, ας σκοτώνουν Τρόλοκ, όχι ο ένας τον άλλο. Στον Πόλεμο των Αελιτών, τέσσερις φατρίες πέρασαν το Δρακότειχος και κοντά στα δύο χρόνια έκαναν ό,τι ήθελαν. Λαφυραγώγησαν και έκαψαν την Καιρχίν, κατατρόπωσαν κάθε στρατό που στάλθηκε εναντίον τους. Αν ήθελαν, μπορούσαν να πάρουν και την Ταρ Βάλον. Ο Πύργος δεν θα τους σταματούσε, χάρη στους Τρεις Όρκους σας». Δεν έπρεπε να χρησιμοποιούν τη Δύναμη ως όπλο παρά μόνο ενάντια σε Σκιογεννήματα ή Σκοτεινόφιλους ή για να υπερασπιστούν τη ζωή τους ― ήταν άλλος ένας Όρκος, και οι Αελίτες δεν είχαν απειλήσει τον ίδιο τον Πύργο. Τώρα τον είχε καταλάβει ο θυμός. Έτρεχε και έλπιζε, ε; «Αυτό το έκαναν τέσσερις φατρίες. Τι θα συμβεί όταν οδηγήσω έντεκα φατρίες πέρα από τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου;» Έπρεπε να του αρκέσουν οι έντεκα· ελάχιστες ελπίδες υπήρχαν να πείσει και το Σάιντο. «Μέχρι να σκεφτούν τα έθνη να ενωθούν, θα είναι πολύ αργά. Ή θα δεχθούν την ειρήνη μου ή αλλιώς θάψτε με στο Καν Μπρέατ». Η άρπα άφησε έναν κακόφωνο ήχο και ο Νατάελ έσκυψε πάνω από το όργανο, κουνώντας το κεφάλι του. Μετά από μια στιγμή, ξανακούστηκαν οι παρηγορητικοί ήχοι.

«Ακόμα και ένα πεπόνι δεν είναι τόσο φουσκωμένο όσο το κεφάλι σου», μουρμούρισε η Εγκουέν, σταυρώνοντας τα χέρια κάτω από τα στήθη της. «Και μια πέτρα δεν έχει τόσο πείσμα όσο εσύ! Η Μουαραίν απλώς προσπαθεί να σε βοηθήσει. Δεν το καταλαβαίνεις;»

Η Άες Σεντάι ίσιωσε τα μεταξωτά φουστάνια της, αν και δεν υπήρχε ανάγκη. «Το να πάρεις τους Αελίτες πέρα από το Δρακότειχος ίσως είναι ό,τι χειρότερο μπορείς να κάνεις». Υπήρχε μια ένταση στη φωνή της, που έδειχνε ίσως θυμό ή σύγχυση. Τουλάχιστον της είχε δώσει να καταλάβει ότι δεν ήταν μαριονέτα. «Στο μεταξύ, η Έδρα της Άμερλιν προσεγγίζει τους κυβερνήτες όλων των εθνών που έχουν ακόμα αρχηγό και τους παρουσιάζει τις αποδείξεις ότι είσαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Γνωρίζουν τις Προφητείες· γνωρίζουν τι γεννήθηκες να κάνεις. Όταν πειστούν ποιος και τι είσαι, θα σε αποδεχθούν επειδή έτσι πρέπει. Η Τελευταία Μάχη έρχεται και είσαι η μόνη ελπίδα τους, η μόνη ελπίδα της ανθρωπότητας».

Ο Ραντ γέλασε δυνατά. Το γέλιο του ήταν πικρό. Δάγκωσε την πίπα και ανέβηκε, για να καθίσει σταυροπόδι στο τραπέζι, κοιτάζοντάς τις. «Εσύ και η Σιουάν Σάντσε, λοιπόν, νομίζετε ότι ξέρετε τα πάντα». Φωτός θέλοντος, δεν τα ήξεραν όλα γι’ αυτόν, και δεν θα τα μάθαιναν ποτέ. «Είστε και οι δύο ανόητες».