Κάτι έκοψε τις ροές του· γύρισαν πίσω τόσο απότομα, που ο Ραντ άφησε ένα μουγκρητό.
«Είναι μια απ’ αυτές;» γρύλισε η Λανφίαρ. «Ποια είναι η Αβιέντα;» Η Εγκουέν έριξε πίσω το κεφάλι και αλύχτησε, τα μάτια γούρλωσαν και όλη η αγωνία του κόσμου ξεχύθηκε από το στόμα της. «Ποια;» Η Αβιέντα ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών, τρέμοντας, και τα ουρλιαχτά της ακολούθησαν τα άλλα της Εγκουέν, καθώς γινόταν ολοένα και πιο ψιλά.
Η σκέψη βρέθηκε ξαφνικά εκεί μέσα στην αδειανοσύνη. Πνεύμα υφασμένο έτσι, με Φωτιά και Γη. Να. Ο Ραντ ένιωσε κάτι να κόβεται, κάτι που δεν μπορούσε να δει, και η Εγκουέν σωριάστηκε κάτω κι έμεινε ακίνητη, ενώ η Αβιέντα έπεσε στα τέσσερα, να ταλαντεύεται με το κεφάλι κατεβασμένο.
Η Λανφίαρ τρέκλισε, τα μάτια της άφησαν τις γυναίκες και γύρισαν πάνω του, σκοτεινές λιμνούλες με μαύρη φωτιά, «Είσαι δικός μου, Λουζ Θέριν! Δικός μου!»
«Όχι». Η φωνή του Ραντ φάνηκε να φτάνει στ’ αυτιά του περνώντας από σήραγγα μήκους ενός μιλίου. Πρέπει να της αποσπάσεις την προσοχή από τις κοπέλες. Συνέχισε να προχωρά προς τα μπρος, δεν κοίταξε πίσω. «Ποτέ δεν ήμουν δικός σου, Μιέριν. Πάντα θα ανήκω στην Ιλυένα». Το Κενό τρεμούλιασε με τη θλίψη και την απώλεια. Και με απελπισία επίσης, καθώς ο Ραντ πολεμούσε κάτι άλλο κι όχι μόνο το μόλυσμα του σαϊντίν. Για μια στιγμή, έμεινε να ισορροπεί μετέωρος. Είμαι ο Ραντ αλ’Θόρ. Και, Ιλύενα, παντοτινή καρδιά μου. Να ισορροπεί στην κόψη του ξυραφιού. Είμαι ο Ραντ αλ’Θόρ! Άλλες σκέψεις προσπάθησαν να αναβλύσουν, σιντριβάνι ολόκληρο, σκέψεις για την Ιλυένα, τη Μιέριν, τι μπορούσε να κάνει για να τη νικήσει. Τις ανάγκασε να υποχωρήσουν, ακόμα και την τελευταία. Αν κατέβαινε από τη λάθος μεριά... Είμαι ο Ραντ αλ’Θόρ! «Το όνομά σου είναι Λανφίαρ, και προτιμώ να πεθάνω παρά να αγαπήσω μια Αποδιωγμένη».
Το πρόσωπό της έδειξε κάτι φευγαλέο, που μπορεί να ήταν ταραχή, και μετά ξανάγινε μια μαρμάρινη μάσκα. «Αν δεν είσαι δικός μου», του είπε ψυχρά, «τότε θα πεθάνεις».
Αγωνία γέμισε το στήθος του, σαν να έσπαζε η καρδιά του, το κεφάλι του, σαν να χώνονταν λευκοπυρωμένα καρφιά στο μυαλό του, πόνος τόσο δυνατός που μέσα στο Κενό θέλησε να ουρλιάξει. Είχε έρθει ο θάνατος, και το ήξερε. Έξαλλα ―ακόμα κι στο Κενό, έξαλλα· η αδειανοσύνη τρεμούλιασε, αποτραβήχτηκε― ύφανε Πνεύμα και Φωτιά και Γη, τινάζοντάς τα μανιασμένα. Η καρδιά του δεν χτυπούσε πια. Δάχτυλα σκοτεινού πόνου σύντριβαν το Κενό. Γκρίζο πέπλο έπεφτε πάνω στα μάτια του. Ένιωθε την ύφανση του να κόβει ανώμαλα τη δική της. Το κάψιμο της ανάσας να ξαναμπαίνει σε άδεια πνευμόνια, το τράνταγμα μιας καρδιάς που ξανάρχιζε να χτυπά. Μπόρεσε να ξαναδεί, ασημένια και μαύρα στίγματα που έπλεαν ανάμεσα σ’ αυτόν και στη Λανφίαρ, η οποία ακόμα προσπαθούσε να ισορροπήσει από το κόψιμο των ροών της. Ο πόνος ήταν εκεί στο κεφάλι και το στήθος του σαν πληγή, όμως το Κενό δυνάμωσε και ο σωματικός πόνος έμεινε μακρινός.
Ευτυχώς που ήταν μακρινός, γιατί ο Ραντ δεν είχε χρόνο να συνέλθει. Πίεσε τον εαυτό του να προχωρήσει, τη χτύπησε με Αέρα, με ένα ρόπαλο, για να τη ρίξει αναίσθητη. Εκείνη έκοψε την ύφανση και αυτός την χτύπησε πάλι, και την ξαναχτύπησε, και κάθε φορά εκείνη έκοβε την τελευταία ύφανσή του, την οργισμένη βροχή χτυπημάτων, που με κάποιον τρόπο τα έβλεπε και τα απέκρουε, ενώ ο Ραντ συνεχώς την πλησίαζε. Αν μπορούσε να την κρατήσει απασχολημένη για μια στιγμή ακόμα, αν ένα αόρατο στυλιάρι την πετύχαινε στο κεφάλι, αν την πλησίαζε αρκετά για να τη χτυπήσει με τη γροθιά του... Αναίσθητη, θα ήταν ανήμπορη σαν οποιονδήποτε άλλον.
Ξαφνικά, αυτή φάνηκε να συνειδητοποιεί τι πήγαινε να κάνει ο Ραντ. Μπλοκάροντας ακόμα τα χτυπήματά του, με τέτοια άνεση, που ήταν σαν να τα έβλεπε, χόρεψε προς τα πίσω, μέχρι που οι ώμοι της χτύπησαν την άμαξα πίσω της. Και χαμογέλασε με την παγωνιά του χειμώνα. «Θα πεθάνεις αργά και θα με ικετεύεις να σε αφήσω να με αγαπήσεις προτού πεθάνεις», του είπε.
Αυτή τη φορά, δεν χτύπησε κατευθείαν τον ίδιο. Αλλά το σύνδεσμό του με το σαϊντίν.
Ο πανικός έκανε το Κενό να αντηχήσει σαν γκονγκ με το πρώτο αιχμηρό άγγιγμα, και η Δύναμη λιγόστεψε, καθώς προχωρούσε βαθύτερα ανάμεσα στον Ραντ και την Πηγή. Με Πνεύμα και Φωτιά και Γη αυτός έκοψε τη λεπίδα του μαχαιριού· ήξερε πού θα την έβρισκε· ήξερε πού ήταν ο σύνδεσμός του, ένιωθε την πρώτη εκείνη αμυχή. Η θωράκιση που προσπαθούσε να του επιβάλει χανόταν, επανεμφανιζόταν, επέστρεφε εξίσου γοργά όπως την έκοβε, όμως πάντα με το στιγμιαίο εκείνο αποτράβηγμα του σαϊντίν, τις στιγμές που σχεδόν υποχωρούσε τελείως, αφήνοντάς στο αντιχτύπημά του μόλις όσο χρειαζόταν για να αποκρούσει ο Ραντ την επίθεση της Λανφίαρ. Κανονικά θα του ήταν εύκολο να χειριστεί δύο υφάνσεις μαζί —μπορούσε να χειριστεί περισσότερες από δέκα― αλλά όχι όταν η μία ήταν μια απεγνωσμένη άμυνα ενάντια σε κάτι το οποίο ο Ραντ δεν καταλάβαινε ότι ήταν εκεί παρά μόνο την ύστατη στιγμή. Όχι όταν οι σκέψεις ενός άλλου άνδρα προσπαθούσαν να αναδυθούν μέσα στο Κενό, προσπαθώντας να του πουν πώς να τη νικήσει. Αν τις άκουγε, ίσως αυτός που θα έφευγε από κει να ήταν ο Λουζ Θέριν Τέλαμον, ενώ ο Ραντ αλ’Θόρ θα έμενε μια φωνή που μερικές φορές θα ηχούσε στο κεφάλι του και ίσως ούτε καν αυτό.