Выбрать главу

«Θα βάλω και τις δύο τσούλες να σε βλέπουν να παρακαλάς», είπε η Λανφίαρ. «Αλλά τι είναι καλύτερο, να σε δουν αυτές να πεθαίνεις, ή να τις δεις εσύ να πεθαίνουν;» Πότε είχε ανέβει η Λανφίαρ στην ανοιχτή καρότσα; Έπρεπε να την παρακολουθεί στενά, να έχει το νου του για τυχόν ίχνος κούρασης ή έλλειψης αυτοσυγκέντρωσης. Ήταν μια μάταιη ελπίδα. Η Λανφίαρ στάθηκε πλάι στο στρεβλό τερ’ανγκριάλ-πόρτα και τον κοίταξε αφ’ υψηλού, σαν βασίλισσα έτοιμη να απαγγείλει την ετυμηγορία της, αλλά της περίσσευε χρόνος για να χαμογελάσει παγερά στο σκούρο φιλντισένιο βραχιόλι που στριφογυρνούσε στα δάχτυλα της. «Τι θα σε πονέσει περισσότερο, Λουζ Θέριν; Θέλω να πονέσεις. Θέλω να γνωρίσεις πόνο που δεν έχει γνωρίσει κανένας άνδρας!»

Όσο πιο χοντρή ήταν η ροή προς αυτόν από την Πηγή, τόσο πιο δύσκολο θα ήταν να κοπεί. Το χέρι του σφίχτηκε στην τσέπη του σακακιού του, ο χοντρός πέτρινος ανθρωπάκος με το σπαθί ήταν σκληρός, καθώς άγγιζε τον ερωδιό που σημάδευε την παλάμη του. Ο Ραντ άντλησε όσο πιο βαθιά μπορούσε το σαϊντίν, ώσπου το μόλυσμα άρχισε να αιωρείται στην αδειανοσύνη σαν βροχή με ομίχλη.

«Πόνος, Λουζ Θέριν».

Και ήρθε ο πόνος, και η αγωνία έκρυψε τον κόσμο. Δεν ήταν στην καρδιά ή στο κεφάλι αυτή τη φορά, αλλά παντού, σ’ ολόκληρο το σώμα του, καυτές βελόνες που κάρφωναν το Κενό. Του φαινόταν ότι άκουγε ένα οξύ σφύριγμα με κάθε πλήγμα τους, και το καθένα χωνόταν πιο βαθιά από το προηγούμενο. Οι προσπάθειες της να τον θωρακίσει δεν επιβραδύνθηκαν· συνέχισαν γρηγορότερες, δυνατότερες. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η Λανφίαρ ήταν τόσο δυνατή. Αγκιστρώθηκε από το Κενό, το καυτό, παγωμένο σαϊντίν, και αμύνθηκε παραζαλισμένος. Μπορούσε να δώσει τέλος σ’ αυτό, να την αποτελειώσει. Μπορούσε να ρίξει κεραυνούς, να την τυλίξει στη φωτιά, την οποία είχε χρησιμοποιήσει και η ίδια για να σκοτώσει.

Εικόνες έπαιξαν μέσα στον πόνο. Μια γυναίκα που φορούσε σκούρο φόρεμα εμπόρου, που γκρεμιζόταν από το άλογό της, με το φλογερό κόκκινο σπαθί ανάλαφρο στα χέρια του· είχε έρθει να τον σκοτώσει μαζί με μια ομάδα άλλων Σκοτεινόφιλων. Το σκοτεινό βλέμμα του Ματ· τη σκότωσα. Μια χρυσομαλλούσα γυναίκα που κειτόταν σε ένα ρημαγμένο διάδρομο όπου, όπως φαινόταν, οι ίδιοι οι τοίχοι είχαν λιώσει και είχαν ρεύσει. Ιλυένα, συγχώρεσε με! Ήταν μια κραυγή απελπισίας.

Μπορούσε να δώσει τέλος. Μόνο που δεν μπορούσε. Θα πέθαινε, ίσως θα πέθαινε κι ο κόσμος, αλλά δεν μπορούσε να σκοτώσει κι άλλη γυναίκα. Για κάποιο λόγο, του φαινόταν το πιο αστείο πράγμα που είχε δει ποτέ ο κόσμος.

Σκουπίζοντας το αίμα από το στόμα της, η Μουαραίν σύρθηκε κάτω από το πίσω μέρος της άμαξας και σηκώθηκε όρθια τρεκλίζοντας, ενώ στ’ αυτιά της είχε τον ήχο ενός άνδρα που γελούσε. Άθελά της, το βλέμμα της τινάχτηκε να ψάξει για τον Λαν, και τον βρήκε να κείτεται σχεδόν στον ομιχλώδη γκρίζο τοίχο του θόλου που απλωνόταν από πάνω. Ο Πρόμαχος σπαρτάρησε, ίσως προσπαθώνας να βρει δύναμη να σηκωθεί, ίσως πεθαίνοντας. Τον έδιωξε με κόπο από το μυαλό της. Της είχε σώσει τη ζωή τόσες φορές, που κανονικά η ζωή της θα έπρεπε να του ανήκει, όμως η Μουαραίν εδώ και καιρό είχε κάνει αυτό που μπορούσε για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του στο μοναχικό πόλεμο του με τη Σκιά. Τώρα θα έπρεπε να ζήσει ή να πεθάνει χωρίς τη Μουαραίν.

Αυτός που γελούσε ήταν ο Ραντ, πεσμένος στα γόνατα, στις πέτρες του μόλου. Γελούσε, με δάκρυα να κυλούν σε ένα πρόσωπο αλλοιωμένο, σαν κάποιου που τον ανέκριναν. Η Μουαραίν ένιωσε ένα ρίγος. Αν τον είχε καταλάβει η τρέλα, τότε αυτό ήταν κάτι που την ξεπερνούσε. Μπορούσε να κάνει μόνο ό,τι μπορούσε να κάνει. Ό,τι έπρεπε να κάνει.

Η εικόνα της Λανφίαρ ήταν ένα δυνατό πλήγμα. Όχι έκπληξη, αλλά σοκ, τώρα που έβλεπε αυτό που είχε στα όνειρα της τόσο συχνά μετά το Ρουίντιαν, Η Λανφίαρ στεκόταν στην άμαξα, ακτινοβολώντας στον ήλιο από το σαϊντάρ, με το στρεβλό τερ’ανγκριάλ από κόκκινοπετρα πίσω της, καθώς κοίταζε τον Ραντ μ’ ένα άσπλαχνο χαμόγελο στα χείλη της. Στα χέρια της στριφογυρνούσε ένα βραχιόλι. Ένα ανγκριάλ, κι αν ο Ραντ δεν είχε κι ο ίδιος δικό του ανγκριάλ, θα μπορούσε να τον τσακίσει μ’ αυτό. Ή ο Ραντ είχε το δικό του ή η Λανφίαρ έπαιζε μαζί του. Δεν είχε σημασία. Της Μουαραίν δεν της άρεσε καθόλου αυτός ο κύκλος από σμιλεμένο φίλντισι που είχε μαυρίσει με το πέραμα των αιώνων. Εκ πρώτης όψεως, έμοιαζε να είναι ένας ακροβάτης που έσκυβε ανάποδα για να πιάσει τους αστραγάλους του. Αν το κοίταζες πιο προσεκτικά, έβλεπες ότι οι καρποί και οι αστράγαλοι ήταν δεμένοι μαζί. Δεν της άρεσε, αλλά το είχε φέρει από το Ρουίντιαν. Χθες είχε βγάλει το βραχιόλι από ένα σακί με διάφορα πραγματάκια και το είχε αφήσει να κείτεται εκεί μπροστά στην πόρτα από κοκκινόπετρα.