Η Μουαραίν ήταν μικρόσωμη γυναίκα, τοσοδούλα. Το βάρος της δεν κούνησε καθόλου την άμαξα όταν ανέβηκε. Μόρφασε, καθώς το φόρεμά της πιάστηκε σε μια σκλήθρα και σχίστηκε, αλλά η Λανφίαρ δεν γύρισε να κοιτάξει. Η Αποδιωγμένη είχε αντιμετωπίσει όλες τις απειλές εκτός από τον Ραντ· ήταν η μόνη άκρη του κόσμου που έβλεπε εκείνη τη στιγμή.
Η Μουαραίν έπνιξε μια μικρή αίσθηση ελπίδας —δεν μπορούσε να δεχθεί αυτή την πολυτέλεια― σηκώθηκε για μια στιγμή στην άκρη της άμαξας και μετά αγκάλιασε την Αληθινή Πηγή και πήδηξε πάνω στη Λανφίαρ. Η Αποδιωγμένη είχε μιας στιγμής προειδοποίηση, αρκετή για να γυρίσει, προτού η Μουαραίν πέσει πάνω της και της αρπάξει το βραχιόλι. Πρόσωπο με πρόσωπο, γκρεμίστηκαν μέσα στο τερ’ανγκριάλ-πόρτα. Λευκό φως κατάπιε τα πάντα.
53
Λέξεις που Σβήνουν
Στα βάθη του Κενού που ζάρωνε, ο Ραντ είδε τη Μουαραίν να τρέχει, βγαίνοντας, θαρρείς, από το πουθενά, για να πιαστεί στα χέρια με τη Λανφίαρ. Οι επιθέσεις εναντίον του σταμάτησαν όταν οι δύο γυναίκες έπεσαν μέσα στο τερ’ανγκριάλ-πόρτα με μια λάμψη λευκού φωτός που δεν έλεγε να τελειώσει· η λάμψη γέμισε το αδιόρατα στρεβλό ορθογώνιο, σαν να προσπαθούσε να χιμήξει έξω, αλλά τη σταματούσε ένα αόρατο φράγμα. Κυρτοί κεραυνοί, ασημένιοι και γαλάζιοι, απλώνονταν γύρω από το τερ’ανγκριάλ, με ολοένα μεγαλύτερη σφοδρότητα· βραχνά βουητά τριζοβολούσαν στον αέρα.
Ο Ραντ σηκώθηκε όρθιος παραπατώντας. Ο πόνος δεν είχε εξαφανιστεί εντελώς, όμως η πίεση είχε φύγει, μια υπόσχεση ότι θα έφευγε και ο πόνος. Τα μάτια του δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από το τερ’ανγκριάλ. Μουαραίν. Το όνομά της αιωρήθηκε μέσα στο μυαλό του, γλιστρώντας στο Κενό.
Ο Λαν τον προσπέρασε με βία, με την προσοχή του συγκεντρωμένη στην άμαξα, γέρνοντας, λες και ο μόνος τρόπος για να μην πέσει ήταν να προχωρήσει μπροστά.
Ο Ραντ προς το παρόν μπορούσε μονάχα να σταθεί όρθιος. Διαβίβασε, έπιασε τον Πρόμαχο με ροές Αέρα. «Δεν... Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, Λαν. Δεν μπορείς να την ακολουθήσεις».
«Το ξέρω», είπε απελπισμένα ο Λαν. Ακινητοποιημένος, με το πόδι στον αέρα, δεν πάλευε, μόνο ατένιζε το τερ’ανγκριάλ που είχε καταπιεί τη Μουαραίν. «Το Φως να μου χαρίσει γαλήνη, το ξέρω».
Η άμαξα είχε πιάσει φωτιά. Ο Ραντ προσπάθησε να πνίξει τις φλόγες, όμως, καθώς τραβούσε τη θερμότητα από μια πυρά, οι κεραυνοί άναβαν μια άλλη. Η πόρτα έβγαζε καπνό, παρ’ όλο που ήταν πέτρινη, έναν λευκό, δριμύ καπνό που μαζευόταν και πύκνωνε κάτω από τον γκρίζο θόλο. Μια τολύπη τού έκαψε τα ρουθούνια του Ραντ και του έφερε βήχα· το δέρμα του έτσουζε εκεί που το είχε αγγίξει ο καπνός. Έλυσε βιαστικά την ύφανση του θόλου, τη διέλυσε, αντί να περιμένει να σβήσει, και ύφανε γύρω από την άμαξα μια ψηλή καμινάδα από Αέρα που έλαμπε σαν γυαλί, για να πάρει τους καπνούς ψηλά, μακριά. Μόνο τότε άφησε τον Λαν. Δεν θα του έκανε εντύπωση, αν ο Πρόμαχος αποφάσιζε να ακολουθήσει τη Μουαραίν ούτως ή άλλως, εφόσον μπορούσε να φτάσει στην άμαξα. Την είχαν καταπιεί οι φλόγες τώρα, όπως και την πόρτα από κοκκινόπετρα, η οποία έλιωνε σαν να ’ταν κέρινη, όμως αυτά μπορεί να μην είχαν σημασία για έναν Πρόμαχο.
«Χάθηκε. Δεν μπορώ να αισθανθώ την παρουσία της». Τα λόγια έμοιαζαν να ξεριζώνονται από το στήθος του Λαν. Γύρισε και προχώρησε πλάι στη σειρά των αμαξών χωρίς να ρίξει ματιά πίσω του.
Ακολουθώντας τον Πρόμαχο με το βλέμμα, ο Ραντ είδε την Αβιέντα πεσμένη στα γόνατα να κρατά την Εγκουέν. Άφησε το σαϊντίν κι έτρεξε στο μόλο. Ο σωματικός πόνος, που πριν ήταν απόμακρος, τον τύλιξε, αλλά αυτός συνέχισε να τρέχει, αν και με δυσκολία. Ήταν εκεί και ο Ασμόντιαν επίσης, κοιτάζοντας γύρω του σαν να περίμενε πως η Λανφίαρ θα ξεπηδούσε πίσω από κάποια άμαξα ή από κάποιο αναποδογυρισμένο κάρο. Και ο Ματ, μισογονατισμένος, με το δόρυ στηριγμένο στον ώμο του, που έκανε αέρα στην Εγκουέν με το καπέλο του.
Ο Ραντ κοντοστάθηκε. «Είναι...;»
«Δεν ξέρω», έκανε ο Ματ θλιμμένα.
«Ανασαίνει ακόμα». Η Αβιέντα φαινόταν να μην είναι σίγουρη για πόσο θα συνεχιζόταν αυτό, όμως τα μάτια της Εγκουέν πετάρισαν κι άνοιξαν, καθώς η Άμυς και η Μπάιρ προσπερνούσαν τον Ραντ σπρώχνοντάς τον απότομα, μαζί με τη Μελαίν και τη Σορίλεα. Οι Σοφές μαζεύτηκαν και γονάτισαν γύρω από την πεσμένη γυναίκα, μονολογώντας και μουρμουρίζοντας μεταξύ τους καθώς εξέταζαν την Εγκουέν.