Выбрать главу

«Νιώθω...» άρχισε να λέει αδύναμα η Εγκουέν, και σταμάτησε για να καταπιεί. Το πρόσωπό της ήταν κατάχλωμο. «Πονάω...» Ένα δάκρυ κύλησε από το μάτι της.

«Φυσικά και πονάς», είπε απότομα η Σορίλεα. «Είδες τι παθαίνεις όταν μπλέκεις στα σχέδια ενός άνδρα».

«Δεν μπορεί να έρθει μαζί σου, Ραντ αλ’Θόρ». Η όμορφη, ηλιόξανθη Μελαίν ήταν θυμωμένη, αλλά δεν κοίταζε τον Ραντ· ο θυμός της μπορεί να οφειλόταν στον ίδιο ή σ’ αυτό που είχε συμβεί.

«Θα είμαι... μια χαρά... αν ξεκουραστώ λιγάκι», ψιθύρισε η Εγκουέν.

Η Μπάιρ έβρεξε ένα πανί με νερό από ένα φλασκί και το ακούμπησε στο μέτωπο της Εγκουέν. «Θα είσαι μια χαρά με άφθονη ξεκούραση. Φοβάμαι ότι δεν θα συναντήσεις τη Νυνάβε και την Ηλαίην απόψε. Δεν θα πλησιάσεις τον Τελ’αράν’ριοντ για αρκετές μέρες, μέχρι να δυναμώσεις ξανά. Μην με κοιτάς έτσι πεισματάρικα, κορίτσι μου. Αν χρειαστεί, θα παρακολουθούμε τα όνειρά σου, προκειμένου να είμαστε σίγουρες, και θα βάλουμε τη Σορίλεα να σε φροντίζει, αν σου περάσει από το μυαλό να παρακούσεις».

«Αν με παρακούσεις μια φορά, δεν θα το κάνεις δεύτερη, είτε είσαι Άες Σεντάι είτε όχι», είπε η Σορίλεα, αλλά με μια νότα συμπάθειας στη φωνή που ερχόταν σε αντίθεση με τη βλοσυρή έκφραση της. Το πρόσωπο της Εγκουέν έδειχνε σύγχυση.

«Εγώ τουλάχιστον είμαι αρκετά καλά για να κάνω αυτό που πρέπει να γίνει», είπε η Αβιέντα. Στην πραγματικότητα, δεν φαινόταν να είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση από την Εγκουέν, αλλά κατάφερε να κοιτάξει αγέρωχα τον Ραντ, προφανώς περιμένοντας να της φέρει αντιρρήσεις. Το αγέρωχο βλέμμα της υποχώρησε κάπως όταν κατάλαβε ότι την κοίταζαν οι τέσσερις Σοφές. «Μα είμαι», μουρμούρισε.

«Φυσικά», είπε άτονα ο Ραντ.

«Είμαι», επέμεινε αυτή. Προς αυτόν· είχε προσέξει να αποφύγει το βλέμμα των Σοφών. «Η Λανφίαρ με είχε μια στιγμή λιγότερο απ’ όσο την Εγκουέν. Αυτό είναι αρκετή διαφορά ανάμεσά μας. Σου έχω τοχ, Ραντ αλ’Θόρ. Νομίζω πως δεν θα αντέχαμε πολλές στιγμές ακόμα. Ήταν πολύ δυνατή». Το βλέμμα της στράφηκε στην άμαξα που καιγόταν. Οι μανιασμένες φλόγες το είχαν ήδη κάνει μια άμορφη καμένη μάζα μέσα στη σαν από γυαλί καμινάδα του· το τερ’ανγκριάλ από κοκκινόπετρα δεν φαινόταν πια καθόλου. «Δεν είδα όλα όσα συνέβησαν».

«Είναι...» Ο Ραντ ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. «Χάθηκαν και οι δύο. Η Λανφίαρ είναι νεκρή. Το ίδιο και η Μουαραίν». Η Εγκουέν έβαλε τα κλάματα, με λυγμούς που έσειαν το κορμί της, καθώς την αγκάλιαζε η Αβιέντα. Η Αβιέντα έσκυψε το κεφάλι στον ώμο της άλλης, ίσως επειδή μπορεί να έκλαιγε και η ίδια.

«Είσαι ανόητος, Ραντ αλ’Θόρ», είπε η Άμυς καθώς σηκωνόταν όρθια. Το ασυνήθιστα νεανικό πρόσωπο κάτω από τη μαντήλα που σκέπαζε το κεφάλι της και τα λευκά μαλλιά της ήταν σκληρό σαν πέτρα. «Και γι’ αυτό και για πολλά άλλα πράγματα, είσαι ανόητος».

Εκείνος γύρισε την πλάτη στα μάτια της που τον κατηγορούσαν. Η Μουαραίν ήταν νεκρή. Νεκρή, επειδή ο Ραντ δεν άντεχε να σκοτώσει μια Αποδιωγμένη. Δεν ήξερε αν ήθελε να κλάψει ή να γελάσει τρανταχτά· ό,τι από τα δύο και να έκανε, ίσως να μην σταματούσε.

Το λιμάνι που άδειαζε όταν είχε φτιάξει το θόλο τώρα είχε ξαναγεμίσει, αν και ελάχιστοι πλησίαζαν πιο κοντά από το σημείο όπου στεκόταν εκείνος ο ομιχλώδης, γκρίζος θόλος. Οι Σοφές πηγαινοέρχονταν βοηθώντας τους καμένους, παρηγορώντας τους ετοιμοθάνατους, με τη βοήθεια λευκοφορεμένων γκαϊ’σάιν και ανδρών με καντιν’σόρ. Βογκητά και κραυγές τρυπούσαν τ’ αυτιά του. Δεν είχε δράσει όσο γρήγορα έπρεπε. Η Μουαραίν ήταν νεκρή· δεν θα υπήρχε Θεραπεία ούτε και για τους πιο βαριά τραυματισμένους. Επειδή ο Ραντ... Δεν μπορούσα. Που να με βοηθήσει το Φως, δεν μπορούσα!

Υπήρχαν κι άλλοι Αελίτες που στέκονταν και τον κοίταζαν, μερικοί που μόνο τώρα κατέβαζαν το πέπλο τους· ακόμα δεν έβλεπε καμία Κόρη. Δεν ήταν μόνο Αελίτες εκεί. Ο Ντομπραίν, με το πρόσωπο γυμνό, καβάλα σ’ ένα μαύρο μουνούχι, δεν έπαιρνε το βλέμμα από τον Ραντ, και λίγο παραπέρα ο Ταλμέηνς, ο Ναλέσεν και ο Ντήριντ κάθονταν στα άλογά τους και παρακολουθούσαν τον Ματ σχεδόν όσο προσεκτικά κοίταζαν και τον Ραντ. Υπήρχαν άνθρωποι στην κορυφή του μεγάλου τείχους, που ο ανατέλλων ήλιος τους βύθιζε στη σκιά και σχημάτιζε το περίγραμμά τους, κι άλλοι ακόμα στους σαν παραπετάσματα τοίχους στο ποτάμι. Δύο σκιερές μορφές γύρισαν από την άλλη, όταν ο Ραντ σήκωσε το βλέμμα, κοίταξαν η μια την άλλη και φάνηκαν να ξαφνιάζονται. Ο Ραντ θα έβαζε στοίχημα ότι ήταν ο Μάιλαν και ο Μαρίνγκιλ.