Ο Λαν είχε επιστρέψει με τα άλογα από την τελευταία άμαξα της σειράς, χαϊδεύοντας τη λευκή μουσούδα της Αλντίμπ. Της φοράδας της Μουαραίν.
Ο Ραντ τον πλησίασε. «Λυπάμαι, Λαν. Αν είχα κάνει πιο γρήγορα, αν είχα...» Αφησε μια βαριά ανάσα να βγει. Δεν μπορούσα να σκοτώσω τη μια, έτσι σκότωσα την άλλη. Το Φως να με τυφλώσει! Αν γινόταν αυτό που ζητούσε εκείνη τη στιγμή, δεν θα τον πείραζε καθόλου.
«Ο Τροχός υφαίνει». Ο Λαν πλησίασε τον Μαντάρμπ και κοίταξε αν ήταν καλά δεμένα τα λουριά του μαύρου επιβήτορα. «Ήταν στρατιώτης, πολεμίστρια με τον τρόπο της, όσο κι εγώ. Αυτό θα μπορούσε να έχει συμβεί διακόσιες φορές τα τελευταία είκοσι χρόνια. Το ήξερε, το ίδιο κι εγώ. Ήταν μια καλή μέρα για να πεθάνει». Η φωνή του ήταν σκληρή όσο πάντα, όμως τα ψυχρά γαλανά μάτια είχαν κοκκινίσει.
«Πάντως, λυπάμαι. Έπρεπε να είχα...» Αυτά τα «έπρεπε» δεν θα παρηγορούσαν τον Λαν και ήταν δαγκωνιές στην ψυχή του Ραντ. «Ελπίζω να είσαι ακόμα φίλος μου, Λαν, ύστερα από... εκτιμώ τις συμβουλές σου —και τα μαθήματα ξιφασκίας― και θα τα χρειαστώ στις μέρες που έρχονται».
«Είμαι φίλος σου, Ραντ. Αλλά δεν μπορώ να μείνω». Ο Λαν ανέβηκε στη σέλα. «Η Μουαραίν μού έκανε κάτι που δεν έχει γίνει εδώ και εκατοντάδες χρόνια, από τότε που οι Άες Σεντάι ακόμα μερικές φορές δέσμευαν έναν Πρόμαχο είτε αυτός το ήθελε είτε όχι. Τροποποίησε το δεσμό μου, ώστε να περάσει σε μια άλλη, όταν αυτή θα πέθαινε. Τώρα πρέπει να βρω αυτή την άλλη, να γίνω ένας από τους Προμάχους της. Ήδη είμαι ένας απ’ αυτούς. Τη νιώθω αμυδρά, κάπου μακριά στα δυτικά, και μπορεί να με νιώσει κι αυτή. Πρέπει να φύγω, Ραντ. Είναι ένα από αυτά που έκανε η Μουαραίν. Είπε ότι δεν θα μου έδινε χρόνο να πεθάνω προσπαθώντας να πάρω εκδίκηση γι’
αυτήν». Έσφιξε τα γκέμια σαν να συγκρατούσε τον Μαντάρμπ, σαν να συγκρατούσε τον εαυτό του για να μην σπιρουνίσει το άλογο. «Αν ποτέ ξαναδείς τη Νυνάβε, πες της...» Για μια στιγμή, το πέτρινο εκείνο πρόσωπο ταράχτηκε· μια στιγμή μόνο και μετά ξανάγινε γρανίτης. Μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του, όμως ο Ραντ το άκουσε. «Η καθαρή πληγή θεραπεύεται γρηγορότερα και πονάει λιγότερο». Είπε δυνατά, «Πες της ότι βρήκα κάποια άλλη. Οι Πράσινες αδελφές μερικές φορές είναι κοντά στους Προμάχους τους όσο άλλες γυναίκες είναι στο σύζυγό τους. Μ’ όλους τους τρόπους. Πες της ότι πήγα να γίνω εραστής και σπαθί μιας Πράσινης αδελφής. Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν. Έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που την είδα».
«Θα της πω ό,τι μου πεις, Λαν, όμως δεν ξέρω αν θα με πιστέψει».
Ο Λαν έγειρε από τη σέλα κι έσφιξε δυνατά τον ώμο του Ραντ. Ο Ραντ θυμήθηκε που τον είχε αποκαλέσει μισοδαμασμένο λύκο, όμως τα μάτια του τώρα θα έκαναν έναν λύκο να μοιάζει με σκυλάκι σαλονιού. «Μοιάζουμε πολύ σε μερικά πράγματα εγώ κι εσύ. Υπάρχει ένα σκοτάδι μέσα μας. Σκοτάδι, πόνος, θάνατος. Ακτινοβολούν από μέσα μας. Αν αγαπήσεις ποτέ σου γυναίκα, Ραντ, άφησέ την και άσε την να βρει άλλον. Θα είναι το καλύτερο δώρο που μπορείς να της κάνεις». Σηκώθηκε και ύψωσε το χέρι. «Η ειρήνη να χαμογελά στο σπαθί σου. Ταϊ’σαρ Μανέθερεν». Ο αρχαίος χαιρετισμός. Αληθινό αίμα της Μανέθερεν.
Ο Ραντ σήκωσε το χέρι του. «Ταϊ’σαρ Μαλκίρ».
Ο Λανφίαρ σπιρούνισε τα πλευρά του Μαντάρμπ και το άτι όρμηξε μπροστά, σκορπίζοντας τους Αελίτες και όλους τους άλλους από το δρόμο του, σαν να ήθελε να πάει τον τελευταίο των Μαλκιρινών στον προορισμό του καλπάζοντας σ’ όλο το δρόμο.
«Το τελευταίο αγκάλιασμα της μητέρας να σε καλωσορίσει στο σπίτι, Λαν», μουρμούρισε ο Ραντ και μετά ανατρίχιασε. Ήταν απόσπασμα από την επικήδεια τελετή στο Σίναρ και οπουδήποτε αλλού στις Μεθόριες.
Ακόμα τον παρακολουθούσαν, οι Αελίτες, οι άνθρωποι στους τοίχους. Ο Πύργος θα μάθαινε για τη σημερινή μέρα, ή κάποια εκδοχή των συμβάντων, μόλις έφτανε εκεί περιστέρι. Αν ο Ράχβιν είχε κι αυτός τρόπο να τον παρακολουθεί —αρκούσε ένα κοράκι στην πόλη, ένας αρουραίος εδώ στο ποτάμι― σίγουρα δεν θα περίμενε να συμβεί τίποτα σήμερα. Η Ελάιντα θα τον θεωρούσε αποδυναμωμένο, ίσως πιο υποχωρητικό, και ο Ράχβιν...
Κατάλαβε τι έκανε και μόρφασε. Σταμάτα! Έστω για ένα λεπτό, σταμάτα για να θρηνήσεις! Δεν ήθελε όλα αυτά τα βλέμματα πάνω του. Οι Αελίτες άνοιξαν δρόμο μπροστά του σχεδόν όσο γρήγορα είχαν ανοίξει και για τον Μαντάρμπ.
Η παράγκα του λιμενάρχη ήταν ένα δωματιάκι φτιαγμένο από πέτρα, με λιθοκέραμα στη στέγη, δίχως παράθυρα, όλο ράφια με βιβλία και κυλίνδρους και χαρτιά, που τη φώτιζαν δυο λάμπες σε ένα πρόχειρο τραπέζι που το σκέπαζαν σφραγίδες φόρων και στάμπες τελωνείων. Ο Ραντ βρόντηξε την πόρτα πίσω του για να διώξει τα βλέμματα.