Αυτό προσπαθούσε να αποφύγει ο Ραντ, κατηγορώντας την ανόητα για τα μυστικά της, Η Μουαραίν ήξερε τι θα συνέβαινε και είχε προχωρήσει τόσο γενναία όσο κάθε Αελίτισσα. Είχε φτάσει στο θάνατο γνωρίζοντας ότι την περίμενε. Είχε πεθάνει επειδή ο Ραντ δεν μπορούσε να σκοτώσει τη Λανφίαρ. Δεν μπορούσε να σκοτώσει μια γυναίκα, έτσι είχε πεθάνει μια άλλη. Το βλέμμα του έπεσε στα τελευταία λόγια της.
...Θα τα πας μια χαρά.
Τον έκοψαν σαν παγωμένο ξυράφι.
«Γιατί κλαις μονάχος εδώ πέρα, Ραντ αλ’Θόρ; Άκουσα ότι κάποιοι υδρόβιοι νομίζουν ότι είναι ντροπή να τους δουν να κλαίνε».
Αυτός αγριοκοίταξε τη Σούλιν που στεκόταν στην πόρτα. Ήταν αρματωμένη ως τα δόντια, με το θήκη του τόξου στην πλάτη της, τη φαρέτρα στη ζώνη, τη στρογγυλή ασπίδα με την επένδυση από τομάρι στο χέρι μαζί με τρία δόρατα. «Δεν...» Τα μάγουλά του ήταν υγρά. Τα σκούπισε. «Κάνει ζέστη εδώ. Ιδρώνω σαν... Τι θες; Νόμιζα ότι αποφασίσατε να με εγκαταλείψετε και να γυρίσετε στην Τρίπτυχη Γη».
«Δεν σ’ εγκαταλείψαμε εμείς, Ραντ αλ’Θόρ». Έκλεισε την πόρτα πίσω της, κάθισε στο πάτωμα και απίθωσε την ασπίδα και δύο δόρατα. «Εσύ μας εγκατέλειψες». Με μια γοργή κίνηση, έβαλε το πόδι κόντρα στο άλλο δόρυ που κρατούσε στα χέρια, και αυτό έσπασε σε δύο κομμάτια.
«Τι κάνεις;» Η Σούλιν πέταξε στην άκρη τα κομμάτια κι έπιασε άλλο ένα δόρυ. «Είπα, τι κάνεις;» Το πρόσωπο της ασπρομάλλας Κόρης μπορεί να έκανε ακόμα και τον Λαν να κοντοσταθεί, όμως ο Ραντ έσκυψε κι έπιασε το δόρυ που είχε στα χέρια της· το πόδι της με τη μπότα από μαλακό δέρμα ακούμπησε τις αρθρώσεις του. Κάθε άλλο παρά ανάλαφρα.
«Θα μας αναγκάσεις να βάλουμε φουστάνια, να παντρευτούμε και να προσέχουμε την εστία του σπιτιού; Ή μήπως πρέπει να ξαπλώνουμε πλάι στη φωτιά σου και να σου γλείφουμε το χέρι όταν μας δίνεις ένα κομμάτι κρέας;» Οι μύες της τεντώθηκαν και το δόρυ έσπασε, γεμίζοντας με σκίζες την παλάμη του.
Εκείνος τράβηξε πίσω το χέρι του με μια βλαστήμια, τινάζοντας σταγόνες αίματος, «Δεν εννοούσα τίποτα τέτοιο. Νόμιζα ότι καταλάβατε». Εκείνη πήρε το τελευταίο δόρυ, έβαλε πόδι, και ο Ραντ διαβίβασε, υφαίνοντας Αέρα, για να τη σταματήσει εκεί που ήταν. Αυτή έμεινε να τον κοιτάζει χωρίς λέξη. «Που να καώ, δεν είπες τίποτα! Εντάξει, δεν άφησα τις Κόρες να μπουν στη μάχη με τον Κουλάντιν. Δεν πολέμησαν όλοι εκείνη τη μέρα. Και δεν είπες ποτέ λέξη».
Τα μάτια της Σούλιν πλάτυναν από έκπληξη. «Εσύ εμπόδισες εμάς να χορέψουμε τα δόρατα; Εμείς σταματήσαμε εσένα από το να χορέψεις. Ήσουν σαν κορίτσι φρεσκοπαντρεμένο με το δόρυ, έτοιμος να τρέξεις και να σκοτώσεις τον Κουλάντιν δίχως σκέψη για το δόρυ που μπορεί να σε κάρφωνε από πίσω. Είσαι ο Καρ’α’κάρν. Δεν έχεις δικαίωμα να θέτεις άσκοπα σε κίνδυνο τον εαυτό σου». Η φωνή της ηρέμησε. «Πήγαινε τώρα να πολεμήσεις τον Αποδιωγμένο. Το μυστικό σου είναι ασφαλές, όμως άκουσα αρκετά από κείνους που ηγούνται στις άλλες κοινωνίες».
«Και θέλεις να με αποκλείσεις κι απ’ αυτή τη μάχη;» είπε αυτός χαμηλόφωνα.
«Μην είσαι ανόητος, Ραντ αλ’Θόρ. Ο καθένας θα μπορούσε να χορέψει τα δόρατα με τον Κουλάντιν· να το ρισκάρεις εσύ, θα ήταν σκέψη παιδιού. Κανείς ανάμεσά μας δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τους Σκιόψυχους, εκτός από σένα».
«Τότε, γιατί...;» Σταμάτησε· ήδη ήξερε την απάντηση. Ύστερα από κείνη την αιματηρή μέρα ενάντια στον Κουλάντιν, είχε πείσει τον εαυτό του ότι κάτι τέτοιο δεν θα τις πείραζε. Έτσι ήθελε να πιστεύει.
«Αυτοί που θα έρθουν μαζί σου έχουν επιλεγεί». Τα λόγια έβγαιναν σαν πέτρες που εκσφενδονίζονταν. «Άνδρες απ’ όλες τις κοινωνίες. Άνδρες. Δεν υπάρχουν Κόρες, Ραντ αλ’Θόρ. Οι Φαρ Ντάραϊς Μάι φέρουν την τιμή σου, κι εσύ στερείς τη δική μας».
Αυτός πήρε μια βαθιά ανάσα, έψαξε να βρει λόγια. «Δεν... δεν μου αρέσει να βλέπω μια γυναίκα να πεθαίνει. Το μισώ, Σούλιν. Με τρώει μέσα μου. Δεν θα μπορούσα να σκοτώσω μια γυναίκα, ακόμα κι αν απ’ αυτό εξαρτιόταν η ζωή μου». Οι σελίδες του γράμματος της Μουαραίν θρόισαν στο χέρι του. Ήταν νεκρή επειδή ο Ραντ δεν μπορούσε να σκοτώσει τη Λανφίαρ. Καμιά φορά, δεν εξαρτιόταν μόνο η δική του ζωή απ’ αυτό. «Σούλιν, θα προτιμούσα να πάω μόνος εναντίον του Ράχβιν παρά να δω μια από σας να πεθαίνει».