Выбрать главу

«Μ’ αρέσουν και μένα τα σιροπιάσματα», είπε ο Ματ, «αλλά μήπως παραείναι πολλοί οι θεατές;»

Ο Ραντ άφησε τη μέση της Αβιέντα κι έκανε ένα βήμα πίσω, αλλά όχι τόσο γρήγορα όσο εκείνη. Έσκυψε το κεφάλι της, έσιαξε το φουστάνι της, μουρμούρισε ότι είχε τσαλακωθεί πάνω στο άλογο, αλλά ο Ραντ πρόφτασε να δει τα μάγουλά της να κοκκινίζουν. Δεν είχε ως πρόθεσή του να την ντροπιάσει.

Κοίταξε βλοσυρός την αυλή ολόγυρά του και είπε, «Σου είπα ότι δεν ξέρω πόσους μπορώ να πάρω, Μπάελ». Με τις Κόρες να ξεχειλίζουν από τις πύλες και να κατεβαίνουν τη ράμπα, μόλις που υπήρχε χώρος να προχωρήσει στην αυλή. Πεντακόσια άτομα από κάθε Άελ, σήμαιναν έξι χιλιάδες Αελίτες· οι διάδρομοι και οι θάλαμοι μέσα πρέπει να ήταν γεμάτοι.

Ο πανύψηλος Αελίτης αρχηγός σήκωσε τους ώμους. Όπως και πολλοί άλλοι Αελίτες εκεί, είχε το σούφα τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι του, έτοιμος να φορέσει το πέπλο, Δεν είχε πορφυρό κεφαλομάντηλο, αν και οι μισοί εκεί έμοιαζαν να έχουν τον ασπρόμαυρο δίσκο στο μέτωπό τους. «Όσα δόρατα μπορούν να σε ακολουθήσουν, θα το κάνουν. Οι δύο Άες Σεντάι θα έρθουν σύντομα;»

«Όχι». Ευτυχώς που η Αβιέντα είχε κρατήσει την υπόσχεσή της να μην τον αφήσει να την ξαναγγίξει. Η Λανφίαρ είχε αποπειραθεί να σκοτώσει αυτήν και την Εγκουέν επειδή δεν ήξερε ποια ήταν η Αβιέντα. Πώς είχε μπορέσει ο Καντίρ να της το πει; Δεν είχε σημασία. Ο Λαν είχε δίκιο. Ο πόνος —ή ο θάνατος― περίμενε τις γυναίκες που έρχονταν πολύ κοντά του. «Δεν θα έρθουν».

«Λένε ιστορίες για... ένα πρόβλημα... στο ποτάμι».

«Μια λαμπρή νίκη, Μπάελ», είπε κουρασμένα ο Ραντ. «Η τιμή ήταν μεγάλη». Αλλά όχι για μένα. Ο Πέβιν κατέβηκε και προσπέρασε τον Μπάελ για να σταθεί πίσω από τον ώμο του Ραντ με το λάβαρο, ενώ το στενό, σημαδεμένο πρόσωπό του ήταν απολύτως ανέκφραστο. «Το έχει μάθει, λοιπόν, ολόκληρο το παλάτι;» ρώτησε ο Ραντ.

«Κάτι άκουσα», είπε ο Πέβιν. Το σαγόνι του ανεβοκατέβηκε, καθώς έψαχνε για άλλες λέξεις. Ο Ραντ του είχε βρει, για να αντικαταστήσει το μπαλωμένο, χωριάτικο σακάκι του, ένα καινούριο από κόκκινο μαλλί καλής ποιότητας, και ο Πέβιν τώρα είχε κεντημένους Δράκοντες να ανεβαίνουν δεξιά κι αριστερά στο στέρνο του. «Ότι πας. Κάπου». Αυτό φάνηκε να εξαντλεί το απόθεμα των λέξεων του.

Ο Ραντ ένευσε. Οι φήμες ξεφύτρωναν στο παλάτι σαν μανιτάρια στη σκιά. Αρκεί να μην το μάθαινε ο Ράχβιν. Κοίταξε τις κεραμοσκεπές και τις κορυφές των πύργων. Πουθενά κοράκια. Καιρό είχε να δει κοράκι, αν και είχε ακούσει για άνδρες που είχαν σκοτώσει μερικά. Ίσως τώρα τον απέφευγαν. «Ετοιμαστείτε». Έπιασε το σαϊντίν κι αιωρήθηκε στην αδειάνοσύνη χωρίς συναισθήματα.

Η πύλη εμφανίστηκε στη βάση της σκάλας, αρχικά σαν μια λαμπερή γραμμή, που φάνηκε να στρίβει, να ανοίγει, σχηματίζοντας μια τετράγωνη τρύπα σε μια σκοτεινιά πλάτους τεσσάρων βημάτων. Ούτε μουρμουρητό δεν ακούστηκε από τους Αελίτες. Όσοι ήταν από την αντίθετη μεριά, θα τον έβλεπαν σαν να βρισκόταν πίσω από καπνισμένο γυαλί, ένα τρεμόσβησμα του λυκόφωτος στον αέρα, αλλά θα μπορούσαν εξίσου να προσπαθήσουν να περάσουν μέσα από έναν τοίχο του παλατιού. Από το πλάι, η πύλη θα ήταν αόρατη, με εξαίρεση τους λίγους οι οποίοι ήταν αρκετά κοντά για να δουν κάτι παρόμοιο με μακριά, ψιλή τρίχα που την είχαν τεντώσει.

Τέσσερα βήματα ήταν όσο πιο μεγάλη μπορούσε να την κάνει ο Ραντ. Ο Ασμόντιαν ισχυριζόταν ότι υπήρχαν όρια για κάποιον που δημιουργούσε την πύλη μόνος του· απ’ ό,τι φαινόταν, πάντα υπήρχαν όρια. Δεν έπαιζε ρόλο η ποσότητα του σαϊντίν που αντλούσες. Για την ακρίβεια, η Μία Δύναμη δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με τις πύλες· μόνο με τη δημιουργία τους. Το παραπέρα ήταν άλλο θέμα. Το όνειρο ενός ονείρου, έτσι το αποκαλούσε ο Ασμόντιαν.

Δρασκέλισε την πύλη και πάτησε σε κάτι που έμοιαζε να είναι πλάκα από το πλακόστρωτο της αυλής, όμως εδώ το γκρίζο τετράγωνο κρεμόταν στη μέση ενός απόλυτου ερέβους, με την αίσθηση ότι προς κάθε κατεύθυνση υπήρχε το τίποτα. Τίποτα, ως το άπειρο. Δεν ήταν σαν τη νύχτα. Ο Ραντ έβλεπε καθαρά τον εαυτό του και την πλάκα. Όμως όλα τα υπόλοιπα, τα πάντα, ήταν μια μαυρίλα.

Ήταν καιρός να δει πόσο μεγάλη πλατφόρμα μπορούσε να φτιάξει. Μ’ αυτή τη σκέψη, εμφανίστηκαν μονομιάς κι άλλες πλάκες, αναπαράγοντας τέλεια την αυλή. Τη φαντάστηκε ακόμα μεγαλύτερη. Εξίσου γρήγορα, οι γκρίζες πλάκες απλώθηκαν ως εκεί που έφτανε το βλέμμα του. Τινάχτηκε, μόλις συνειδητοποίησε ότι οι μπότες του είχαν αρχίσει να βουλιάζουν στην πέτρα κάτω από τα πόδια του· δεν φαινόταν να έχει αλλάξει, όμως υποχωρούσε αργά, σαν λάσπη, καταπίνοντας τις μπότες του. Βιαστικά, τα έφερε όλα στο μέγεθος μιας αυλής ίσης με εκείνη που ήταν εκεί έξω —αυτή τη φορά η αυλή έμεινε στερεή― και μετά άρχισε να την αυξάνει, προσθέτοντας μια εξωτερική σειρά πλάκες κάθε φορά. Δεν άργησε να καταλάβει ότι δεν μπορούσε να κάνει την πλατφόρμα πολύ μεγαλύτερη από αυτή της πρώτης απόπειράς του. Η πέτρα ακόμα έδειχνε μια χαρά, δεν μαλάκωνε κάτω από τα πόδια του, όμως η δεύτερη σειρά, την οποία πρόσθεσε τώρα είχε μια αίσθηση... αστάθειας, σαν λεπτό τσόφλι που μπορεί να ράγιζε σε ένα λάθος βήμα. Άραγε αυτό συνέβαινε επειδή μπορούσε να γίνει μόνο τόση; Ή επειδή δεν την είχε φανταστεί μεγαλύτερη από την αρχή; Όλοι βάζουμε τα δικά μας όρια. Η σκέψη γλίστρησε από κάπου. Και τα τραβάμε περισσότερο απ’ όσο μας επιτρέπεται.