Выбрать главу

«Δείξε λίγο σεβασμό!» μούγκρισε η Εγκουέν, ο Ραντ όμως συνέχισε χωρίς να σταματήσει να μιλά στιγμή.

«Οι Δακρυνοί Υψηλοί Άρχοντες ξέρουν κι αυτοί τις Προφητείες και με γνώρισαν κι εμένα, από τη στιγμή που είδαν το Ανέγγιχτο Σπαθί σφιγμένο στη γροθιά μου. Οι μισοί περιμένουν να τους φέρω εξουσία ή δόξα ή και τα δύο· οι άλλοι μισοί θα προτιμούσαν να μου καρφώσουν ένα μαχαίρι στην πλάτη και να ξεχάσουν ότι πέρασε ποτέ ο Αναγεννημένος Δράκοντας από το Δάκρυ. Να πώς θα χαιρετήσουν τον Αναγεννημένο Δράκοντα τα έθνη. Εκτός αν τα υποτάξω πρώτα, όπως έκανα με τους Δακρυνούς. Ξέρετε γιατί άφησα το Καλαντόρ στο Δάκρυ; Για να τους θυμίζω την ύπαρξή μου. Κάθε μέρα ξέρουν ότι είναι εκεί, χωμένο στην Καρδιά της Πέτρας, και ξέρουν ότι θα ξαναγυρίσω σ’ αυτό. Να τι τους ωθεί κοντά μου». Ήταν ο ένας λόγος που είχε αφήσει πίσω το Ανέγγιχτο Σπαθί. Δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται τον άλλο λόγο.

«Να προσέχεις πολύ», είπε έπειτα από μια στιγμή η Μουαραίν. Μόνο αυτό, με φωνή παγερή, ψύχραιμη. Ο Ραντ άκουσε την αυστηρή προειδοποίηση στα λόγια της. Κάποτε την είχε ακούσει να λέει με τον ίδιο τόνο ότι θα προτιμούσε να τον δει πεθαμένο, παρά να τον αφήσει να πάει με το μέρος της Σκιάς. Σκληρή γυναίκα.

Μια ατέλειωτη στιγμή έμεινε με το βλέμμα της στυλωμένο πάνω του, με μάτια σαν σκοτεινές λιμνούλες που απειλούσαν να τον καταπιούν. Κι έπειτα η Μουαραίν έκανε μια τέλεια γονυκλισία. «Με την άδειά σου, Άρχοντα Δράκοντά μου, θα πάω να πω στον αφέντη Καντίρ πού θέλω να δουλέψει αύριο».

Κανένας δεν θα μπορούσε να εντοπίσει την παραμικρή κοροϊδία στην κίνηση ή στη φωνή της, όμως ο Ραντ την ένιωσε. Η Μουαραίν θα δοκίμαζε να κάνει οτιδήποτε θα τον οδηγούσε στο να χάσει την αυτοκυριαρχία του, οτιδήποτε θα τον έκανε πιο πειθήνιο λόγω τύψεων ή ντροπής ή αβεβαιότητας ή όποιου άλλου δυσάρεστου συναισθήματος. Έμεινε να την κοιτάζει όπως έφευγε, ώσπου την έκρυψαν οι χάντρες της πόρτας με τον κρότο τους.

«Μη μουτρώνεις έτσι, Ραντ αλ’Θόρ». Ο τόνος της Εγκουέν ήταν χαμηλός, το βλέμμα της οργισμένο· κρατούσε το σάλι της σαν να ήθελε να το πάρει και να τον πνίξει. «Άρχοντας Δράκοντας, ακούς εκεί! Ό,τι κι αν είσαι, δεν παύεις να είσαι ανάγωγος, ένα γαϊδούρι δίχως τρόπους. Φτηνά τη γλίτωσες με μια ξυλιά. Δεν θα πάθεις και τίποτα αν φέρεσαι ευγενικά!»

«Άρα ήσουν όντως εσύ!» της είπε απότομα και προς έκπληξή του εκείνη σχεδόν κούνησε το κεφάλι προτού συγκρατηθεί. Τελικά το είχε κάνει η Μουαραίν. Για να εκδηλώνει τόσο εκνευρισμό η Άες Σεντάι, κάτι πρέπει να τη βασάνιζε. Σίγουρα αυτός ήταν η αιτία. Ίσως έπρεπε να ζητήσει συγγνώμη. Τι να πω, δεν παθαίνω τίποτα να φερθώ ευγενικά. Αν και δεν καταλάβαινε γιατί έπρεπε να είναι κόσμιος απέναντι στην Άες Σεντάι τη στιγμή που εκείνη προσπαθούσε να τον πιάσει στα δίχτυα της.

Παρ’ όλο όμως που σκεφτόταν ότι θα προσπαθούσε να φερθεί ευγενικά, η Εγκουέν δεν έκανε το ίδιο. Αν τα αναμμένα κάρβουνα είχαν σκούρο καστανό χρώμα, θα ήταν ακριβώς σαν τα μάτια της. «Είσαι ένας χοντροκέφαλος ανόητος, Ραντ αλ’Θόρ, και κακώς είπα στην Ηλαίην ότι είσαι άξιος γι’ αυτήν. Δεν είσαι άξιος ούτε για ταίρι νυφίτσας! Μην έχεις τόσο ψηλά τη μύτη. Σε θυμάμαι κάθιδρο να λες δικαιολογίες για να γλιτώσεις από κει που σε είχε μπλέξει ο Ματ. Θυμάμαι τη Νυνάβε να σε δέρνει με τη βέργα κι εσύ να τσιρίζεις, και μετά να θέλεις μαξιλαράκι για να καθίσεις. Και δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Θα έπρεπε να πω στην Ηλαίην να σε ξεχάσει. Αν ήξερε έστω και λίγο το πόσο έχεις αλλάξει...»

Ο Ραντ έμεινε να την κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα, καθώς αυτή συνέχισε να του τα ψέλνει, πιο οργισμένη από κάθε άλλη φορά από τότε που είχε πρωτομπεί στο δωμάτιο. Κι έπειτα του πέρασε από το νου. Είχε κουνήσει ανάλαφρα το κεφάλι άθελά της, δείχνοντάς του ότι η Μουαραίν ήταν εκείνη που τον είχε χτυπήσει με τη Δύναμη. Η Εγκουέν έβαζε τα δυνατά της για να κάνει με τον σωστό τρόπο όσα έκανε. Μαθητεύοντας στις Σοφές, φορούσε ρούχα Αελίτικα· ίσως μάλιστα να υιοθετούσε και Αελίτικα έθιμα. Ήταν στο χαρακτήρα της αυτός ο τρόπος δουλειάς. Επίσης, έβαζε τα δυνατά της για να είναι σωστή Άες Σεντάι συνεχώς, έστω κι αν ήταν απλώς Αποδεχθείσα. Οι Άες Σεντάι συνήθως συγκρατούσαν τα νεύρα τους, αλλά ποτέ δεν φανέρωναν αυτό που ήθελαν να κρύψουν.

Η Ιλυένα ποτέ δεν ξεσπούσε πάνω μου όταν ήταν θυμωμένη με τον εαυτό της. Όταν με μάλωνε, το έκανε επειδή... Για μια στιγμή, το μυαλό του πάγωσε. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε γνωρίσει γυναίκα που να λέγεται Ιλυένα. Μα μπορούσε να ξαναφέρει αχνά στη μνήμη του ένα πρόσωπο που αντιστοιχούσε στο όνομα: όμορφο προσωπάκι, επιδερμίδα σαν κρέμα, χρυσά μαλλιά στην ίδια ακριβώς απόχρωση των μαλλιών της Ηλαίην. Σίγουρα ήταν γέννημα τρέλας. Το ότι θυμόταν μια φανταστική γυναίκα. Ίσως κάποια μέρα θα κατέληγε να κουβεντιάζει με ανθρώπους που δεν ήταν μπροστά του.